Στα Ελληνικά η λέξη ενσυναίσθηση δεν χρησιμοποιείται συχνά. Δεν την ξέρουμε, δεν μας είναι οικεία. Αυτό το βίντεο των τριών λεπτών που θα δούμε μαζί θα μας ξεκαθαρίσει ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο να «νοιώσουμε συμπάθεια» για τους διπλανούς μας, φίλους, συγγενείς, έρωτες, παιδιά, γονείς, γειτόνους ή περαστικές απ’ τη ζωή μας γνωριμίες – και στην δύναμη της ενσυναίσθησης.
Αυτά τα βιντεάκια είναι σαν ένα σφηνάκι εσπρέσο – η «πνευματική καφεΐνη» τους μας βοηθάει να «ξυπνήσουμε» και να καταλάβουμε κάτι καλύτερα, πιο καθαρά, με μεγαλύτερη ενάργεια. Στα Ελληνικά η λέξη «συν-αισθάνομαι» μας οδηγεί πιο γρήγορα στην ουσία της ενσυναίσθησης. Το λέει μόνη της: Αισθάνομαι μαζί σου. Αισθάνομαι αυτό που αισθάνεσαι, αφήνω την στεναχώρια σου ή το πρόβλημα ή τη χαρά σου να μπει μέσα στον εγκέφαλό μου, να γίνει κομμάτι μου, μοιράζομαι δηλαδή αυτό που μου λες και το νοιώθω κι εγώ μαζί σου. Πολύτιμο πράγμα. Το να δείξω συμπάθεια είναι άλλο πράγμα πιο απόμακρο. «Χωρίσαμε με την Μαρία» σου λέει ένας φίλος. «Αχ, μωρέ, πολύ λυπάμαι».
Και μετά ένα σχόλιο όπως «δεν τα πηγαίνατε και πολύ καλά τελευταίως» ή «τι κρίμα, ταιριάζατε τόσο πολύ». Λέξεις που δεν εισχωρούν μέσα σου ούτε βγαίνουν από μέσα σου. Ενώ μια απλή κίνηση του κεφαλιού και μια κίνηση, κάτι σαν χάδι, ένα άγγιγμα, ακόμα και με την απόλυτη σιωπή μπορεί να γίνει ενσυναίσθηση, να νοιώσεις αυτό που νοιώθει ο άλλος, να μπεις στη θέση του. Δεν είναι εύκολο πάντως να εξηγηθεί με λόγια αυτή η μεγάλη διαφορά του «συναισθάνομαι» ακόμα και αν δεν λέω τίποτα, της ενσυναίσθησης δηλαδή από την «συμπάθεια» που όσο ειλικρινής και αν είναι, κρατάει τις πόρτες μισόκλειστες.
Ίσως, για να το πούμε στα Ελληνικά πιο άμεσα, για να «συναισθανθείς» πρέπει να μπορείς να αγαπήσεις τον άλλον. Που δεν είναι καθόλου το ίδιο με την αίσθηση του «τον συμπαθώ»…