Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη από τους μαθητές: Ιωάννης Σωτηρόπουλος – Φουνταδάκης Σταύρος

Αιολική γη

Η Αιολική γη θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο, έργο του Ηλία Βενέζη. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στις 14 Δεκεμβρίου 1943 από τις εκδόσεις «Άλφα», με την καλλιτεχνική εκδοτική επιμέλεια του Γιάννη Σκαζίκη, σε 3.500 κοινά αντίτυπα και 400 πολυτελείας. Η συγγραφή του όμως είχε αρχίσει μερικά χρόνια πριν και συγκεκριμένα γύρω στο 1938.

Ένα σπαρακτικό βιβλίο για τη χαμένη γη των αρχαίων μας προγόνων, την Αιολική Γη της Μικράς Ασίας.

 

Ο Ηλίας Βενέζης που έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Αϊβαλί, περιγράφει, σε πρώτο πρόσωπο, τη ζωή σε ένα τσιφλίκι της Μικράς Ασίας, κάτω από τα βουνά Κιμιντένια, στις αρχές του εικοστού αιώνα, μέχρι την έναρξη του πολέμου, το 1914. Ο μικρός Πέτρος, αφηγητής του βιβλίου, μαζί με τις αδελφές του, τους γονείς του και τους παππούδες του, ζει σε ένα ευλογημένο τόπο, όπου η φύση παίζει πρωτεύοντα ρόλο: η γη, τα βουνά, τα δέντρα, η θάλασσα, τα ζώα, αγριογούρουνα, τσαλαπετεινοί, χελώνες, καμήλες, τσακάλια, αητοί, αρκούδες και τζιτζίκια.

 

Η ζωή τους είναι τακτοποιημένη μέσα σε μια αγκαλιά από αξίες που έχουν δημιουργήσει οι σεβαστοί παππούδες του Πέτρου: η αγάπη, η οικογένεια, ο σεβασμός στους εργαζόμενους, η αφοσίωση στη γη των προγόνων, ο κόπος και ο μόχθος, άγραφοι κώδικες συμπεριφοράς, εκεί όπου ανθούσε το ελληνικό στοιχείο.

 

Δεν είναι ένα τυπικό μυθιστόρημα η «Αιολική Γη». Είναι μια τοιχογραφία από συναρπαστικές ιστορίες, θρύλους και παραμύθια της Ανατολής. Ήρωες παραδειγματικοί, όπως οι σεβάσμιοι παππούς και γιαγιά με τη σοφία τους, ήρωες αντιφατικοί, όπως ο κοντραμπατζής Αντώνης Παγίδας, ληστής και ταυτόχρονα δίκαιος, ήρωες-παλικάρια, όπως ο αφοσιωμένος κυνηγός, ήρωες που αναζητούν τη χίμαιρα, όπως ο άτυχος γερο-Ιωσήφ που μπολιάζει δέντρα ή ο καμηλιέρης που ψάχνει να βρει την καμήλα με το άσπρο κεφάλι.

 

Στην επέλαση των Τούρκων, όλοι πρέπει να φύγουν, παίρνοντας μαζί τους από ένα μπόγο και να διαλέξουν να πάρουν μαζί τους μερικά από τα πράγματα μιας ολόκληρης ζωής.

 

Μόνο ο γερο-Ιωσήφ μένει πίσω, δεμένος με τη γη του.

 

Συγκινητικό είναι το τέλος του βιβλίου, στη σκηνή όπου ο παππούς, πριν φύγει για πάντα από το κτήμα που τον ζούσε για όλη του τη ζωή, γονατίζει, προσκυνάει και φιλάει το ιερό χώμα που τον φιλοξένησε. Μετά, στο καΐκι που τους μεταφέρει στην ξένη χώρα, στη Μυτιλήνη, η γιαγιά βρίσκει στον κόρφο του παππού ένα μικρό εξόγκωμα. Ο παππούς ανοίγει την πετσέτα που κρύβει στο πουκάμισό του και δείχνει στη γιαγιά μια χούφτα από το εύφορο χώμα της πατρίδας του, που πήρε μαζί του, στη νέα του ζωή για να φυτέψει ένα βασιλικό.

Όταν γνωρίσεις αυτή την προσωπική του ιστορία και διαβάσεις το βιβλίο που σου μεταφέρει όλη τη γαλήνη, τη ζέστη, την ομορφιά της ζωής, την γλυκιά ατμόσφαιρα των μυστικών ενός νοσταλγικού κόσμου, πριν χαθεί, αντιλαμβάνεσαι την καταβύθιση του συγγραφέα μέσω της γραφής αυτού του μυθιστορήματος, στον νεανικό, αισθαντικό του εαυτό.

 

 

 

Βιογραφία Ηλία Βενέζη

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914, όταν και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Την ίδια περίοδο, ο πατέρας του και μία αδελφή του έγιναν όμηροι των Τούρκων.

Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά πλέον τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο. Αιχμαλωτίστηκε και εστάλη, μαζί με άλλους 3.000 Αϊβαλιώτες, στα Τάγματα Εργασίας για 14 μήνες σε ηλικία 18 ετών. Οι εμπειρίες του από τα εργατικά τάγματα περιέχονται στο πρώτο μυθιστόρημά του, Το Νούμερο 31328. Ο Βενέζης ήταν ένας από τους μόλις 23 συμπατριώτες του που τελικά επιβίωσαν.

Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στρατή Μυριβήλη. Αυτός μάλιστα τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι «του έμαθε πώς να κρατάει το μολύβι στο χέρι». Το Νούμερο 31328 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Μυριβήλης. Το 1939 ο Βενέζης μοιράστηκε μαζί με τον Μυριβήλη το πρώτο στην ιστορία Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας. Το 1956 ήταν και οι δυο υποψήφιοι για την έδρα Λογοτεχνίας στην Ακαδημία Αθηνών, όπου και εκλέχτηκε ο Βενέζης.

Στη Μυτιλήνη εργαζόταν στην Τράπεζα της Ελλάδος και το 1932 πήρε μετάθεση και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα (υπήρξε υπάλληλος στην τράπεζα το διάστημα 1930-1957). Δύο χρόνια πριν από την αποχώρησή του το 1955, κατόπιν παροτρύνσεως του τότε διοικητή Ξενοφώντα Ζολώτα, συνέγραψε το Χρονικό της Τραπέζης της Ελλάδος, μια εξιστόρηση της πρώτης 25ετίας της Τράπεζας. Διώχθηκε για τις πολιτικές του ιδέες από τον νόμο του «Ιδιωνύμου», από τη δικτατορία του Μεταξά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη με την κατηγορία ότι είχε μιλήσει για ελευθερία, σε συγκέντρωση του προσωπικού της τράπεζας μέσα στο κεντρικό κτίριο, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Φυλακίστηκε στο Μπλοκ C των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του απετράπη έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου.

Με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ανταποκριτής της εφημερίδας Το Βήμα, με την οικονομική συμπαράσταση της Αμερικανικής Κυβέρνησης. Από την επίσκεψή στην άλλα άκρη του Ατλαντικού, προέκυψε το αφήγημά του Αμερικανική Γη (1955). Διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας με επίσημες θέσεις, όπως του διευθύνοντος συμβούλου του Εθνικού Θεάτρου, αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Παράλληλα το έργο του γνώριζε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα με συνεχείς επανεκδόσεις και στο εξωτερικό με πολλές μεταφράσεις. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής λογοτέχνης στην εποχή του, με εκπομπή στο ραδιόφωνο και ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα, που με το ομώνυμο βραβείο της ανέδειξε το μεταπολεμικό μυθιστόρημα.

Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του (1971-1973) υπέφερε από σοβαρό πρόβλημα υγείας. Κατά το διάστημα αυτό είχε αποτραβηχθεί από κάθε κοινωνική ζωή και όταν δεν βρισκόταν στο νοσοκομείο, εργαζόταν επάνω στα τελευταία του βιβλία. Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε το Μικρασία, Χαίρε, που βρέθηκε έτοιμο σε ντοσιέ ανάμεσα στα χαρτιά του με τη σημείωση: «Για το τυπογραφείο». Το 1979 το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» δημοσίευσε Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, που είχε γραφεί για την εφημερίδα «Ακρόπολη» το 1958. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1973 στην Αθήνα, από καρκίνο του λάρυγγα. Κηδεύτηκε και τάφηκε στη Μήθυμνα (Μόλυβο) της Λέσβου απέναντι από τη μικρασιατική του πατρίδα. Σύμφωνα με τη θέλησή του, ο τάφος του είναι ανώνυμος με μόνη επιγραφή τη λέξη ΓΑΛΗΝΗ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΦΟΥΝΤΑΔΑΚΗΣ

ΚΑΙ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης