Είναι γενικά αποδεκτό ότι ένα από τα πιο σπουδαία επιτεύγματα της τεχνολογίας, που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή των περισσότερων ανθρώπων, είναι το διαδίκτυο, το οποίο σχετίζεται τόσο με την επιστήμη, όσο και με την ενημέρωση και την ψυχαγωγία.
Το διαδίκτυο δίνει στους χρήστες του την δυνατότητα να επικοινωνούν με οποιαδήποτε μέρος του πλανήτη, να πραγματοποιούν ηλεκτρονικές αγορές, να το χρησιμοποιήσουν στην εκπαίδευση, ακόμα και να εργάζονται εξ αποστάσεως. Ο επαγγελματίας και ο επιστήμονας το θεωρούν ένα από τα χρησιμότερα εργαλεία για την δουλειά τους και οι νέοι έναν πολύτιμο σύντροφο, με αποτέλεσμα να αφιερώνουν πολλές ώρες σε αυτό.
Αυτό, όμως, θα μπορούσε να είναι ένα σημάδι εξάρτησης, μια ένδειξη εθισμού. Ποιοί παράγοντες καθορίζουν ποιος είναι εθισμένος στο διαδίκτυο;
Ειδικοί ψυχίατροι και ψυχολόγοι θεωρούν ότι η υπερβολική ενασχόληση με τον υπολογιστή μπορεί να προκαλέσει εθισμό και αναγνώρισαν το συγκεκριμένο πάθος ως αυθύπαρκτη διαταραχή και εξάρτηση με παρόμοια κριτήρια με αυτά των άλλων εξαρτήσεων. Η επίδραση του είναι παρόμοια με εκείνη του εθισμού στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ.
Ο εθισμός είναι ένα αρνητικό φαινόμενο το οποίο συναντιέται καθημερινά. Συνήθως τα άτομα που είναι εθισμένα είναι άτομα απομονωμένα, τα οποία δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Αλλά και άτομα “normal”, αν πέσουν θύματα εθισμού, η συμπεριφορά τους αλλάζει. Κλείνονται στον εαυτό τους και καταλήγουν στην κοινωνική αποξένωση.
ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ.
Μελετώντας τις επιπτώσεις, αλλά και τον κίνδυνο που μπορεί να προκαλέσει ένας εθισμός, αντιλαμβάνεται κανείς πως πρέπει να βρεθούν τρόποι, ώστε να αντιμετωπιστεί και, πιθανόν, να αφανιστεί το φαινόμενο του εθισμού. Είναι ένα πρόβλημα που αφορά άμεσα όλους μας, καθώς σύμφωνα με έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί δείχνουν ότι το φαινόμενο αυτό έχει γίνει αισθητό και στην Ελλάδα. Μάλιστα, έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις, καθώς είναι περισσότεροι από 100 οι έφηβοι οι οποίοι ζήτησαν βοήθεια για την απεξάρτηση τους τα τελευταία 4 χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα της Μονάδας Εφηβικής Υγείας (Μ.Ε.Υ) που πραγματοποιήθηκε το 2010, το 2,4% από τους εφήβους ηλικίας 15-16 ετών παρουσιάζουν εξάρτηση από το Διαδίκτυο, ενώ το 19,1% τείνει να παρουσιάσει, καθώς η χρήση του Διαδικτύου από αυτούς είναι οριακή. Δυστυχώς, οι έφηβοι έχουν επηρεαστεί τόσο πολύ, φτάνοντας πλέον στο σημείο να παραμελούν το περιβάλλον τους, τον ίδιο τους τον εαυτό και να έχουν βίαιη κ εχθρική συμπεριφορά απέναντι στους γύρω τους. Ευτυχώς, στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά κέντρα που βοηθούν τους εφήβους να ξεφύγουν από τον εθισμό τους. Η παρακολούθηση κάθε περίπτωσης γίνεται από τετραμελή ομάδα στην οποία συμμετέχουν παιδίατρος, παιδοψυχίατρος, παιδοψυχολόγος και οικογενειακός σύμβουλος. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας δε διακόπτεται η χρήση, αλλά ο έφηβος μαθαίνει να θέτει όρια στη χρήση και να αρχίσει και πάλι την ενασχόληση με άλλες δραστηριότητες. Παρ’ όλα αυτά, σε περίπτωση που κάποιο από τα παιδιά αντιμετωπίζει και άλλα προβλήματα πέρα από τον εθισμό του, υπάρχει και κατάλληλη φαρμακολογία. Σύμφωνα με μελέτες, το 1/3 από τα παιδιά
ανταποκρίνεται πολύ θετικά, ειδικά όταν η εξάρτηση βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο.
Επιπλέον, το άτομο μπορεί ακόμα και μόνο του να περιορίσει την χρήση του διαδικτύου. Η ενασχόληση, αρχικώς, με ηπιότερες και όχι τόσο εθιστικές λειτουργίες του Διαδικτύου, όπως είναι η αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, και σταδιακή μετάβαση σε πιο διαδραστικές διαδικτυακές λειτουργίες όπως τα δωμάτια συνομιλιών (chat room), οι ομάδες ειδήσεων ή ακόμη και τα αποκαλούμενα κοινωνικά παιχνίδια όπως το «Second Life», στο οποίο κάθε χρήστης φτιάχνει μια νέα «εικονική» διαδικτυακή ζωή με όλες τις εκφάνσεις της. Αν το άτομο το καταφέρει αυτό, όχι μόνο θα απεξαρτηθεί από τη χρήση του διαδικτύου, αλλά και θα νιώσει ικανοποιημένος και ευχαριστημένος με τον εαυτό του.
Τέλος, ο ρόλος των γονέων είναι εξίσου σημαντικός για την αντιμετώπιση του εθισμού των παιδιών τους από το διαδίκτυο. Το σημαντικότερο πράγμα που χρειάζεται να κάνουν οι γονείς προκειμένου να μπορούν να ελέγχουν αποτελεσματικά τη χρήση του Διαδικτύου από τα παιδιά τους, είναι να γνωρίσουν οι ίδιοι το μέσο. Προς το παρόν, οι γονείς δε γνωρίζουν το μέσο και επιπλέον δε φαίνονται διατεθειμένοι να έλθουν σε επαφή με το Διαδίκτυο, ενώ ταυτόχρονα δεν ενδιαφέρονται για τις δραστηριότητες των παιδιών τους στο διαδίκτυο. Ταυτόχρονα, οι γονείς θα πρέπει κάποιες φορές να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο μαζί με το παιδί, ώστε να του δίνουν τις απαραίτητες κατευθύνσεις, ενώ η εγκατάσταση κάποιων φίλτρων στον υπολογιστή μπορεί να αποτρέψει την εμφάνιση ακατάλληλων για το παιδί ιστοσελίδων. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να έχουν τεθεί κάποιες βάσεις όταν το παιδί φτάνει στην εφηβεία, να υπάρχουν δηλαδή όρια. Για να υπάρξουν, ωστόσο, όρια θα πρέπει και οι γονείς να μπορούν να διαθέσουν τον απαραίτητο χρόνο, αφού είναι δύσκολο για ενοχικούς γονείς να θέσουν όρια. Σε πιο πρακτικό επίπεδο, ο υπολογιστής είναι καλό να βρίσκεται σε κοινόχρηστο χώρο και όχι στο δωμάτιο του παιδιού, ώστε να ελέγχεται διακριτικά η δραστηριότητα του παιδιού στο διαδίκτυο. Ενώ, τέλος, οι γονείς θα πρέπει να συζητούν για τις διαδικτυακές διαδρομές του παιδιού τους, ώστε να έχουν πάντοτε ενημέρωση για τις ιστοσελίδες που επισκέπτεται, τα άτομα με τα οποία συνομιλεί και τις πληροφορίες που ανταλλάσει με άλλα άτομα.
Γεωργία Πετροπούλου, Κωνσταντίνα Τριανταφύλλη