Θαυμάζοντας έναν ζωγραφικό πίνακα, χορεύοντας στον ρυθμό του αγαπημένου μας τραγουδιού, ξεφυλλίζοντας ένα μοναδικό βιβλίο, εκτός από το αναμενόμενο αίσθημα ευχαρίστησης κι ελευθερίας που προκύπτει, πιθανώς στο μυαλό μας σχηματίζεται ένα αυθόρμητο ερωτηματικό, ένα πηγαίο «γιατί;». Γιατί ο άνθρωπος, ξεφεύγοντας από το πλαίσιο της καθημερινής του ζωής κι επιβίωσης, αναζήτησε κάτι βαθύτερο; Γιατί οδηγήθηκε σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «Τέχνη» και τελικά ποιον σκοπό αυτή υπηρετεί;
Η απάντηση σε αυτό το θέμα δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Ως άνθρωποι είμαστε περιορισμένοι στη σχετική μας γνώση, ενώ στην ουσία προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε πρόωρα τη συμπεριφορά του ίδιου του είδους μας, αποκτώντας μια καθαρά εσωτερική οπτική γωνία. Πάντως μέσω αυτής της αδυναμίας έχουν γεννηθεί δύο κινήματα, τα οποία συγκρούονται (ή αλληλοσυμπληρώνονται; ) καθώς προσπαθούν να ερμηνεύσουν την ανθρώπινη καλλιτεχνική συμπεριφορά κι αγάπη προς το ωραίο. Κι έτσι οδηγούμαστε στη σύγχρονη διαμάχη: Τέχνη για την τέχνη ή τέχνη για τον άνθρωπο; Ή διαφορετικά: Η τέχνη υφίσταται ανεξάρτητη ή υπηρετεί έναν απώτερο, πανανθρώπινο σκοπό;
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του πρώτου κινήματος, η τέχνη υπηρετεί εξολοκλήρου αισθητικούς στόχους και η πρωταρχική της αξία έγκειται στην έμφυτη ομορφιά της και στις συναισθηματικές αντιδράσεις που προκαλεί. Αποτελεί ,έτσι, μια μορφή αυτοέκφρασης κι εξερεύνησης, απαλλαγμένη από κοινωνικούς περιορισμούς και χρηστικούς στόχους. Μολονότι ακολουθώντας αυτή την ηθική οι καλλιτέχνες αποδεσμεύονται και υποχωρεί η λογική της στράτευσής τους, παραμένουν αποστασιοποιημένοι και δεν υμνούν τον άνθρωπο, τους αγώνες και τις αξίες που πρεσβεύει.
Αντίθετα σε αυτή τη λογική, υπέρμαχοι της τέχνης για τον άνθρωπο υποστηρίζουν πως ο άνθρωπος δημιουργεί για να υπηρετεί την ύπαρξή του, να γεννά προβληματισμούς, να αφυπνίζει, να εμπνέει ακόμα και να παρηγορεί. Ιστορικά, οι καλλιτέχνες έχουν χρησιμοποιήσει δημιουργικά το έργο τους ως μέσο κοινωνικής κριτικής, σχολιασμού των κακώς κειμένων, πολιτιστικής έκφρασης και παιδείας. Σε αυτή την περίπτωση, το έργο τους λειτουργεί ως καταλύτης κοινωνικών κινημάτων και συλλογικής δράσης, αφήνοντας έντονο αποτύπωμα στην πορεία της ιστορίας. Ο καλλιτέχνης εμπλέκεται, σχολιάζει κι εκφράζει τους απλούς ανθρώπους, υπενθυμίζοντας πως μέσω της τέχνης, το να ζει κανείς μια αξιοπρεπή ζωή δεν εξαρτάται εξολοκλήρου από το να ζει σε αξιοπρεπείς εποχές.
Αντί όμως να θεωρούμε τα δύο αυτά κινήματα ως αμοιβαία αποκλειόμενα, ας αναζητήσουμε την εξισορρόπηση της αυτονομίας με τη δέσμευση, αναγνωρίζοντας την αξία και των δύο προοπτικών. Οι καλλιτέχνες θα πρέπει να έχουν την ελευθερία να εξερευνούν τα δημιουργικά τους οράματα και να εκφράζονται αυθεντικά, εκτιμώντας την αισθητική εμπειρία της τέχνης. Ταυτόχρονα, μέσω της προβολής του ωραίου, οφείλουν να χρησιμοποιήσουν το ταλέντο τους για να προωθήσουν τη θετική αλλαγή. Έχοντας υπόψη το κοινωνικό πλαίσιο της δημιουργίας, μπορούν να εμπλουτίσουν την ανθρώπινη εμπειρία, συμβάλλοντας και στη συγκρότηση μιας φωτισμένης κοινωνίας.
Αποκτώντας μια ολιστική θεώρηση, η σύγχρονη αυτή διαμάχη μαρτυρά την ποικιλόμορφη κι εξελισσόμενη φύση της καλλιτεχνικής φιλοσοφίας, αναγνωρίζοντας ότι η τέχνη μπορεί ταυτόχρονα να εκτιμάται και για την εγγενή της ομορφιά αλλά και την ικανότητά της να εμπλέκεται με την ανθρώπινη υπόσταση. Η τέχνη αυτή καθαυτή απαιτεί την αναγνώριση ότι οι ανθρώπινες ζωές είναι γεμάτες νοήματος κι ότι το χάος μπορεί να μετατραπεί σε αρμονία και ομορφιά. Γι’ αυτό, εξάλλου, ασχολούμαστε με την τέχνη απλώς επειδή είμαστε άνθρωποι. Κι αυτό αρκεί.
ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΛΗ