Δήμητρα Τζουραμάνη Β2
Με αφορμή την αναβίωση στο θέατρο του θρυλικού έργου “ Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας” -ενός έργου που χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως αριστούργημα της νεοελληνικής δραματουργίας- έκρινα επιβεβλημένη τη σύνταξη του προκείμενου άρθρου με σκοπό να καταστεί πασιφανής η τεράστια συγγραφική παρακαταθήκη ενός καλλιτέχνη σταθμού για την εξέλιξη της ελληνικής πεζογραφίας και ειδικότερα του ελληνικού θεάτρου. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ύστερα από τόσες δεκαετίες καταφέρνει μέσω των κλασικών δημιουργημάτων του να αγγίξει την ψυχή των αναγνωστών καθώς και να εμφυσήσει την έννοια της διαχρονικότητας.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1867 από Έλληνες γονείς με καταγωγή απο τη Ζάκυνθο. Η μόνιμη εγκατάσταση της οικογένειας του στο νησί , ύστερα από ένα χρόνο , του άσκησε ιδιαίτερη επίδραση , γεγονός που φαίνεται στην πλειονότητα από τα έργα του , τα περισσότερα από τα οποία διαδραματίζονται στην Ζάκυνθο. Το 1883 γράφτηκε στην Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία όμως εγκατέλειψε γρήγορα εξαιτίας της αγάπης του για την Φιλολογία και τις ξένες γλώσσες. Η εγκατάσταση του στην Αθήνα από το 1892 και μετά σηματοδοτεί την έναρξη της συγγραφικής του πορείας. Ωστόσο η παρουσία στο χώρο των γραμμάτων έχει αρχίσει δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια πριν όπου αρθρογραφεί στο περιοδικό η “Διάπλασις των Παίδων” με το ψευδώνυμο Φαίδων, η παρουσία του εκεί θα συνεχιστεί όπως και η επαφή του με παιδιά και εφήβους και θα κρατήσει 50 ολόκληρα χρόνια.
Ως συγγραφέας θα ασχοληθεί με όλα τα είδη του πεζού λόγου και θα ξεχωρίσει ως κύριος εκπρόσωπος της ηθογραφίας , εξελίσσοντας το αστικό μυθιστόρημα. Συνδετικό κρίκο όλων των έργων του αποτελεί η ανάδειξη των κοινωνικών προκαταλήψεων και κοινωνικών διακρίσεων που κυριαρχούν μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Οι ήρωες του, προσωπικότητες ολοκληρωμένες ,γεμάτοι πάθη, οδηγούν τον αναγνώστη σε ηθικά διλήμματα , τα οποια,τα οποία μέχρι και σήμερα προβληματίζουν και αναζητούν στέρεες απαντήσεις. Παράλληλα η γλώσσα του είναι απλή δημοτική καθώς όπως ο ίδιος παραδέχεται ότι τα έργα του απευθύνονται σε κάθε Έλληνα από τον Παλαμά μέχρι τον μαθητή του γυμνασίου.
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ο Ξενόπουλος είναι ο δημιουργός πολυαγαπημένων έργων , τα οποία τοποθετούν συνήθως στο κέντρο του προβληματισμού τους τη γυναικεία μορφή. Χαρακτηριστικά η νουβέλα του “Στέλλα Βιολάντη” αποτελεί ένα από τα πρώτα δημιουργήματα του που διεισδύουν στον ψυχισμό των ανθρώπων προβάλλοντας με κάθε τρόπο την προσπάθεια μιας νεαρής γυναίκας να ξεφύγει από το πατριαρχικό πρότυπο και να ζήσει τη ζωή της με τρόπο που η ίδια επιθυμεί. Η προσπάθεια της να αντισταθεί στην επιβολή των σχεδίων της οικογένειας της έχει καταστροφικά αποτελέσματα και την οδηγεί στο θάνατο. Πρόκειται για έναν αγώνα απόκτησης ελευθερίας σε μία εποχή όπου η πατριαρχία στερούσε κάθε δικαίωμα από τη γυναίκα. Η επέκταση της νουβέλας “Στέλλας Βιολάντη”, το μυθιστόρημα “Κόκκινος Βράχος” έχει πάλι την ίδια τραγική κατάληξη. Και σε αυτό το έργο παρουσιάζεται ο απαγορευμένος έρωτας του Άγγελου και της Φωτεινής με την ηρωίδα να αυτοκτονεί όταν πληροφορείται ότι ο αγαπημένος της παντρεύεται άλλη γυναίκα. Οι απρόσμενες μεταβολές των συναισθημάτων της ηρωίδας οδηγούν στην αιφνίδια ενηλικίωση της, γεγονός που αποτελεί και ένα από τα βαθύτερα νοήματα του μυθιστορήματος. Επίσης από τα κορυφαία έργα όχι μόνο του Ξενόπουλου αλλά και συνολικά της ελληνικής πεζογραφίας είναι ο Κατήφορος . Ο κατήφορος της ζωής της Ρόζας, μίας νεαρής κοπέλας με κακή ανατροφή η οποία σταδιακά οδηγείται σε διεφθαρμένη και έκφυλη ζωή. Οι πιέσεις που της ασκεί ένας άνδρας την οδηγούν στον εξευτελισμό και την απόγνωση και τελικά αλλοτριώνεται από τον ίδιο της τον εαυτό.Ανήμπορη να αντέξει την κατάσταση, τελικά αυτοκτονεί βρίσκοντας το ως καταφύγιο και τρόπο να αρχίσει μιαν άλλη ζωή όπως αναφέρει και η ίδια πριν προβεί σε αυτή την πράξη της έσχατης απόγνωσης.
Τα παραπάνω έργα αποτελούν μονάχα τρία δείγματα του συγγραφικού πλούτυου του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Θα ήταν παράλειψη τέλος να μην επισημανθεί και η κοινωνική τριλογία του: «Πλούσιοι και Φτωχοί», «Τίμιοι και άτιμοι», «Τυχεροί και άτυχοι».
Κλίνοντας το παρόν άρθρο θα ήθελα να αναφερθώ στα λόγια του σκηνοθέτη της παράστασης του έργου “ Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας” :
Σημείωμα Σκηνοθέτη Πέτρου Ζούλια:
«Όσο δούλευα το «Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας» ανακάλυπτα την τεράστια αξία του. Τη διαχρονική, την παγκόσμια. Γιατί με αυτό το έργο, ο σπουδαίος συγγραφέας εισβάλλει στο θέατρο των ιδεών. Στο θέατρο δηλαδή που έχει στο επίκεντρο τον άνθρωπο, απέναντι στην κοινωνία και τα μεγάλα της θέματα. Όπως ο Τσέχωφ και ο Ίψεν έτσι και εδώ ο Ξενόπουλος αναδεικνύει κάτω από τις λέξεις και τις συμπεριφορές των ηρώων του, μια μεγάλη ιδεολογική σύγκρουση. Από τη μία πλευρά στέκει ο παλιός ρομαντικός κόσμος των αξιών και της παράδοσης και από την άλλη το ορθολογικό υλιστικό πνεύμα του μέλλοντος. Το ένδοξο παρελθόν θα πεθάνει μπροστά στην αναγκαία γέννηση ενός σύγχρονου κόσμου, που έχει στο κέντρο του το χρήμα. Οι αρχές και οι αξίες δοκιμάζονται και από τις δύο πλευρές. Οι άνθρωποι λυγίζουν. Άλλοι κάτω από το βάρος της δύσκολης επιβίωσης και η άλλη, η μοναχική Βαλέραινα, από το βάρος του ιερού καθήκοντος. Της τιμής και της υπόληψής της. Ο θεσμός της οικογένειας γίνεται η άγρια αρένα για το ποιος θα νικήσει, σε αυτή τη σπαρακτική σύγκρουση. Ο ίδιος ο Ξενόπουλος θεωρεί το συγκεκριμένο έργο ως το καλύτερό του. Το συνέλαβε νέος, το έγραψε μεσόκοπος και το ολοκλήρωσε ηλικιωμένος. Το χαρακτηρίζει έργο πατριωτικό και διδακτικό. Σε μια εποχή κρίσης παντός είδους, όπως η δικιά μας, που το ηθικό και αξιακό σύστημα δοκιμάζεται καθημερινά, το έργο στέκει ολοζώντανο, σαν να αναφέρεται στον σημερινό κόσμο. Γιατί το κλασικό είναι και σύγχρονο.»