Για πρώτη φορά μετά από καιρό, περπατούσε μόνος. Οι συναναστροφές του με τον καιρό έφθιναν σταθερά, μα πρόσφατα αποχώρησαν και οι πιο κοντινές του παρέες. Άκουσε για λόγους οικογενειακούς που επέβαλαν την μετακόμιση, για προβλήματα υγείας από την άθλια αυτή πόλη, ασαφείς δικαιολογίες που δεν υποστήριζαν λογικά την απόφαση για απομάκρυνση, άλλοτε δεν του έδιναν καμία εξήγηση. Σε ένδειξη ανωτερότητας, αριστοκρατικής αδιαφορίας κι ευγενούς πνεύματος (όχι από κακία· έτσι τον έμαθαν οι πολιτισμένοι που συναναστρεφόταν), σεβάστηκε την απόφαση σε κάθε περίπτωση χωρίς να ρωτά πολλά πολλά. Ο ίδιος, βέβαια, ήξερε ότι με την άγνοια αυτή προστάτευε τον εαυτό του πρωτίστως – το διαισθανόταν αλλά δεν άντεχε να του το πουν κατάμουτρα ότι η παρέα του είναι σαν τον παγκόσμιο διαλύτη: άχρωμη, άοσμη, άγευστη, αδιάφορη για αυτόν που την έχει συνηθίσει και φορτική για τον πολυάσχολο άνθρωπο των σύγχρονων μεγαλουπόλεων (εξ ου και τα προβλήματα υγείας: ο κόσμος δεν πίνει αρκετό νερό!).
Τις δικαιολογίες που δεν του ΄δωσαν όσοι έφυγαν προσπαθούσε να τις σκαρφιστεί μόνος του, μια και ο επεξεργαστής του δεν σήκωνε ότι μπορεί κανείς πράγματι να αποχωρίσει από μια ανθρώπινη σχέση χωρίς να δηλώσει την αληθινή αιτία. Τον πρώτο καιρό, λοιπόν – ο πιο δύσκολος, όπως λένε γενικά οι ειδικοί –αναλώθηκε στις αυτοκατηγορίες, προσπαθώντας να βρει τις πταίει και τον απέρριψαν έτσι μαζικά. Διαπιστώνει κανείς εύκολα, βέβαια, το παθολογικό της κατάστασής του: ένιωθε την ανάγκη να βελτιωθεί, ώστε να ξαναγίνει αποδεκτός από τους μισάνθρωπους. Πάσχιζε να γίνει η τέλεια σόλα σ’ ένα κατά τ’ άλλα ξεφτισμένο παπούτσι που κάθε τόσο βουλιάζει στις λάσπες με τη δική του θέληση. Μα δεν τον κατηγορεί κανείς – οι ακτινοβολίες ο έρωτας και η ανάγκη μεταλλάσσουν τον άνθρωπο.
Του πήρε λίγο καιρό, αλλά τελικά αποδέχθηκε τη μοναξιά του. Άρχισε, μάλιστα, να απολαμβάνει την ασφάλεια του εαυτού του και να περιφρονεί επιδεικτικά οποιαδήποτε ευκαιρία για συναναστροφή εμφανιζόταν. Οι άνθρωποι είναι απρόβλεπτοι, ευέξαπτοι, ιδιότροποι, παράλογοι κι έχουν εκείνη τη γλίτσα που τους κρατά κοντά σαν μάζα εντόμων και την οποία επικαλούνται, όταν η λογική δεν είναι με το μέρος τους: συναίσθημα. Η αποστασιοποίηση από αυτό το οργανωμένο χάος τού έδωσε την ευκαιρία να αφουγκραστεί τον άνθρωπο καλύτερα σε σχέση με όταν ερχόταν σε πραγματική επαφή με αυτόν.
Άρχισε, επιπλέον, να παρατηρεί καινούργια στοιχεία του υλικού κόσμου, τα οποία ανήγαγε σε δικές του βιοθεωρίες μέσω των συνειρμών που θα προκαλούνταν σε οποιονδήποτε άνθρωπο είχε το χρόνο του αλλά και την ανάγκη να απασχολήσει το μυαλό του με αμπελοσοφίες – σε οποιονδήποτε απελπισμένο, δηλαδή. Παρατήρησε, για παράδειγμα, την αντανάκλασή του σ’ ένα καινούργιο κι σ’ ένα πολυκαιρισμένο μονόλεπτο. Στο φρέσκο κέρμα είδε τον εαυτό του καθαρό, λες και η πρόσμιξη μετάλλων έβλεπε μεσ’ την ψυχή του· στο άλλο, εξαιρετικά θολό, δεν διέκρινε καν τα αντικείμενα του περιβάλλοντος κι ο ίδιος γινόταν ένα με αυτά. Του θύμισε τρομακτικά τις σχέσεις του: ξεκινούσαν όμορφα, αληθινά, μα λίγο λίγο έχανε τον εαυτό του σε αυτές, δινόταν τόσο που δεν του ‘μενε υπόσταση να απολαύσει ο ίδιος, κατασκεύαζε ένα προσωπείο για να ευχαριστήσει τους άλλους και τελικά ενστερνιζόταν την ταυτότητα μιας μάσκας. Γινόταν ένα res και οι άλλοι τού φέρονταν ως τέτοιο. Με αυτόν τον τρόπο στο μυαλό του πλεονεκτούσε, γιατί τουλάχιστον απαλλάχτηκε –με πρωτοβουλία των άλλων – από τη φορτική τους παρέα. Μη έχοντας γνωρίσει τίποτα άλλο, συμπέρανε πως όλες οι σχέσεις είναι σαν το κέρμα.
Ίσως να του άρεσε, βέβαια, όλο αυτό. Αποφάσισε ότι δεν παίρνει τη ζωή πολύ σοβαρά, οπότε αυτά τα επίγεια τον άφηναν στην πλειοψηφία τους αδιάφορο. Από τις εφημερίδες διάβαζε μόνο τις αναγγελίες των κηδειών και συχνά εμφανιζόταν σε μερικές όπου ο αποθανών τού ήταν παντελώς άγνωστος. Αυτό τού έδινε την ευκαιρία να αποστασιοποιηθεί ακόμα πιο πολύ από τη ζωή, αλλά και να πιστοποιήσει τη ματαιότητά της. Πάντα, όμως, κατέληγε να ζηλεύει τον κηδευόμενο, κυρίως γιατί έζησε και κάποιοι θα τον θυμούνται για αυτό και μόνο. Ναι, αυτό δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει: πόσο εύκολα οι άνθρωποι ξεχνάνε…
Τάνια Λεοντίτση