παραδοσιακά παιχνίδια

 

παιχνιδια2

 

Παλιά ξεχασμένα παιχνίδια !!!

-Παρακολουθώντας κανείς τα σημερινά παιδιά, να βυθίζονται όλο και περισσότερο στους υπολογιστές, σε παιχνίδια που τα παρασύρουν μέσα σε πλασματικούς κόσμους, σκέπτομαι την εποχή που ήμουν στην ηλικία τους και αλωνίζαμε τις αλάνες και τα σοκάκια του χωριού μου, παίζοντας με τα δικά  μας παιχνίδια.

-Η έλλειψη παιχνιδιών, ωθούσε τα παιδιά σε ευρηματικές και αυτοσχέδιες λύσεις για την ψυχαγωγία τους, παιχνίδια μιας άλλης εποχής που ξεθώριασαν στο χρόνο και απλά σήμερα είναι μια γλυκιά ανάμνηση.

-Βέβαια, εάν αναλογιστούμε την μεγάλη χρονολογική διαφορά, η σύγκριση είναι αδύνατη και οι απορίες των παιδιών για αυτά τα παιχνίδια τους δημιουργούν απορίες, χαμόγελα και συμπάθεια. Στα σημερινά παιδιά, τα ξεχασμένα και χαμένα στον χρόνο παιχνίδια των δεκαετιών 1960-1970 αποτελούν μια ωραία ανάμνηση.-
Μακριά γαϊδούρα

-Η μακριά γαϊδούρα παίζονταν από δυο ομάδες αγοριών και ένα άλλο παιδί που έκανε τη μάνα, ο οποίος  στέκονταν όρθιος και ακουμπούσε το πίσω μέρος του σώματός  του σε σταθερό μέρος (τοίχο – δέντρο κ.λ.π.).

-Τα παιδιά της μιας ομάδας έσκυβαν το ένα πίσω από το άλλο  και ο πρώτος απ’ αυτούς

(όπως φαίνεται στην εικόνα) μπροστά από τη μάνα και γίνονταν η μακριά γαϊδούρα (καμάρα). -Τα παιδιά της άλλης ομάδας πηδούσαν πάνω τους με τρόπο, ώστε να μην πέσουν και να υπάρχει χώρος για τους επόμενους. Προσπαθούσαν να φθάσουν όσο πιο μπροστά γίνεται, ώστε όλη η ομάδα να καβαλικέψει και να μην πέσει όλο το βάρος στους τελευταίους της άλλης ομάδας και πέσουν.

-Το πρώτο παιδί που πηδούσε  τραγουδούσε «Αντζουλίνα ματζουλίνα, πόσα είνι τούτα δω» δείχνοντας στην μάνα κάποια δάχτυλα του χεριού του. Ένα παιδί από την άλλη ομάδα  πρέπει να μαντέψει σωστά. Αν μάντευε σωστά ή αν κάποιος έπεφτε από τη γαϊδούρα, τότε έχανε η ομάδα και έπρεπε να αλλάξουν ρόλους, να πάρουν τη θέση  της άλλης ομάδας, αλλιώς συνέχιζαν μέχρι να χάσουν το παιχνίδι και πάει λέγοντας.

 

Σκαμνάκια -Όταν είχανε πολύ λίγο χρόνο για κάποιο παιχνίδι αλλά υπήρχε όρεξη για κάτι γρήγορο, τα σκαμνάκια ήταν ότι καλύτερο. Δηλαδή  έσκυβαν όλα τα παιδιά με τη σειρά και σε απόσταση το ένα από το άλλο περίπου τρία μέτρα  ή και λιγότερο αν δεν υπήρχε χώρος.

-Το τελευταίο παιδί στηρίζοντας  τα χέρια του στις πλάτες των σκυμμένων παιδιών περνούσε από πάνω τους  μέχρι τον τελευταίο, οπότε ερχόταν η σειρά  του για επίκυψη και να συνεχιστεί το παιχνίδι μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για το τέλος του διαλείμματος γιατί συνήθως αυτή τη λίγη ώρα  μπορούσαν να ξεμουδιάσουν και να γελάσουν με τις τούμπες που έκαναν διάφοροι αδέξιοι συμμαθητές τους.

 

Σκλαβάκια

-Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ισοδύναμες ομάδες και οριοθετούν ένα χώρο που τον ονομάζουν «λημέρι». Τα δυο «λημέρια» βρίσκονται σε απόσταση το ένα από το άλλο, ενώ στη μέση χαράσσεται μία γραμμή, το «σύνορο». Όταν δοθεί το σύνθημα, τα παιδιά και των δύο ομάδων τρέχουν προς το «σύνορο» και προσπαθούν να πιάσουν τους αντιπάλους. ΄Όταν τους πιάσουν, τους θεωρούν αιχμαλώτους και τους μεταφέρουν στο «λημέρι» τους. Εκεί οι αιχμάλωτοι «τα σκλαβάκια» περιμένουν τους συμπαίκτες τους να τους ελευθερώσουν.

-Νικήτρια  είναι η ομάδα που θα συλλάβει τους περισσότερους αιχμαλώτους, δηλ. τα περισσότερα «σκλαβάκια».

 

Καμήλα

-Η Καμήλα παίζονταν από δυο ομάδες αγοριών και ένα παιδί από την κάθε ομάδα που ήταν σκυφτή έκανε τον καμηλιέρη.

-Τα παιδιά της μιας ομάδας αγκαλιάζονταν σε κύκλο με τα κεφάλια σκυμμένα προς τα κάτω.

Αυτή ήταν η καμήλα. Τα άλλα παιδιά προσπαθούσαν να ανέβουν στην καμήλα χωρίς να τους κλοτσήσει ο καμηλιέρης. Ο καμηλιέρης  προσπαθεί να χτυπήσει με μια  ζώνη τους αντίπαλους και όποιον  χτυπήσει βγαίνει εκτός παιχνιδιού (καίγεται). Αν ο καμηλιέρης κάψει όλους τους παίχτες τότε κερδίζει η ομάδα του. Άν η καμήλα πέσει, συνήθως από το βάρος ή κακή τοποθέτηση, τότε κερδίζει η ομάδα που προσπαθεί ν”  ανεβεί και συνεχίζεται.

 

Τσιουλίκα (τσιλίκα)

-Η τσιουλίκα  παίζονταν από δυο ομάδες αγοριών. Τα αντικείμενα για να παίξουν ήταν μια πέτρα (περίπου σαν πεπόνι) που ήταν και η βάση (έδρα), ένα  ξύλο (συνήθως από κρανιά) μήκους περίπου 60-80 εκ. (το τσιλικόξυλο)  και ένα άλλο ξύλο μήκους 20 -30 εκ.  περίπου  (την τσιουλίκα). -Τα παιδιά βάζουν σημάδι ρίχνοντας πέτρες και όποιος το πλησιάσει περισσότερο αρχίζει  πρώτος.

-Η τσιουλίκα ξεκινούσε με ένα παιδί από την μία ομάδα να είναι στη θέση της πέτρας (βάση) και με το μεγάλο ξύλο (τσιλικόξυλο) χτυπούσε με δύναμη το μικρό ξύλο (τσιουλίκα) για να φθάσει όσο γίνεται πιο μακριά και να μην την πιάσουν οι παίκτες από την άλλη ομάδα.
-Αν η ομάδα που περίμενε την τσιουλίκα την έπιανε, ήταν ο νικητής και άλλαζαν τους ρόλους. Αν δεν την έπιανε προσπαθούσε να χτυπήσει απ’ την θέση που είχε φτάσει η τσιουλίκα την πέτρα, ενώ ο παίκτης που ήταν στη βάση προσπαθούσε με το τσιλικόξυλο να πετύχει την τσιουλίκα.

-Αν δε χτυπήσουν την τσιουλίκα (τσιλίκι), τότε ο κύριος παίχτης χτυπάει την τσιουλίκα (τσιλίκι) με το τσιλικόξυλο (τσιλίκα) του σε μία άκρη του και αυτό ανασηκώνεται ψηλά. Κατόπιν ο παίχτης αν το χτυπήσει μία φορά δυνατά τότε μετράει την απόσταση από το μέρος που το “ριξε μέχρι το σημείο που έπεσε με το τσιλικόξυλό του και όποιο νούμερο βρει, αυτοί είναι οι πόντοι που κέρδισε.

 

Τα φλιούρια (κεραμιδάκια)

-Αποτελείται από δυο ομάδες με τον ίδιο αριθμό παιχτών. Η μία ομάδα προσπαθεί να

γκρεμίσει  τα φλιούρια, ένα πύργο από μικρά κομμάτια κεραμίδας, που βρίσκονται μέσα σε ένα κύκλο, με μια μπάλα, συνήθως από ραμμένα κομμάτια ύφασμα.

-Χωρίζονταν λοιπόν σε δυο ομάδες. Η μια ομάδα έπρεπε να στήσει τα φλιούρια (τις κεραμίδες) το ένα πάνω στο άλλο. -Ένα παιδί ήταν πίσω από τα φλιούρια και μάζευε τη μπάλα που έριχναν από την άλλη ομάδα στην προσπάθειά τους να τα ρίξουν (τον μικρό πύργο από κομμάτια κεραμίδας).

- Αφού τα  έριχναν, η μία ομάδα με την  μπάλα προσπαθούσε να πετύχει παίχτες από την άλλη ομάδα, να τους κάψει,  οι οποίοι προσπαθούν με τη σειρά τους να στήσουν τα φλιούρια στην αρχική τους θέση.

-Όποιος καίγονταν  έβγαινε από το παιχνίδι. Όταν καίγονταν όλοι τελείωνε και το παιχνίδι. -Αν η αντίπαλη ομάδα προλάβαινε να χτίσει τον πύργο πριν τους κάψουν, ήταν αυτοί νικητές..

 

Γκαντρανάρι

-Αποτελεί ένα είδος κρυφτού. Μετά από κλήρωση βγαίνει το παιδί που θα φυλάει  και  αντί να μετράει μέχρι τα 100 κυνηγάει ένα κονσερβοκούτι (γκαντρανάρι) το οποίο κλοτσάγανε και μέχρι να το ξαναβάλει στη θέση του τα άλλα παιδιά έτρεχαν να κρυφτούν.

-Αυτός που φυλάει πρέπει να τους βρει και να τους φτύσει στο γκαντρανάρι. Οι αντίπαλοι παίχτες πρέπει να κρυφτούν και όταν βρουν την κατάλληλη ευκαιρία πρέπει να τρέξουν και να κλωτσήσουν το γκαντρανάρι. Έτσι έχουν την ευκαιρία να κρυφτούν ξανά και να ελευθερώσουν τους συμπαίκτες τους που είχαν καεί. Το παιχνίδι τελείωνε όταν τους έβρισκε όλους χωρίς να κλοτσήσουν το γκαντρανάρι. Τον πρώτο που έβρισκε τον έβαζε στη θέση του την επόμενη φορά.

Σαλίγκαρος  

-Με ένα ξύλο, μια κεραμίδα ή ένα αιχμηρό αντικείμενο  χαράζουν στο έδαφος ένα σαλίγκαρο και με κλήρωση ορίζουν πιο παιδί θα παίξει πρώτο και θα χαράξει τα “πατήματα”.

-Το πρώτο παιδί αρχίζει το κουτσό, πετώντας το κεραμίδι του στο πρώτο πάτημα. Εκεί θα πηδήσει  κουτσοπόδι και πάλι  κουτσοπόδι  θα σπρώξει το κεραμίδι του στο δεύτερο πάτημα κ.ο.κ. ως το κέντρο του σαλίγκαρου, όπου έχει δικαίωμα να πατήσει και με τα δυο πόδια για να ξεκουραστεί λίγο. Κατόπιν επιστρέφει με τον ίδιο τρόπο.
-Αν φτάσει έξω ομαλά, τότε κάνει ένα γύρο. Αν είτε το κεραμίδι του πέσει στη διαχωριστική γραμμή, είτε το πατήσει αυτό, είτε πατήσει κάτω και με τα δύο πόδια, τότε βγαίνει από το παιχνίδι και αρχίζει το δεύτερο. Κερδίζει όποιο παιδί κάνει τους περισσότερους γύρους.

Κολοκυθιά

-Οι παίκτες – από 5 ως 10 – κάθονται γύρω – γύρω και βγάζουν έναν αρχηγό, συνήθως από τα πιο μεγάλα απ” τα παιδιά. Καθένας απ” τους παίκτες παίρνει έναν αριθμό.

-Αυτό γίνεται κατά 2 τρόπους: Ή εκείνος που κάθεται στ” αριστερά του αρχηγού, παίρνει τον

αριθμό 1  κι ο διπλανός του το 2  κι έτσι ως το τέλος, ή ο καθένας παίρνει όποιο αριθμό του αρέσει, που δεν πρέπει όμως να είναι μεγαλύτερος, απ” όσα είναι στο σύνολό τους τα παιδιά. Έτσι π.χ. αν τα παιδιά είναι 9, δεν πρέπει κανείς να πάρει τον αριθμό 11. Κάθε παίκτης πρέπει να θυμάται καλά τον αριθμό του, γιατί απ” αυτό θα εξαρτηθεί αν θα κερδίσει ή θα χάσει.

Πρώτος μιλάει ο αρχηγός και λέει:
- Έχω μια κολοκυθιά που κάνει 5 (π.χ.) κολοκύθια!

-Μόλις αναφέρει αυτόν τον αριθμό, εκείνος που έχει το 5, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να πει:

- Και γιατί να κάνει  πέντε;

- Και πόσα θέλεις να κάνει; Ρωτάει ο αρχηγός.

- Να κάνει (π.χ.) 2.

Μόλις ακούσει τον αριθμό του εκείνος που έχει το δύο, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να πει: «Και γιατί να κάνει δύο;» και το παιχνίδι συνεχίζεται μ” αυτόν τον τρόπο.

-Αν κανείς ακούσει τον αριθμό του και δεν σηκωθεί ή σηκωθεί ακούγοντας τον αριθμό που έχει άλλος ή πει ανύπαρκτο αριθμό, τότε χάνει και πρέπει να δώσει ενέχυρο. Αυτό το ενέχυρο πρέπει να είναι κάτι το ατομικό του, π.χ. το μαντήλι του, το βραχιόλι του… Όλα αυτά ο αρχηγός τα βάζει κατά μέρος και τα σκεπάζει μ” ένα μαντίλι ή μ” ένα κομμάτι ύφασμα.

- Όταν τελειώσει το παιχνίδι, ο αρχηγός βάζει το χέρι του κάτω απ” το μαντίλι, τραβάει ένα-ένα τα ενέχυρα και φωνάζει: – Κι αυτός εδώ, τι πρέπει να κάνει;
-Οι άλλοι, όλοι μαζί, φωνάζουν.

-Να λαλήσει σαν πετεινός ή να γκαρίξει σαν γάιδαρος  ή να περπατήσει με τα τέσσερα, ή ότι άλλο σοφιστούν.

-Την τιμωρία αυτή, πρέπει ο τιμωρημένος να τη δεχτεί με κέφι και να κάνει τους άλλους να γελάσουν.

-Επίσης  ο αρχηγός, αν θέλει, δεν περιμένει να τελειώσει το παιχνίδι για να επιβάλλει τις τιμωρίες, αλλά μόλις κάνει κάποιος ένα λάθος, τον βάζουν αμέσως να εκτελέσει την τιμωρία του.

Μπιζζζζζ

-Μαζεύονται τα παιδιά και αποφασίζουν ποιος θα τα «φυλάει». Αυτός λοιπόν κάθεται σ” ένα σκαμνί ή στέκει σκυφτός και βάζει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασχάλη, κρατώντας την παλάμη ανοιχτή προς τα επάνω, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατάει κλειστά τα μάτια του.

-Οι άλλοι παίκτες στέκονται προς τ” αριστερά του και ένας απ” αυτούς τον πλησιάζει, του χτυπάει την ανοιχτή παλάμη και ύστερα απομακρύνεται μαζί με τους άλλους. Όλοι χοροπηδούν γύρω του και στριφογυρίζουν το δάχτυλο τους φωνάζοντας «Μπιζζ!»
-Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον ανακαλύψει, τότε αυτός παίρνει τη θέση του αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.

 

Ήλιος ή βροχή

-Όταν  επρόκειτο  να δημιουργηθούν δύο ομάδες  για κάποιο παιχνίδι και για να διαλέξουν οι δύο αρχηγοί τους συμπαίκτες τους έπαιζαν το «ήλιος και βροχή» . Ο ένας αρχηγός παίρνει μια πλακίτσα (κομματάκι πλακερής πέτρας) τη φτύνει στη μια μεριά (όψη) και ρωτάει τον δεύτερο αρχηγό: Τι θέλεις, ήλιο ή βροχή; (άβρεχη ή βρεγμένη) κι εκείνος δηλώνει. Ο πρώτος ρίχνει στριφτά την πλακίτσα στον αέρα και πέφτει στη γη με τη μια όψη.

-Κερδίζει εκείνος που μάντεψε και έχει το πλεονέκτημα να διαλέξει πρώτος τους συμπαίκτες του.

Η σβούρα

-Η σβούρα είναι ξύλινη σε σχήμα κώνου και στην κάτω άκρη έχει ένα μεταλλικό καρφί.

-Μπορεί να περιστραφεί με δύο τρόπους. Με ένα σχοινάκι που τυλίγεται  γύρω – γύρω από τη σβούρα και τραβιέται απότομα ή στρίβοντας το κεφάλι της με τα δάκτυλα.

-Όποια σβούρα γυρίζει περισσότερη ώρα από τις άλλες είναι νικήτρια.

 

Σπασμένο τηλέφωνο

-Το παιχνίδι παίζεται με όσους παίχτες θέλετε. Τα παιδιά κάθονται στη σειρά και ο πρώτος λέει μία λέξη στο αυτί του δεύτερου, ο δεύτερος στον τρίτο, κ.ο.κ.  έτσι ώστε να φτάσει στον τελευταίο.

-Αν ο τελευταίος βρει την αρχική λέξη, τότε πηγαίνει μπροστά και λέει τη δική του.

 

Τρεις  και το λουρί της μάνας

-Τα παιδιά σχηματίζουν ένα κύκλο, καθισμένα γύρω από ένα παιδί που κάνει τη μάνα και

είναι ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνη βγάζει τη ζώνη της ή ένα λουρί ή σχοινί και πρώτα σχηματίζει μ” αυτό διάφορα σχήματα, π.χ. ένα αχλάδι, ένα μήλο, ένα καλάθι κλπ.

-Τ” άλλα πρέπει να μαντέψουν τι παριστάνει. Όποιο το βρει, του δίνει η μάνα το λουρί και τότε εκείνο έχει το δικαίωμα να σηκωθεί και να κυνηγήσει τ” άλλα παιδιά.

-Η μάνα μένει στη θέση της και κάθε τόσο φωνάζει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! ». Εκείνος που κρατεί το λουρί, συνεχίζει το κυνήγι του κι αν κτυπήσει κανένα παιδί, τότε εκείνο βγαίνει απ” το παιχνίδι.

-Αν όμως η μάνα φωνάξει: «Τρεις και το λουρί της μάπας! », τότε αυτός που κυνηγάει, πρέπει αμέσως να γυρίσει πίσω και να παραδώσει το λουρί στη μάνα, αλλιώς τα άλλα παιδιά έχουν το δικαίωμα να τον πάρουν στο κυνήγι, να του πάρουν το λουρί και ν” αρχίσουν μ” αυτό να τον χτυπούν.

Σκρόφα (γουρούνα)

-Οι παίκτες χαράζουν πάνω στο έδαφος έναν κύκλο με διάμετρο 3-5 μ. και πάνω στην περιφέρειά του ανοίγουν τόσους λάκκους όσοι είναι οι παίκτες μείον ένα.

-Ανοίγουν επίσης έναν άλλο λάκκο στο κέντρο του κύκλου. Οι λάκκοι είναι τόσοι, ώστε να χωρούν μια μικρή πέτρα στο μέγεθος καρυδιού. Η πέτρα αυτή λέγεται «σκρόφα – γουρούνα».

-Ένας παίχτης, που εκλέχτηκε με κλήρωση, πρέπει να βάλει τη σκρόφα-γουρούνα, σπρώχνοντάς την  μ” ένα ραβδί στο λάκκο του κέντρου, ενώ οι υπόλοιποι παίχτες τον εμποδίζουν,  χτυπώντας τη «σκρόφα-γουρούνα» με τα δικά τους ραβδιά.

-Όταν ο οδηγός βάλει τη «σκρόφα-γουρούνα» στο λάκκο του κέντρου, οι υπόλοιποι παίχτες βάζουν τη μια άκρη του ραβδιού τους μέσα σ” ένα λάκκο και ύστερα αλλάζουν λάκκους, πριν το αντιληφθεί ο οδηγός της «γουρούνας».

-Όταν ο οδηγός κατορθώσει να βάλει την άκρη του ραβδιού του σ” ένα λάκκο της περιφέρειας, τότε αυτός που μένει χωρίς λάκκο γίνεται οδηγός της «σκρόφας-γουρούνας» και το παιχνίδι ξαναρχίζει.

 

 

 

 

 

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης