Διάσπαση Ποσοχής

Διάσπαση Ποσοχής

ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΠΡΟΣΟΧΗΣ
Η προσοχή άρχισε να αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος γύρω στα τέλη του προηγούμενου αιώνα με την εμφάνιση και των πρώτων συμπεριφεριστών οι οποίοι ενδιαφέρονταν για τις εκδηλώσεις της συμπεριφοράς , αλλά αντιμετώπιζαν τις εσωτερικές διεργασίες όπως η προσοχή με μεγάλη καχυποψία. Το πραγματικό ενδιαφέρον για τη μελέτη της προσοχής ως γνωστικής διεργασίας εμφανίστηκε το 1958 με το βιβλίο του Broadbend «Perception and Communication». Λίγο αργότερα , το 1969 , ο Moray όριζε την προσοχή ως τη λειτουργία που αφορά κυρίως στην ικανότητα επιλογής ενός μέρους των εισερχομένων ερεθισμάτων (ισιόντων) τα οποία θα υποστούν στη συνέχεια επεξεργασία. Σήμερα ο όρος «προσοχή» χρησιμοποιείται είτε για να εκφράσει αυτή την επιλογή ως προς την επεξεργασία των ερεθισμάτων (συνιστώσα την οποία πρώτος ο W. James είχε τονίσει το 1980) , είτε για να τονίσει την επικέντρωση του ενδιαφέροντός μας.
Αν αναρωτηθούμε τι μας κάνει να είμαστε προσεκτικοί σε ορισμένα πράγματα και όχι σε κάποια άλλα , θα καταλήξουμε ίσως στο συμπέρασμα ότι αυτό συμβαίνει γιατί επιλέγουμε τις πηγές των πληροφοριών οι οποίες σχετίζονται με τις ενέργειες και τις επιδιώξεις μας κατά τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή. Αυτό είναι εν μέρει μόνον αλήθεια , καθώς υπάρχουν ορισμένα ερεθίσματα τα οποία λόγω της φύσης τους προκαλούν την προσοχή μας. Τα ερεθίσματα αυτά είναι μη αναμενόμενα και χαρακτηρίζονται γενικά από το ότι είναι καινούρια, σύνθετα , προκαλούν έκπληξη και έχουν κάποια σχετική ένταση. Πρόκειται για ερεθίσματα τα οποία γεννούν το ερώτημα «τι είναι αυτό» ή «περί τίνος πρόκειται» , αντίδραση από την οποία πηγάζει τελικά η προσοχή. Εξάλλου , από έρευνες σχετικά με τη μνήμη προκύπτει ότι τα ερεθίσματα τα οποία είναι καινούρια και προκαλούν την έκπληξη τα θυμόμαστε καλύτερα από άλλα τα οποία δεν παρουσιάζουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Οι έρευνες οι οποίες ασχολούνται με την προσοχή εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε δύο παράγοντες: Ο πρώτος αφορά στην ικανότητα να συγκεντρώνουμε την προσοχή μας για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποιο ή κάποια ερεθίσματα. Πρόκειται δηλαδή για την ικανότητα να συντηρούμε την προσοχή μας και συνδέεται με τη διέγερση (ή επαγρύπνηση) του οργανισμού και τον βαθμό στον οποίο τη διαθέτει. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη συντηρούμενη προσοχή εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά του ερεθίσματος όπως η ένταση και η διάρκειά του , αλλά και από τα προσωπικά μας κίνητρα. Από σχετικές έρευνες προκύπτει επίσης ότι οι επιδόσεις μας ως προς τη συντηρούμενη προσοχή αυξάνονται ανάλογα με το βαθμό της διέγερσής μας. Αυτό ωστόσο συμβαίνει μόνο μέχρι ένα δεδομένο επίπεδο διέγερσης , πέρα από το οποίο οι επιδόσεις μας όχι μόνον δε βελτιώνονται αλλά σημειώνουν και κάμψη. Φαίνεται , λοιπόν , ότι είμαστε πιο προσεκτικοί όταν διαθέτουμε μια ισορροπία , τέτοια που να μας διατηρεί ούτε πολύ χαλαρωμένους αλλά ούτε και πολύ συγκεντρωμένους στο ερέθισμα. Ο Δεύτερος παράγοντας που σηματοδότησε τις μελέτες για την προσοχή αφορά στην ικανότητά μας να συγκεντρώνουμε επιλεκτικά την προσοχή μας σε ένα μόνο ερέθισμα μεταξύ των πολλών που δεχόμαστε , ή αντίθετα , να μοιράζουμε την προσοχή μας σε διάφορα ερεθίσματα ταυτόχρονα. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για επικεντρωμένη ή επιλεκτική προσοχή και στη δεύτερη για διηρημένη προσοχή.

Σχολιάστε

Top