Το ημερολόγιο ενός Γερμανού στρατιώτη
Το ημερολόγιο ενός Γερμανού στρατιώτη
Ράνια Παπαθανασίου ΣΤ’2
Κυριακή, 6 Απριλίου 1941
Ήρθε ένα γράμμα, ένα απαίσιο γράμμα. Δεν θέλω ούτε καν να το διαβάσω. Λέει, πως είναι από τον γερμανικό στρατό. Ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ελλάδα. Δεν το πιστεύω, ότι αυτοί οι άνθρωποι φτάσανε μέχρι και στην Ελλάδα. Αυτοί οι καημένοι οι Έλληνες τι έχουν περάσει! Όχι, όχι και πάλι όχι, εγώ δεν πρόκειται να βοηθήσω στην υποδούλωση καμίας χώρας από τη Γερμανία. Αύριο το πρωί κιόλας θα πάω να ζητήσω από τον διοικητή να μην πάω γιατί έχω γυναίκα και παιδί, ίσως έτσι να μην χρειαστεί να φύγω για την Ελλάδα. Πάντως ό,τι και αν γίνει εγώ δεν πρόκειται να βοηθήσω σε κάτι απάνθρωπο, δεν υπάρχει περίπτωση.
Δευτέρα, 7 Απριλίου 1941
Μόλις γύρισα από το γραφείο του διοικητή αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Λέει πως όλοι οι Γερμανοί άντρες ηλικίας 16 έως 38 ετών ανελλιπώς θα πάνε στον γερμανικό στρατό για να βοηθήσουν. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα παρά να περιμένω μέχρι αύριο για να φύγω με το τρένο για την Ελλάδα.
Τρίτη, 8 Απριλίου 1941
Ο αποχωρισμός ήταν σκληρός. Δεν άντεχα να τους βλέπω καθώς απομακρυνόταν το τρένο. Και αν δεν ξαναγυρνούσα ποτέ τι θα απογίνονταν η Μαίρη και ο Μάικλ; Οι ώρες μέσα στο τρένο περνάνε βασανιστικά αργά. Η βρωμιά και η εξαθλίωση είναι απίστευτες. Ποντίκια παντού και οι άνθρωποι στριμωγμένοι σαν τις σαρδέλες, δεν αντέχω άλλο. Άντε να περάσουν αυτές οι 6 μέρες να φτάσουμε τουλάχιστον στην Ελλάδα.
Σάββατο, 14 Απριλίου 1941
Μόλις φτάσαμε αντικρίσαμε παιδιά στους δρόμους να περιπλανιούνται παίζοντας, χωρίς να έχουν καταλάβει τι έχει συμβεί. Μετά από 1 ώρα περπάτημα φτάσαμε στο στρατόπεδο. Ήταν ακόμα 20:00 αλλά όλοι ήμασταν τόσο κουρασμένοι που κοιμηθήκαμε αμέσως.
Πέμπτη, 17 Απριλίου 1941
Ξεκινήσαμε αμέσως τις περιπλανήσεις. Μας είπαν, ότι πολλοί από εμάς θα φύγουν από τη Θεσσαλονίκη και θα πάνε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας για αυτό δεν ξέρω πόσο καιρό θα κάνω να σου ξαναγράψω
Κυριακή, 3 Αυγούστου 1941
Είμαι στο τρένο, επιτέλους βρήκα λίγο χρόνο, για να σου γράψω. Αυτή τη στιγμή κατευθυνόμαστε προς την Καλαμάτα. Στριφογυρίζει στο μυαλό μου ένα «ΓΙΑΤΙ;», γιατί να την πληρώνουν αυτοί οι αθώοι άνθρωποι, γιατί να γίνεται πόλεμος, γιατί ο Χίτλερ να πιστεύει πως οι Γερμανοί είναι ανώτερος λαός. Έλαβα το γράμμα σας. Και εμένα μου λείπετε πολύ. Δεν είναι ανάγκη να ανησυχείτε, είμαι καλά.
Σάββατο, 25 Οκτωβρίου 1941
Εδώ και περίπου ένα μήνα περιπλανιόμαστε σε μερικά χωριά της Σπάρτης. Εδώ τα πράγματα είναι καλύτερα από ότι στις πόλεις. Πλέον όπου και να κοιτάξεις στις μεγαλουπόλεις υπάρχουν σκελετωμένα παιδιά και διαλυμένα σπίτι από βόμβες. Τόσοι αθώοι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους απλά γιατί ο Χίτλερ θέλει να κατακτήσει τον κόσμο!
Δευτέρα, 17 Νοεμβρίου 1941
Τώρα πια τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω. Βρισκόμαστε στην Αθήνα. Όλοι βρίσκονται σε κατάσταση απόλυτης εξαθλίωσης. Οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα και τις αρρώστιες. Οι ανθρωπιστικές βοήθειες είναι ανεπαρκείς. Σήμερα το πρωί έκανα κάτι φρικιαστικό που ποτέ δεν πίστευα πως θα κάνω. Ένας Έλληνας παραβίασε τους καινούριους και αυστηρότερους κανονισμούς των Γερμανών και με έβαλαν να τον εκτελέσω. Τους παρακάλεσα να κάνουν μία εξαίρεση αλλά δεν δέχτηκαν…. Θέλω να ξέρετε πως πάντα σας αγαπούσα και θα σας αγαπώ. Αντίο…!
Ύστερα από αυτά τα τελευταία του λόγια έδωσε τέλος στη ζωή του, ζητώντας συγγνώμη από την οικογένειά του, και παίρνοντας μαζί όλες αυτές τις σκληρές εικόνες, εμπειρίες και συνθήκες που είχε ζήσει…
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.