Μέσα από το παραμύθι » Ένας ασπρόμαυρος ζωγράφος» ακούσαμε για κάποιους διάσημους ζωγράφους που ήταν πρότυπα και εμπνευστές για τον Ασπρόμαυρο Φίλμους. Θα θέλαμε λοιπόν να σας τους παρουσιάσουμε!
Πάμπλο Πικάσο
Ο Πάμπλο Πικάσο (Pablo Picasso) ήταν Ισπανός ζωγράφος, με σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση και εξέλιξη της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης.
Γεννήθηκε στη Μάλαγα της Ισπανίας στις 25 Οκτωβρίου του 1881. Πατέρας του ήταν ο Χοσέ Ρούιθ Μπλάσκο, καθηγητής του σχεδίου, και μητέρα του η Μαρία Πικάσο. Άρχισε να ζωγραφίζει από παιδί και σε ηλικία 14 ετών μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης.
Το 1897 πήρε χρυσό βραβείο με τον πρώτο πίνακά του που παρουσίασε στην Ακαδημία. Έχοντας κιόλας κατακτήσει μία τεχνική σταθερή κι αξιόλογη, άρχισε να πλησιάζει τους πρωτοποριακούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής, που επέδρασαν βαθιά στη διαμόρφωσή του.
Το 1904 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με άλλους μεγάλους καλλιτέχνες, όπως ο Ματίζ και ο Χουάν Μιρό. Από το 1912 έως το 1914 τα έργα του Πάμπλο Πικάσο γίνονταν όλο και πιο γνωστά. Στις διεθνείς εκθέσεις του Μονάχου, της Κολωνίας και του Βερολίνου, οι κυβιστικοί του πίνακες βρίσκονταν στην πρώτη σειρά, δημοσιεύονταν στα πρωτοποριακά περιοδικά και οι ανανεωτικές αντιλήψεις του γίνονταν αντικείμενο συζήτησης στα πιο προωθημένα καλλιτεχνικά κέντρα. Σύντομα, το όνομα του έγινε συνώνυμο με το καινούργιο και το τολμηρό.
Ο Πικάσο ως ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και δραματουργός ήταν ιδιαίτερα πολύπλευρος. Η εφευρετικότητα και η ευχέρειά του για πειραματισμούς δυσχεραίνουν την κατάταξή του σε μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική κατηγορία. Αν και οι συνεχείς μεταλλαγές του παρεξηγήθηκαν ως έλλειψη συνέπειας, ο Πικάσο θεωρείται ο πρόδρομος κι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της ζωγραφικής του 20ου αιώνα.
Ως παρακαταθήκη άφησε περίπου 20.000 αυτοτελή έργα του, κάθε μορφής. Κορυφαία στιγμή της καλλιτεχνικής του δημιουργίας αποτελεί η «Γκουέρνικα», ένας πίνακας καταγγελίας για τα εγκλήματα κατά του λαού του στον Ισπανικό πόλεμο
Ο Πάμπλο Πικάσο πέθανε στις 8 Απριλίου του 1973.
Συντάκτες: Άννα, Εύη, Ιωάννης, Γιώργος, Θωμαή- Αθανασία , Λούις
Βίνσεντ Βαν Γκογκ
Ο Ολλανδός ζωγράφος Βίνσεντ Βαν Γκογκ με τον περιπετειώδη βίο και το τραγικό τέλος είναι μια θρυλική μορφή στην ιστορία της τέχνης. Ενταγμένος από τους τεχνοκριτικούς στο κλίμα του μετα-ιμπρεσιονισμού, άσκησε με το έργο του τεράστια επιρροή στην τέχνη του 20ου αιώνα.
Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου 1853 στο Ζίντερτ της Νότιας Ολλανδίας. Γιος πάστορα, δούλεψε, αρχικά, σε μια εταιρία εμπορίου πινάκων στη Χάγη, το Λονδίνο και το Παρίσι. Στη συνέχεια, έγινε δάσκαλος στην Αγγλία, ιεραπόστολος στους μεταλλωρύχους του Μπορινάζ, στο Βέλγιο, και τελικά, το 1880, ζωγράφος. Υπήρξε κατά βάση αυτοδίδακτος και μόνο ένας εξάδελφός του καλλιτέχνης, ο τοπιογράφος Άντον Μοβ, τού έμαθε ορισμένα τεχνικά στοιχεία της ελαιογραφίας και της υδατογραφίας.
Το 1886, έφυγε από την Ολλανδία και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου και έζησε μαζί με τον αδελφό του Τεό, έμπορο τέχνης και προστάτη καλλιτεχνών. Εντυπωσιασμένος από το έργο και την προσωπικότητα των ζωγράφων αυτών, ο Βαν Γκογκ συνέλαβε την ιδέα ενός «εργαστηρίου του Νότου», στο Αρλ, όπου θα δούλευαν από κοινού οι πρωτοπόροι καλλιτέχνες της εποχής. Το 1888, εγκαταστάθηκε πράγματι στο Αρλ, αλλά ο μόνος ζωγράφος που πείστηκε να τον ακολουθήσει ήταν ο Γκογκέν.
Ένας άγριος καυγάς ανάμεσα στους δύο τους προκάλεσε την πρώτη του κρίση τρέλας, κατά τη διάρκεια της οποίας έκοψε το αυτί του. Δύο χρόνια αργότερα, στις 29 Ιουλίου 1890 αυτοκτόνησε, έχοντας πουλήσει έναν μόνο πίνακα σε όλη του τη ζωή!
Μέσα σε σχεδόν μια δεκαετία ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε 2.100 πίνακες, μεταξύ αυτών και 860 ελαιογραφίες, τις πιο πολλές στα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του. Το έργο του περιλαμβάνει τοπία, νεκρές φύσεις, πορτρέτα και αυτοπροσωπογραφίες.
Τα δυόμισι τελευταία χρόνια της ζωής του, ζωγράφισε εκατοντάδες πίνακες, ανάμεσα στους οποίους και τα πασίγνωστα έργα του «Αυτοπροσωπογραφία», «Ηλιοτρόπια», «Νύχτα με άστρα» κ.α
Συντάκτες Βίκτωρας, Θοδωρής, Βαγγέλης, Παναγιώτης, Ευαγγελία, Ορέστης
Λεονάρντο Ντα Βίντσι
Ζωγράφος, γλύπτης, εφευρέτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός και επιστήμονας, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (Leonardo da Vinci) αποτελεί την προσωποποίηση του Αναγεννησιακού ανθρώπου. Νόθος γιος του δικηγόρου Πιέρο ντα Βίντσι και της χωρικής Κατερίνας, γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1452 στην πόλη Αντσιάνο, κοντά στο Βίντσι της Ιταλίας. Το πλήρες όνομα του ήταν «Leonardo di ser Piero da Vinci».
Ο Λεονάρντο μεγάλωσε με τον πατέρα του στην πόλη της Φλωρεντίας, όπου από πολύ μικρή ηλικία έδειξε δείγματα της ευφυΐας και του καλλιτεχνικού του ταλέντου. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών στάλθηκε ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο του φλωρεντίνου ζωγράφου και αρχιτέκτονα Αντρέα ντελ Βερόκιο, στο πλάι του οποίου παρέμεινε έως το 1480.
Αυτή την περίοδο έγιναν και οι πρώτες δημιουργίες του, στις οποίες αναδεικνύεται το ταλέντο του στο σχέδιο, αλλά και η πειθαρχημένη προσοχή του στη λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο σχέδιό του, που απεικονίζει ένα τοπίο απ’ την κοιλάδα του ποταμού Άρνου και ολοκληρώθηκε στις 5 Αυγούστου του 1473.
Κατά διαστήματα, ο Λεονάρντο συνέτασσε μικρούς καταλόγους των έργων του, από τους οποίους γνωρίζουμε πως στα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Φλωρεντία ζωγράφισε αρκετούς πίνακες με την Παναγία. Παράλληλα, όμως, πειραματίστηκε και με φανταστικά θέματα που του επέτρεπαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό να εκφραστεί
Ήδη από τη δεκαετία του 1470, ο ντα Βίντσι φαίνεται πως είχε καθιερωθεί ως σημαντικός ζωγράφος. Η περίοδος μέχρι το 1482 αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την πρώτη εποχή της δημιουργίας του.
Το 1482 ο Λεονάρντο ντα Βίντσι μετακομίζει στο Μιλάνο, μία από τις σπουδαιότερες ευρωπαϊκές πόλεις της εποχής, επιχειρώντας ένα νέο ξεκίνημα ως καλλιτέχνης
Η περίφημη Τζοκόντα. θεωρείται το γνωστότερο έργο του Λεονάρντο κι ένας από τους διασημότερους του κόσμου, ιδιαίτερα μετά την κλοπή του από το Λούβρο το 1911 και τη μυστηριώδη εύρεσή του στη Φλωρεντία το 1913.
Επίσης, εργάστηκε ως αρχιτέκτονας και συνέβαλε στην επέκταση του αρδευτικού συστήματος. Με την ιδιότητα του ζωγράφου και μηχανικού, ανέλαβε τη δημιουργία ενός αγάλματος για τον στρατηγό Giangiacomo Trivulzio, διοικητή των γαλλικών στρατευμάτων που κατέλαβαν το Μιλάνο. Ούτε αυτό το έργο, όμως, ολοκληρώθηκε ποτέ. Πέθανε το 1519.
Συντάκτες: Όλια, Δούκισσα, Απόστολος, Ευγενία, Βασιλική
Κλοντ Μονέ, ο ιδρυτής του γαλλικού ιμπρεσιονισμού
Γεννήθηκε το 1840 στο Παρίσι και ξεκίνησε να ζωγραφίζει από πολύ μικρός τους καθηγητές και τους γείτονες του. Πήγε σε σχολή καλλών τεχνών και πουλούσε καρικατούρες τοπικών αρχόντων. Η μητέρα του ενθάρρυνε το έργο του, αλλά ο πατέρας του, ιδιοκτήτης μανάβικου, ήθελε να επικεντρωθεί στην οικογενειακή επιχείρηση. Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1857, εγκατέλειψε το σπίτι του, έμεινε με την θεία του και παρά τις επιθυμίες του πατέρα του, ξεκίνησε σπουδές στην ζωγραφική.
Το 1861 στρατολογήθηκε. Αναγκάστηκε να μπει σε τάγμα και να πάει από το Παρίσι στην Αλγερία, μια χώρα που τότε ήταν υπό γαλλικό έλεγχο. Ο πατέρας του προθυμοποιήθηκε να πληρώσει τα χρήματα για την αποδέσμευσή του αν εγκατέλειπε την ζωγραφική, αλλά ο Μονέ αρνήθηκε. Μετά το πρώτο από τα επτά χρόνια υπηρεσίας του, ο ζωγράφος αρρώστησε από τυφοειδή πυρετό. Η θεία του πλήρωσε για να φύγει από τον στρατό και τον έβαλε σε σχολή καλών τεχνών στο Παρίσι.
Τα τέλη των είκοσι ο Μονέτ ήταν απογοητευμένος με την Ακαδημία, το γαλλικό καλλιτεχνικό ίδρυμα. Μισούσε να κοπιάρει έργα τέχνης του Λούβρου και πίνακες με θέμα την αρχαία Ελλάδα και Ρωμαϊκούς μύθους. Παρότι προσπάθησε να βάλει την δική του πινελιά στην Ακαδημία, σχεδόν όλα τα έργα του απερρίφθησαν. Σε βαθιά κατάθλιψη και μη μπορώντας να στηρίξει οικονομικά τον εαυτό και την οικογένειά του, ο Μονέ πήδηξε από γέφυρα το 1868. Σώθηκε της πτώσης στον Σηκουάνα και ξεκίνησε να περνά χρόνο με άλλους καλλιτέχνες που είχαν την ίδια στάση απέναντι στην Ακαδημία.
Στα τέλη των εξήντα ο Μονέ ξεκίνησε να αντιμετωπίζει προβλήματα με την όρασή του. Το 1912 διαγνώστηκε με καταρράκτη και αργότερα με αδυναμία όρασης όλων των χρωμάτων. Μια δεκαετία αργότερα ανακηρύχτηκε επισήμως τυφλός, αλλά συνέχισε να ζωγραφίζει εκ μνήμης για έναν ακόμη χρόνο. Οι κριτικοί τον κορόιδεψαν για τους θολούς πίνακες του τονίζοντας πως το ιμπρεσιονιστικό του ύφος ξεπήδησε από την αδυναμία όρασης που είχε και όχι λόγω της καλλιτεχνικής του ευφυΐας.
Συντάκτες: Αντωλίνα, Αντωνία, Βασίλης, Ανθή- Ελένη, Στεφανία-Βασιλική
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος -Ελ Γκρέκο
Σπουδαίος ζωγράφος της Αναγέννησης, με καταγωγή από την Κρήτη, αναμφίβολα μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας τέχνης. Έζησε και δούλεψε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην Ισπανία, εξ ου και το προσωνύμιο El Greco (Ο Έλληνας), με το το οποίο είναι, επίσης, γνωστός.
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε το 1541 στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) της Ενετοκρατούμενης Κρήτης, από εύπορους γονείς. Χωρίς να είναι γνωστά πολλά πράγματα για τους δασκάλους και την καλλιτεχνική μαθητεία του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε τη δυνατότητα να σπουδάσει βυζαντινή ζωγραφική στη γενέτειρά του και να εξοικειωθεί με τη δυτική τέχνη.
Το 1567 ταξίδεψε στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Βενετία, όπου παρέμεινε επί τριετία και μαθήτευσε στα εργαστήρια των ζωγράφων Μπασάνο, Τιτσιάνο και Τιντορέντο, ενώ ζωγράφισε πίνακες, όπως «Ο Διωγμός των εμπόρων από το Ναό».
Το 1570 εγκατέλειψε τη Βενετία και πήγε να εργαστεί στη Ρώμη. Στην Αιώνια Πόλη διεύρυνε τον κύκλο των γνωριμιών του και απέκτησε τέτοια αυτοπεποίθηση για την τέχνη του, ώστε να υποστηρίξει ότι αν καταστρέφονταν οι τοιχογραφίες της «Καπέλα Σιξτίνα» που είχε ζωγραφίσει ο Μιχαήλ Άγγελος, θα μπορούσε αυτός να κάμει καλύτερες. Η παρατήρησή του αυτή θεωρήθηκε τότε βλασφημία και επιτάχυνε την απόφασή του να εγκαταλείψει τη Ρώμη και σε συνδυασμό με τις γνωριμίες του στον κύκλο των Ισπανών ευγενών της Ρώμης να εγκατασταθεί αρχικά στη Μαδρίτη (1576) και τον επόμενο χρόνο στο Τολέδο.
Στην ισπανική αυτή πόλη η καλλιτεχνική του παραγωγή έφθασε στην κορύφωσή της. Διακόσμησε με πίνακες τον ναό του Αγίου Δομηνίκου, το ανάκτορο του Εσκοριάλ και τη μητρόπολη του Τολέδου. Σπουδαίοι πίνακες του είναι η «Ανάληψη της Θεοτόκου», «Η Αγία Τριάδα», «Η Ανάσταση του Σωτήρος», «Το μαρτύριο του Χριστού», «Εσπόλιο» (σκηνή από τα πάθη του Χριστού), «Ο Λαοκόων» και «Η Πεντηκοστή».
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος πέθανε στις 7 Απριλίου του 1614, σε ηλικία 73 ετών και τάφηκε στο ναό του Αγίου Δομήνικου στο Τολέδο.
Για πολλά χρόνια το όνομά του έμεινε στην αφάνεια και οι πίνακές του σε εκκλησίες και παλάτια της Ιταλίας και της Ισπανίας θεωρούνταν ως έργα κάποιου τρελού. Από τις αρχές του 20ου αιώνα το έργο του άρχισε να αναγνωρίζεται και σήμερα θεωρείται ένας από τους κορυφαίους εικαστικούς καλλιτέχνες όλων των εποχών, που επηρέασε ζωγράφους της μοντέρνας τέχνης, όπως ο Πάμπλο Πικάσο.
Συντάκτες: Μαγδαληνή, Θανάσης, Δημήτρης, Ελένη-Ιωάννα
Μιχαήλ Άγγελος
Ο Μιχαήλ Άγγελος γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1475 και πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου 1564. Ήταν Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας και ποιητής της Αναγέννησης.
Έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς στην ιστορία της τέχνης, καθώς άσκησε σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού.
Από τα σημαντικότερα έργα του ήταν οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για το Παπικό παρεκκλήσιο του Βατικανού (Καπέλα Σιξτίνα), το άγαλμα του Δαβίδ και η Πιετά (αποκαθήλωση) στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη.
Το πλήρες όνομά του ήταν Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni. Ο Μιχαήλ Άγγελος γεννήθηκε στο Καπρέζε της Ιταλίας, μια κωμόπολη 60 χλμ. μακριά από τη Φλωρεντία η οποία σήμερα, προς τιμήν του, λέγεται Καπρέζε Μικελάντζελο. Η εμφανής κλίση του στη ζωγραφική οδήγησε τον πατέρα του να τον στείλει να μαθητεύσει σε εργαστήρια καταξιωμένων ζωγράφων, ενώ θεωρείται ότι σε μεγάλο βαθμό ήταν αυτοδίδακτος.
Διδάχθηκε την τέχνη της γλυπτικής από τον γλύπτη Μπρετόλντο ντι Τζοβάνι. Σε ηλικία 17 ετών φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι του Σάντο Σπίριτο, όπου είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει γνώσεις ανατομίας, μελετώντας τα πτώματα του γειτονικού νοσοκομείου. Οι γνώσεις αυτές συνέβαλαν στην λεπτομερή απεικόνιση των σωμάτων στα γλυπτά του. Σε ανταπόδοση της φιλοξενίας, ο Μιχαήλ Άγγελος φιλοτέχνησε έναν ξυλόγλυπτο Εσταυρωμένο (το 1493), έργο το οποίο δώρισε στο μοναστήρι.
Μετά από πρόσκληση του Πάπα Ιουλίου Β’, ανέλαβε τη διακόσμηση του θόλου του Παπικού Παρεκκλησίου (Καπέλα Σιξτίνα) και το χρονικό διάστημα των 4 ετών που χρειάστηκαν για να ολοκληρωθεί το έργο (1508 – 1512) ο Μιχαήλ Άγγελος δεν βγήκε από το ναό. Έζησε βίο λιτό και ο ίδιος είχε δηλώσει: «Όσο πλούσιος κι αν έγινα, έζησα πάντα ως φτωχός».
Υπήρξε ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν τον θάνατό του, στους «Βίους» του Τζόρτζιο Βαζάρι, ο οποίος αναφέρει ότι είχε γράψει στη διαθήκη του ότι αφήνει «την ψυχή του στο Θεό, το σώμα του στη γη και τα υλικά αγαθά στους πιο κοντινούς συγγενείς».
Συντάκτες: Θανάσης, Συνοδή-Μαρία, Ελένη, Δημήτρης