ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ
.jpg)
Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος, Χρόνης Μίσσιος
“Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό.
Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος.
Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη.
Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής.
Να μπορείς να παραμείνεις Άνθρωπος με τρυφερότητα.
Με το δικό σου βλέμμα.”
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής, Οδυσσέας Ελύτης
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρυνές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα
Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Το μικρό αυτό διήγημα λοιπόν, «Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου» δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι αποτελεί μια συνοπτική ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας από τις απαρχές της μέχρι σήμερα. Μιας κοινωνίας που ξεκίνησε σαν ένας μικρός παράδεισος, χωρίς τάξεις, με κοινοκτημοσύνη στα αγαθά, με δημοκρατία, χωρίς ζήλιες, με ερωτικές σχέσεις χωρίς διαστροφές και χωρίς το σαδισμό και το μαζοχισμό της σύγχρονης κοινωνίας που τότε ήταν άγνωστες έννοιες.
Μια κοινωνία χωρίς ιδιοκτησίες, όπου οι λέξεις δικό μου, δικό σου δεν υπήρχαν ακόμα στο λεξιλόγιο της, η αγάπη στον συνάνθρωπο, στη ζωή, στα δένδρα, στη φύση γενικά ήταν αυτονόητη, που στην πορεία της όμως εκφυλίστηκε αποσυντέθηκε, έγινε ταξική, άρχισαν πόλεμοι, ζήλιες, διαμάχες, διαστροφές, ιδιοκτησίες, θρησκεία που κάθε μια διεκδικούσε την αιώνια αλήθεια της αφήνοντας στη μνήμη των ανθρώπων μια μακρινή θαμπή ανάμνηση ενός χαμένου παράδεισου.
Απόσπασμα
«…Είμαι ένας άνθρωπος γελοίος. Τώρα με λένε τρελό. Θα ήταν τίτλος τιμής αν γι’αυτούς δεν εξακολουθούσα να είμαι το ίδιο γελοίος. Αλλά δεν δυσανασχετώ πια, όλος ο κόσμος μου είναι αρκετά συμπαθής, ακόμη κι όταν με κοροϊδεύουν και θα έλεγε κανείς, πως τότε ίσα ίσα μου είναι συμπαθής. Θα γελούσα κι εγώ μαζί με αυτούς ευχαρίστως, όχι τόσο για μένα, αλλά για να τους κάνω ευχαρίστηση, αν δεν δοκίμαζα τόση θλίψη κοιτάζοντάς τους. Θλίψη να βλέπω πώς δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που γνωρίζω εγώ. Τι σκληρό είναι να την γνωρίζεις μόνος εσύ! Αλλα δεν θα καταλάβουν, όχι, δεν πρόκειται να καταλάβουν.
Άλλοτε υπέφερα πολύ να περνώ για γελοίος δεν φαινόμουν. Ήμουνα. Υπήρξα πάντα γελοίος και ξέρω ότι αναμφίβολα είμαι από γεννησιμιού μου. Θα μουν δε θα μουν επτά μόλις χρονών όταν κατάλαβα πως ήμουνα γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο πανεπιστήμιο –και όσο σπούδαζα τόσο περισσότερο καταλάβαινα πόσο ήμουν γελοίος.
Έτσι που όλη η πανεπιστημιακή μου μόρφωση φαινόταν να μην υπάρχει παρά για να μου δείξει και να μου εξηγήσει, όσο εντρυφούσα σ’αυτήν, πως ήμουν γελοίος. Χρόνο το χρόνο, βεβαιωνόμουνα όλο και περισσότερο ότι από κάθε άποψη παρουσίαζα ένα γελοίο πρόσωπο.
Όλος ο κόσμος με κορόιδευε παντού και πάντα. Αλλά κανενός δεν πέρναγε από το μυαλό ότι αν υπήρχε κάποιος στον κόσμο που ήξερε πιο καλά από όλους ότι είμαι γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουνα εγώ. Κι αγανακτούσα που κανείς δεν το φανταζόταν. Σε αυτό φταίω και εγώ, η αλαζονεία μου με εμπόδιζε πάντα να ομολογήσω το μυστικό μου.
Αυτή η αλαζονεία αυξανόταν με τα χρόνια, και αν αφηνόμουν μπροστά σε οποιονδήποτε να αναγνωρίζω πως ήμουν γελοίος, πιστεύω πως το ίδιο κιόλας βράδυ θα είχα τινάξει τα μυαλά μου με μια πιστολιά. Έφηβος σαν ήμουν, πόσο είχα υποφέρει στη σκέψη ότι δεν θα μπορούσα να αντισταθώ, ότι ξαφνικά θα όφειλα να το ομολογήσω στους συντρόφους μου. Αλλά όταν ενηλικιώθηκα, αν και από χρόνο σε χρόνο είχα βεβαιωθεί ακόμη περισσότερο για την τρομερή ιδιομορφία μου, κατάφερα για τον άλφα ή βήτα λόγο να ηρεμήσω. Ακριβώς επειδή ως τότε αγνοούσα το γιατί και το πώς.
Ίσως το όφειλα σε αυτή την απέραντη μελαγχολία που κυρίευσε την ψυχή μου ύστερα από κάποιο γεγονός απροσμέτρητα ανώτερό μου, δηλαδή: την πεποίθηση που είχα μόνιμα από τότε, ότι εδώ κάτω τα πάντα είναι χωρίς σημασία. Το υποψιαζόμουν αυτό από πολύ καιρό αλλά ξαφνικά βεβαιώθηκα απόλυτα.
Ένιωσα απότομα ότι θα μου ήταν αδιάφορο αν ο κόσμος υπήρχε ή αν δεν υπήρχε πουθενά τίποτε. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι και να αισθάνομαι ότι κατά βάθος τίποτε δεν υπήρχε για μένα. Ως τότε νόμιζα πάντα ότι πολλά πράγματα υπήρξαν πριν από μένα.
Τώρα αντιλαμβανόμουν ότι τίποτε δεν υπήρχε πριν, ή μάλλον ότι δεν υπήρχε παρά φαινομενικά. Σιγά σιγά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ποτέ δεν υπήρξε τίποτε. Έπαψα τότε να ερεθίζομαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μη τους προσέχω καθόλου. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν ακόμη και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της ζωής: μου συνέβαινε, λόγου χάρη, περπατώντας στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω τους.
Όχι γιατί με είχαν απορροφήσει οι σκέψεις, γιατί τότε δεν θα σκεφτόμουν όσα σκέφτομαι: τα πάντα μου ήταν αδιάφορα. Να μπορούσα τουλάχιστον να βρω τη λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Και ο Θεός ξέρει πόσες λύσεις είχα προτείνει! Αλλά, επειδή αδιαφορούσα για όλα, πήγαν και τα προβλήματα στο βρόντο.
Να όμως που ξέρω την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια την έμαθα τον περασμένο Νοέμβρη, στις τρεις Νοεμβρίου ακριβώς, και από τότε την έχω σταθερά χαραγμένη στη μνήμη μου…»
Γράμμα στα παιδιά του κόσμου, Βανέγκεμ
«Η επιθυμία που πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς έχει κάθε πιθανότητα να εκπληρωθεί».
ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΝΕΑ ΠΝΟΗ ΠΟΥ ΔΙΕΓΕΙΡΕΙ -όχι μόνο στα παιδιά και τα εγγόνια μου, αλλά και σε ολοένα και περισσότερους νέους ανθρώπους- τη θέληση να θέσουν τις βάσεις για πραγματικές ανθρώπινες αξίες (την αλληλεγγύη, τη δημιουργικότητα, τη γενναιοδωρία, τη γνώση, την επανεφεύρεση του έρωτα, τη συμμαχία με τη φύση, τη γιορτινή γοητεία της ζωής), σε ρήξη με τις πατριαρχικές αξίες (την ηγεμονία, τη θυσία, την εργασία, την ενοχή, τη δουλεία, την πελατειακή σχέση, τη συγκράτηση και απώθηση των συναισθημάτων), οι οποίες ουσιαστικά βασίζονται στην αρπακτικότητα, το χρήμα, την εξουσία και αυτόν τον διαχωρισμό από το είναι, απ όπου πηγάζουν ο φόβος, το μίσος και η περιφρόνηση του άλλου.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΑΓΝΟΟΥΝ κατ” επάγγελμα, μια ζωντανή κοινωνία οικοδομείται παράνομα κάτω από τη βαρβαρότητα και τα ερείπια του παλαιού κόσμου. Δεν είναι ανώφελο να δείξουμε με ποιο τρόπο εκδηλώνεται και πώς θα προχωρήσει.
ΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ μπροστά στα μάτια σας. Είχατε το προνόμιο να γεννηθείτε σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας. Μια εποχή όπου όλα αλλάζουν, όπου τίποτα πλέον δεν θα είναι όπως πριν. Η τύχη είναι εξαιρετική, η περίσταση επίφοβη. Γιατί, όσο ευεργετική κι αν προαναγγέλλεται, κάθε αλλαγή υπόκειται σε αβεβαιότητες, δισταγμούς, αδεξιότητες. Ο εύθραυστος χαρακτήρας της την εκθέτει σε συγχύσεις που μπορεί να αλλοιώσουν την αξία της.
ΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΣΑΣ ΒΑΡΑΙΝΕΙ ΑΚΟΜΗ ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ ενός απάνθρωπου παρελθόντος. Απ’ αυτό το παρελθόν, δεν πιστεύω ότι είμαι ο μόνος που θέλει να απαλλαγεί. Στον ανελέητο πόλεμο που μαίνεται ανάμεσα στο παλιό και το νέο, εσείς ξεπροβάλλετε καταμεσής του πεδίου της μάχης. Ένας πολιτισμός καταρρέει, ένας άλλος γεννιέται.
ΣΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΕΝΟΣ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ προστίθεται μια ασύγκριτη ευτυχία: η παρακολούθηση της αργής ανάδυσης μιας κοινωνίας που όμοιά της δεν γνώρισε ποτέ η ιστορία -εκτός αν η ελπίδα, που τρέφουν χιλιάδες γενιές, να διαγάγουν μια μέρα μιαν ύπαρξη αντάξια ενός ανθρώπινου όντος, μιαν ύπαρξη που θα είναι επιτέλους απαλλαγμένη από την εξαθλίωση, τη βαρβαρότητα και το φόβο, είναι μια τρελή ελπίδα.
ΑΠΕΛΠΙΖΟΜΑΣΤΑΝ ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΠΑΝΤΟΤΕ αυτό που συνήθως θεωρείτο χίμαιρα ή ουτοπία, και να που η πραγματικότητά της υλοποιείται στο εξής μπροστά στα μάτια μας. Μια νέα κοινωνία αναφαίνεται σιγά-σιγά μέσα από την ομίχλη. Ακόμη δεν είναι παρά ένα πρόπλασμα όπου οι καλύτερες προθέσεις συμβαδίζουν με τις χειρότερες. Δεν είναι μόνο ότι βρίσκεστε μπροστά σε μιαν άμορφη μάζα από την οποία μπορείτε να δημιουργήσετε ένα ζωντανό και αρμονικό γλυπτό° αποτελείτε τμήμα της.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΜΟΝΑΧΙΚΗ και συγχρόνως αλληλέγγυα εμπειρία, θα είστε μόνοι σας όταν την αποτολμήσετε, μολονότι πολλοί άλλοι θα βρεθούν στο πλάι σας, απασχολημένοι κι αυτοί με το «σκάλισμα της δικής τους ύπαρξης». Υπάρχει άραγε τίποτε περισσότερο συμβατό με την ιδιότητά μας ως ανθρώπινα όντα από το να συναντηθούμε για να οικοδομήσουμε την ευτυχία μας και την ευτυχία όλων;
ΑΠ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, δεν θα αργήσετε να αντλήσετε ένα τριπλό δίδαγμα: 1. Η επιθυμία που πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς έχει κάθε πιθανότητα να εκπληρωθεί. 2. Τίποτα δεν κατακτήθηκε ποτέ. 3. Προφυλαχθείτε λοιπόν από την αλαζονεία ή την έπαρση. Απόσπασμα από το βιβλίο «Γράμμα στα παιδιά μου και στα παιδιά του κόσμου που έρχεται», εκδόσεις των ξένων.
Ο Ραούλ Βανέγκεμ (4 Σεπτεμβρίου 1934) είναι Βέλγος συγγραφέας και φιλόσοφος. Σπούδασε λατινική φιλολογία στις Βρυξέλλες, δίδαξε στο πανεπιστήμιο και συμμετείχε στην Καταστασιακή Διεθνή από το ’61 ως το ’70. Μέχρι σήμερα έχει γράψει περισσότερα από 30 βιβλία, ανάμεσά τους τα: Βασικές κοινοτοπίες, Η βίβλος των Ηδονών, Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπινου όντος, Η επανάσταση της καθημερινής ζωής. Ο Βανέγκεμ στα έργα του απορρίπτει την ηθική της εργασίας και ασκεί έντονη κριτική στον καπιταλισμό και στο σύγχρονο κόσμο, θεωρώντας ότι οι αυταπάτες εμποδίζουν τη δημιουργία και καλεί σε μια αλλαγή προοπτικής. Ο Βανεγκέμ συνεχίζει να γράφει βιβλία, προωθώντας την ιδέα μιας ελεύθερης και αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας.
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.

