Ένας παράξενος επισκέπτης

Ένας παράξενος επισκέπτης

athanasiadh paraxenos episkeptis

Ο αέρας παγωμένος φυσούσε τα ελάχιστα φύλλα των δέντρων με μανία μέχρι να τα ρίξει κι αυτά και να έχουν την ίδια τύχη με τα άλλα…

Πλέον, ήταν χειμώνας και το χιόνι είχε καλύψει ένα μεγάλο μέρος της περιοχής και τα παιδιά που έτρεχαν και έπαιζαν με αυτό, μαζί με τις ελάχιστες ηλιακές ακτίνες που αχνοφαίνονταν πίσω από τις ψηλές χιονισμένες κορυφές των βουνών, προσέφεραν ένα πραγματικά ειδυλλιακό τοπίο, όχι μόνο στους τουρίστες, αλλά και στους ντόπιους που τέτοιο θέαμα δεν είχαν ξαναδεί.

Πρώτη φορά χιόνιζε μετά από πολλά χρόνια και αυτό αποτελούσε αιτία προβληματισμού για τους κατοίκους της περιοχής. Αντίθετα, για τα παιδιά ήταν ένα πραγματικά πολύ ευχάριστο γεγονός και όσα από αυτά πήγαιναν πρώτη φορά εκεί ένιωθαν πολύ τυχερά. Δύο από αυτά ήταν ο David και η Jennifer που κατάγονταν από την Αγγλία και συγκεκριμένα από την Οξφόρδη. Πρώτη φορά ταξίδευαν στην Ελλάδα και η επιλογή τους να παραθερίσουν στο Ναύπλιο αποδείχθηκε, τελικά, πολύ σωστή. Είχαν αποφασίσει να περάσουν τρεις ημέρες στο Ναύπλιο, ενώ τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας των Χριστουγέννων σε άλλα θαυμαστά μέρη της Ελλάδας. Όταν πια τέλειωναν τα ταξίδια τους, θα γυρνούσαν πίσω στην πατρίδα τους.

Την πρώτη ημέρα διαμονής του David και της Jennifer στο Ναύπλιο συνέβη κάτι απίστευτο, παραπάνω από αληθινό, το οποίο γνώριζαν μόνο τα δύο αδέλφια. Μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους και να τακτοποιηθούν στο ξενοδοχείο, ήρθε η νύχτα που θα έπεφταν για ύπνο. Όλοι αποκοιμήθηκαν κατευθείαν λόγω της κούρασης τους, εκτός από τον David, που η αγωνία του να εξερευνήσει αυτό το μαγικό μέρος τον εμπόδιζε να κοιμηθεί. Έτσι, λοιπόν, σηκώθηκε από το άνετο κρεβάτι του, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός τους και άρχισε να περιπλανιέται στο ξενοδοχείο εξερευνώντας το.

Όταν κατέβηκε έναν-έναν τους ορόφους και έφτασε πλέον στο ισόγειο, όπου ένα τεράστιο, πανύψηλο, γεμάτο στολίδια δέντρο διακοσμούσε την αίθουσα, ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος. Δίστασε να προχωρήσει, έτσι ανέβηκε γρήγορα στο διαμέρισμα όπου έμεναν και, με απαλές αλλά ταυτόχρονα γεμάτες αγωνία και φόβο κινήσεις, ξύπνησε την αδελφή του και της εξήγησε τι συνέβαινε. Όμως, εκείνη, κουρασμένη και νυσταγμένη όπως ήταν, δεν έδωσε σημασία και του είπε ότι μάλλον θα έκανε λάθος, παροτρύνοντάς τον να πάει για ύπνο.

Το επόμενο πρωί που ήταν παραμονή Χριστουγέννων, το αγόρι ήταν πολύ προβληματισμένο, φέρνοντας συνέχεια στο μυαλό του εκείνον τον ήχο που είχε τραβήξει την προσοχή του. Ωστόσο, το μεσημέρι θα έβγαιναν έξω να φάνε και ύστερα θα εξερευνούσαν το μέρος. Οι ώρες περνούσαν ευχάριστα και γεμάτες ενδιαφέρον και ο David είχε ξεχαστεί όσον αφορά τον προβληματισμό του. Όταν, όμως, επέστρεψαν στο ξενοδοχείο και αντίκρισε εκείνο το πελώριο δέντρο, άρχισε ξανά να ανησυχεί.

Το βράδυ, μην αφήνοντας την αδελφή του να κοιμηθεί και τραβώντας την από το χέρι, κατέβηκε μαζί της κάτω, στο ισόγειο. Όταν στάθηκαν μπροστά στο δέντρο, πάλι ακούστηκε εκείνος ο ήχος. Ικανοποιημένος, έτσι, ο David κοίταξε την αδελφή του με μία ίσως υπερηφάνεια. Δίχως δισταγμούς αυτή τη φορά, τα παιδιά πλησίασαν διακρίνοντας γύρω από το δέντρο διάφορα χάρτινα κομμάτια που περιέβαλλαν τα δώρα κάτω από το δέντρο.

Εκεί, λοιπόν, ήταν που ακούστηκε ένας ακόμη πιο δυνατός θόρυβος, σαν να έσπαγε κάτι. Τα παιδιά τινάχτηκαν, αλλά προσπάθησαν να μην φωνάξουν, για να μην ξυπνήσουν τους ανθρώπους που κοιμόντουσαν στο ξενοδοχείο. Τότε, κάνοντας διάφορα νοήματα, συνεννοήθηκαν να πάει ο David από τα αριστερά του δέντρου κατευθυνόμενος στο πίσω μέρος του και η Jennifer από τα δεξιά κατευθυνόμενη και αυτή στο πίσω μέρος του δέντρου.

Περπατώντας σιγά-σιγά διέκριναν ένα μικρό πράσινο πλάσμα με τρία δάχτυλα να ανακατεύει τα δώρα. Τα παιδιά δεν άργησαν να καταλάβουν ότι ήταν ένας καλικάντζαρος, αφού είχαν διαβάσει εκατοντάδες βιβλία σχετικά με αυτά τα πλάσματα. Τότε, διαπίστωσαν μάλιστα ότι ο περίεργος θόρυβος που είχε ακουστεί ήταν το σπάσιμο μίας κατακόκκινης χριστουγεννιάτικης μπάλας.

Ο David και η Jennifer άρχισαν να πλησιάζουν τον μικρό καλικάντζαρο, προσπαθώντας να μην τους καταλάβει, αλλά ήταν πολύ αργά, αφού εκείνος τους είχε ήδη δει. Πριν καν το καταλάβουν, ο καλικάντζαρος είχε χαθεί από τα μάτια τους. Ξαφνικά, τα παιδιά άρχισαν να νυστάζουν και με έναν μαγικό τρόπο βρέθηκαν στα κρεβάτια τους να κοιμούνται.

Το άλλο πρωί ξύπνησαν χωρίς να θυμούνται τίποτα, αλλά έχοντας και τα δύο ένα περίεργο συναίσθημα! Κάπως έτσι, έφτασε η ώρα που θα έπρεπε να αποχωρήσουν από το Ναύπλιο και να κατευθυνθούν προς τον επόμενο προορισμό τους.

Ευχαριστώ θερμά για την ανάγνωση!!!

Βασιλική Α Α1

Σχολιάστε

Top