Πριν τα Χριστούγεννα Χριστούγεννα στα γύρω χωριά

Μανιάκοι

Τα παιδιά μαζευόταν στις 23 Δεκεμβρίου στο σχολείο και έφτιαχναν μια φάτνη που είχε μέσα τον Χριστό, την Παναγία και άχυρα.

παιδικη φατνη

Με τη φάτνη αυτή πήγαιναν στη φωτιά.

Μόλις έσβηνε η φωτιά τα παιδιά βγαίναν για κάλαντα. Οι νοικοκυρες έφτιαχναν τα ¨πτάρια¨

πταρια

Κορησός Κόλεντα

Είναι ένα έθιμο πολύ παλιό που το αγαπάνε όλοι μικροί και μεγάλοι και με χαρά το διατηρούν και περιμένουν κάθε χρόνο να το ζήσουν. Η λέξη Κόλεντα προέρχεται απο τη λατινική λέξη Καλιάντρες που συμβολίζει τα κάλαντα. Η προετοιμασία για τις κόλεντες ξεκινάει περίπου δυο μήνες πριν. Σε κάθε γειτονιά του χωριού οι νέοι, αγόρια κυρίως κάθε ηλικίας, συγκεντρώνουν αγκάθια και ξύλα για να φτιάξουν όσο γίνεται καλύτερη την κόλεντά τους. Μένουν σκοπιές τις νύχτες φυλάγοντας το υλικό τους μέχρι τη μέρα που θα ανάψει η κόλεντα, γιατί στο έθιμο υπάρχει και η κλοπή από τις άλλες γειτονιές! Το στήσιμο της κόλεντας ξεκινάει αρχές του δωδεκαημέρου Τοποθετούν ένα κορμό δέντρου χωρίς τα κλαδιά για βάση » τη μπάμπα» στηρίζοντάς τον στο έδαφος και αρχίζουν να τον ντύνουν με τα αγκάθια που ήδη έχουν συγκεντρώσει ,αφήνοντας το εσωτερικό του κενό σαν σπηλιά! Εκεί μέσα γεμίζουν με άχυρα. Αναπαράσταση της γέννησης και της ζωής! Στις 23 Δεκεμβρίου η νύχτα γεμίζει τραγούδια και χορούς, χαρούμενες φωνές ,ευχές ,φαγητό και ποτό, περιμένοντας τη μεγάλη γιορτή! Επισκέπτες από άλλες περιοχές της Καστοριάς έρχονται να θαυμάσουν τη στημένη κόλεντα σε κάθε γειτονιά και αν έχουν αντοχή περιμένουν μέχρι το ξημέρωμα για να ζήσουν την εμπειρία που είναι μοναδική! Και όταν έρθει το ξημέρωμα της 24ης Δεκεμβρίου παραμονής των Χριστουγέννων και ακουστεί η καμπάνα του χωριού δίνεται το σύνθημα και η κόλεντα ανάβει! Όλες οι γειτονιές φωτίζονται και πάλι χαρούμενες φωνές και οι ευχές διάχυτες, δίνοντας μεγαλύτερη λάμψη στο πιο χαρμόσυνο γεγονός! Μόλις η κόλεντα ανάψει και μέχρι να καεί, τα παιδιά φωνάζουν: Μας είπε ο Χριστός να φωνάζουμε κόλεντα! Τέλος οι χωριανοί συνηθίζουν να παίρνουν ζάρα από την κόλεντα και να ανάβουν το τζάκι ή τη σόμπα στο σπίτι τους για καλοτυχία!
Αντωνίου Όλγα

 Τσάκονη

Την Παραμονή των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές έπλαθαν και έψηναν παραδοσιακά κουλούρια, που θα έδιναν στα μικρά παιδιά που θα ερχόταν για τα κόλιαντα-κάλαντα. Τα παιδιά ξεκινούσαν από νωρίς να τραγουδούν τα κάλαντα. Γυρνώντας στο χωριό μάζευαν κουλούρια, καρύδια, αμύγδαλα, μανταρίνια κ.ά. Μετά το ηλιοβασίλεμα άναβαν τη φωτιά για να ζεστάνουν τον μικρό Χριστό που θα γεννηθεί. Γύρω από τη φωτιά μαζεύονται όλοι και όλες και πίνουν κρασί, τρώνε νηστίσιμα, κάστανα μα και λουκάνικα και τσιγαρίδες… Ανήμερα ξημερώματα χτυπά η καμπάνα και πηγαίναμε στην εκκλησία. Παραμονή Πρωτοχρονιάς ντυνόμασταν καρναβάλια και πηγαίνουμε στα σπίτια.
Πέτρος Μαλέας
Αμπελόκηποι

Στο χωριό Αμπελόκηποι Καστοριάς κάθε χρόνο 23 κ 24 Δεκεμβρίου ,αναβιώνουν παλιά έθιμα, τα τελευταία χρόνια με την φροντίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού(ΠΕΛΣΑ) αλλά υπάρχει και πηγαία αυθόρμητη συμμετοχή και από τα νέα παιδιά που εορτάζουν τα «Κάλαντα ‘’ που εδώ, από παλιά λέγονται «Κόλιαντα». Το έθιμο έχει βέβαια τις καταβολές του στην αρχαιότητα σε προχριστιανικούς χρόνους (γιορτές 12ήμερου,Σατουρνάλια, “καλικάντζαροι” κλπ) ,όπου η φωτιά συνοδεύονταν με σφάγια, αλλά στην πορεία μεταλλάχθηκε και υιοθετήθηκε και στους χριστιανικούς χρόνους με άλλο συμβολισμό στη Φωτιά των Βοσκών, κοντά στη Φάτνη που γεννήθηκε ο Χριστός και στην επιθυμία των πιστών να δημιουργήσουν ζεστό περιβάλλον για το Θείο Βρέφος, παραμονές της Γέννησης. Υπάρχουν αντιφατικές εφαρμογές του εθίμου, αλλού με νηστίσιμα και αλλού με «γουρουνοχαρές», «τσιγαρίδες» και ψητά. Τι γίνονταν παλιότερα στο Χωριό?-Καναγκιρίσια μαμπέτια για τις «κουλιανταρέοι» Στο παρελθόν διηγούνται οι παλιότεροι (αλλά και αρκετοί την έχουμε προλάβει) ότι η Φωτιά ανάβονταν στην πλατεία μπροστά στην παλιά εκκλησία της Παναγίας. Τα ξύλα μαζεύονταν από τα παιδιά του χωριού,(προσωπικά θυμάμαι που μαζεύαμε με τον Σωκράτη και άλλους συνομηλίκους μας όλο το φθινόπωρο),λίγα λίγα ξύλα, από το «Κουρί»,το «Ορμάνι» και άλλα χωράφια. Όταν άναβε η φωτιά, αρκετοί διασκορπίζονταν στις γειτονιές για «συλλογή» συμπληρωματικών ξύλων ακόμα και από φράχτες σπιτιών ή και από υπόστεγα. Οι πιο «θαρραλέοι» και τάχα «έτσι για το καλό» και όπου έβρισκαν κρεμασμένα λουκάνικα για στέγνωμα(από τα γουρούνια που είχαν σφάξει αυτές τις μέρες) τα «φορολογούσαν» με ποσοστά 20%-30%-100% καμιά φορά μαζί με το ξύλο και τα φερναν στην Φωτιά για ψήσιμο. Έφερναν και κρασί από τα σπίτια τους για κέρασμα, αλλά στην συνέχεια, άμα τέλειωνε, κάποιοι έκαναν σχετικές «επιχειρήσεις» στα «κατώγια» και όποια έβρισκαν πρόχειρα και αφύλαχτα τα ¨τιμούσαν» ανάλογα, πάντα κατά το έθιμο «έτσι για καλό»! Αναφέρονται περιστατικά που «για πλάκα» κάποιοι έφερναν από μέσα από τα υπόστεγα του παπα Γιώργη ξύλα-κούτσουρα και ο μακαρίτης παπαΓιώργης (μερακλής και κείνος στο κρασί), που ήταν στην Φωτιά τα σκιζε ο ίδιος μέχρι που του φάνηκαν «σαν γνωστά κούτσουρα». -Αρε,που τα βρήκατι αυτά?Εχι γούστου νάνι θ’κάμ?–Ε..»Κόλιαντα,δεν είνι παπα Γιώργη; Εισύ τάσκιζις πάντους ιδώ,ειμείς μόν’τάφιράμι!-Αει ρι να σας πάρ’η ευχή να σας πάρ»-Αη,ντι,Χρόνια πουλλά, ας πάου να φέρου κι καμιά κανάτα κρασί απ’του κατώϊ προυτού μι του φέρτι ιδώ μι καμιά άλλ’κανάτα!. «Κόλιαντα ,Κουντύλινα, μπάμπου Τραγατσίκινα, δώσμ” ιένα κουλάτσιε,κι αν δε μι δίν’ς κουλάτσιε, δώσμι την θυγατέρα’σ, να την τσιμπώ, να την φιλώ ,κι πάλι θα στη φέρου! ΚΟΛΙΑΝΤΑΑΑΑ! Μπάμπου ΚΟΛΙΑΝΤΑΑΑΑ!» Για να μπούμε στο πνεύμα της εποχής συνεχίζουμε την διήγηση με το τοπικό ιδίωμα ομιλίας του χωριού, όπως το χουμε ζήσει…………. Κάπους έτσ” λοιπόν γιλούσαν οι «τρανύτιροι» τα Κόλιαντα, κανάν κιρό στου χουριό. Αλλοι” πάλι, γύρου-γύρου απού τη φουτιά,τριγιουρνούσαν μι «τζιουμαλίκις»(φούρκα-ξύλο) κι μόλις έβλειπαν κανέναν ξιχασμένου μι ανοιχτά πουδάρια, ρούκουναν τη ΄τζιουμαλίκα» απού κάτ” κι την έπιαναν δυό, ένας μπρουστά κι άλλους πίσου κι τους σήκουναν απάν’-κατ” μι τη «τζιουμαλίκα»,φουνάζουντας ΚΟΛΙΑΝΤΑΑΑ-ΚΟΛΙΑΝΤΑΑΑΑ!,κι παταγώνουνταν όλ” στα γέλια, που ήβληπαν τουν άλλου να λιέει: αμαν-αμαν σιγά την «οικουγένεια»(τ’αχαμνά τ’). Ικτός απ’την τρανή Φουτιά,μαζώνουνταν κάμπουσοι χουριανοί κι σι γειτουνιές,(μάλλουν αντρέπουνταν κι λίγου να τις βλιέπουν πουλλιοί να τσιμπούν κι κανένα μουρσιασμένου μπρουστά στην πλατέα στην ικκλησιά) κι έτσ” παρέις-παρέις βρίσκουνταν κι άναβαν μικρότιρις φουτιές μι μιζέδις,τουρσιά,ξυνά κι κανά μουρσιασμένου λουκάνκου ή κανά κουμάτ” γουρουνίσιου ή τσιγαρίδις μι τσίπουρου κι κρασί, στουν σουφρά. Ενα τέτοιου στέκι” ήταν η άλλ” μικρότιρη πλατέα, όξου από του Τράϊκου και του Ζήσκου του σπίτ’. Ικεί «κουμάντου» έκαμαν ου μπαρμπα Θουμάς του Ζήσκου κι ου Κώτσιους του Τράϊκου,Θός σχουρέστους κι τις δυό.Είχαν κι ένα κιέρασμα για όποιουν πιρνούσι, κάθουνταν κι παράδειχαν τα καναγκιρίσια μι καλαμπούρια κι μείς οι μικρότιροι τους άκουγάμι κι γιλούσαμι.,αφού ολουένα πάειναμι απ΄ τη μια φουτιά στην άλλ’. κι φώναζάμι …Κόλιανταααα.! κι έτσ” έκανάμι τρανό χάζ’!…. Φώτα και Αγιασμός στο ποτάμι «καναν καιρό» Πάει χρόνια πια που δεν κατεβαίνουμε στο ποτάμι για τον Αγιασμό,όπως παλιά.Πότε δεν είχε νερό, πότε είχε κακοκαιρία, πότε το νερό δεν ήταν καθαρό, λόγω λυμάτων Βιολογικού, το έθιμο σταμάτησε. Τον παλιό καιρό τα Φώτα η καμπάνα σήμαινε χαράματα,5,30-6,00πμ. Για τον Αγιασμό πήγαιναν οι «άντροι» και έπαιρναν τα μεγάλα «εικονίσματα» από την Παναγία και τον Αη Νικόλα και τα φερναν στο ποτάμι να ραντιστούν από το αγιασμένο νερό του ποταμιού. Παρέες νεαρών περιέρχονταν τις όχθες του ποταμιού, έτοιμοι να πηδήξουν στα παγωμένα νερά να πιάσουν το Σταυρό. Οι νοικοκυρές κατέβαιναν έχοντας μαζί τους «μαλάθα» με τα εικονίσματα από το σπιτικό εικονοστάσι, κανάτα με καρύδια και βασιλικό για να τη γεμίσουν αγιασμό και μια «πλεξούδα χερόβολο» τυλιγμένο με κόκκινες κορδέλεςς» όπου ήταν κρεμασμένα δύο ειδικά πλασμένα ψωμάκια με σχέδια, ένα για τα πρόβατα και ένα για τα Βόδια, που μετά τον αγιασμό τα τάιζαν ραντίζοντάς τα με αγιασμό για «καλό» όλη τη Χρονιά («χερόβολο). Μετά τον αγιασμό «έδεναν» τα αμπέλια σταυρωτά, αλλά και τα άλλα οπωροφόρα δένδρα για καλή παραγωγή ραντίζοντάς τα με Αγιασμό. Όταν ο παπα-Γιώργης και μερικές φορές και ο παπα-Νικόλας κατέβαιναν από την Παναγία από τις κατηφόρες(«ριντώματα») ο κόσμος περίμενε ήδη κάτω στο ποτάμι για τον Αγιασμό, με κεριά φωνάζοντας «Κύριαλέησον»-»Κύριαλέησον»(=Κύριε Ελέησον!). Μετά τον Αγιασμό ο παπάς πήγαινε στην όχθη του ποταμιού, πάνω κάτω, ενώ απέναντι οι νεαροί χειμερινοί κολυμβητές περίμεναν(με «Κυριαλέησον-Κυριαλέησον!) να ρίξει το Σταυρό.
Αντωνόπουλος Κώστας

Σχολιάστε