Το παιδομάζωμα


«Το παιδομάζωμα»

Διασκευή από το βιβλίο του Αθανάσιου Πετσάλη – Διομήδη «Οι Μαυρόλυκοι: Το χρονικό της Τουρκοκρατίας» Τόμος Α΄Κεφάλαιο III σελ. 91-94 Έκδοση: «Το βιβλιοπωλείο της Εστίας» (2006)

Το κείμενο περιγράφει τη διαδικασία του «παιδομαζώματος» μιας πρακτικής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τη δημιουργία ισχυρού στρατού. Η ιστορία διαδραματίζεται στο Αθαλάσσι. Ένα μικρό φτωχό χωριό στα παράλια της Πελοποννήσου. Οι Αθαλασσίτες ζουν φτωχικά, υποταγμένοι στον Οθωμανικό ζυγό όταν μια μέρα ακούν ότι έρχονται για να μαζέψουν παιδιά για τα τάγματα των γενιτσάρων (των στρατιωτών της οθωμανικής αυτοκρατορίας)…

Μονομιάς σήμερα, στο άκουσμα πως έρχεται ο μπόγιας, πάντα σχεδόν ένας Αβυσσηνός Αράπης για το «ντεβρισμέ», (το παιδομάζωμα), φωτίστηκαν oλωνών οι μνήμες. Οι παλιές θύμισες ζωντάνεψαν άγρια απειλητικά απαίσια.

Ήταν μία εποχή τον παλιό παλιό καιρό που κάθε πέντε, κάθε τέσσερα, πιο ύστερα κάθε τρία, κάθε δύο χρόνια έρχονταν οι Τουρκαλάδες να πληρωθούν το χαράτσι του αίματος.

Στην αρχή παίρνανε παιδιά έξι και επτά χρόνων. Έπειτα πήρανε και των οκτώ. Την τελευταία φορά – πάνε δώδεκα χρόνια, αχ κι ας ήτανε να τους είχαν ξεχάσει μια για πάντα!- μάζεψαν και δεκάχρονα παιδιά. Παιδιά δέκα χρονών!

Τ” αρπάζουν από τη ζέστη της αγκαλιάς από τη φωλιά του σπιτιού και τα τραβάνε πέρα στην Ανατολή στην Πόλη πρώτα. Στην Ιστανμπούλ (Κωνσταντινούπολη).

Είχαν ακουστά οι Αθαλασσίτες τόσα και τόσα για το κατοπινό κατάντημα των αρπαγμένων παιδιών! Τα πήγαιναν λέει, πρώτα στην Πόλη, για το ξεδιάλεγμα. Ο γιανιτσάρ- αγασί τα παρουσίαζε όλα, από όλα τα σαντζάκια (επαρχίες), απ” τη Ρούμελη, τον Μοριά, στο μεγάλο Σαράι (παλάτι) στον Παντισάχ (Σουλτάνο). Αφού τα νίβανε (έπλεναν), και τα καλοντύνανε, τα φέρανε προς τον σουλτάνο. Κι εκείνος όποια ήθελε τα κρατούσε στο σαράι για την προσωπική του δούλεψη ή για πεσκέσι (δώρο) στους βεζίρηδες

Ιτς-Ογλάν (τσογλάνια) τα λένε τα αγόρια του σαραγιού. Άλλα μάθαιναν την τέχνη του περιβολάρη – μποσταντζή ογλάν – στους θαυμάσιους κήπους του παλατιού με τα σπάνια εξωτικά λουλούδια με τις φουρφουρένιες πολύχρωμες στέρνες με τα παγόνια και τα περιστέρια και τους φασιανούς.

Άλλα παιδιά έμπαιναν στην ατομική υπηρεσία του σουλτάνου. Αν πρόκοβαν έπαιρναν τίτλους. Πολλά μεγάλωναν δίπλα στου σουλτάνου τα παιδιά. Παίζανε μαζί τους και όταν μία μέρα τα πριγκιπόπουλα γινόταν με τη σειρά τους σουλτάνοι ανεβάζανε στα μεγαλύτερα αξιώματα τα τουρκεμένα χριστιανόπουλα που παίζανε μαζί τους από μικρά, στου σεραγιού τα περιβόλια. Και τότες τα έβλεπες μεγαλώνοντας να γίνονται πασάδες και βεζίρηδες.

Τέτοια καμιά φορά η μοίρα των παιδιών που το μάζωμα τα ξέβρασε στου Βοσπόρου τα περίλαμπρα σαράγια. Μα για όσα παιδιά δεν το “θελε η μοίρα, αυτά τα “παιρνε πίσω ο γενιτσάρ – αγασί να τα φανατίσει στον μωαμεθανισμό κι ύστερα να τα βγάλει ξεφτέρια στην τέχνη του πολεμιστή. Ετούτα τα παιδιά τα έλεγαν ατζαμί-ογλάν (τζαμόγλανα). Κι ήταν οι αυριανοί γενίτσαροι.

Δύο με τρία χρόνια στην αρχή, τα νοίκιαζαν τα τζαμόγλανα Τούρκοι αγάδες πληρώνοντας εικοσιπέντε άσπρα (τουρκικό νόμισμα) νοίκι. Τα παίρνανε σπίτι τους σκλαβάκια για την κάθε δουλειά και τους μάθαιναν τα τούρκικα και την πίστη του Ισλάμ. Οι περισσότεροι τα έστελναν στα τσιφλίκια τους να δουλέψουν τη γη ή να μάθουν μία όποια τέχνη.

Στέρηση και περιορισμός. Πείνα, δίψα και δουλειά, βαριά δουλειά. Ώσπου να ξανάρθει ο γιανιτσάρ – αγασί με τα τεφτέρια στο χέρι να τα περιμαζέψει τα τουρκεμένα χριστιανόπουλα, να τα πάει, να τα κλείσει στους ορτάδες (τα τάγματα) των ατζαμί- ογλάν (τα στρατιωτικά σχολεία τους). Εκεί τα φανάτιζαν ολοκληρωτικά στον ισλαμισμό και στην έχθρα στου Χριστού. Εκεί τα υπέβαλαν στην κάθε στέρηση και στην κάθε σκληροσύνη. Κι απάνω απ” όλα τα βάσταγαν σε πειθαρχία φοβερή.

Κλεισμένα στα τάγματα τα παιδιά ήταν σαν φυλακισμένα. Αν τύχαινε καμιά φορά να βγούμε για δουλειά στα σοκάκια της Ιστανμπούλ φορούσαν γιασμάκι (καλύπτρα προσώπου) σαν γυναίκες μη τυχόν και τα δει ανθρώπου μάτι.

Τέλος ερχόταν η μέρα να καταταχθούν στα τάγματα των γενιτσάρων να γίνουν οι γενίτσαροι. Μία τελετή μεγάλη. Παίζουν οι μουσικές τον ύμνο του Χατζή-Μπεκτάς που είναι ο προστάτης των γενιτσάρων και ο μπας-τσαούς (ο διοικητής) του ορτά που θα πάει ο καθένας, τους υποδέχεται μ” ένα τρανταχτό χαστούκι κι ένα άγριο τράβηγμα τ” αυτιού να νιώσουν λέει πρώτα απ” όλα την υποταγή του γενιτσάρου στους από πάνω.

Τέτοια κι άλλα πολλά είχανε ακουστά οι Αθαλασσίτες για το κατάντημα των παιδιών, όσων άρπαζε στο δίχτυ του ο νόμος του ντεβρισμέ (παιδομαζώματος). Κι όταν ακούσανε ότι ήρθε ο αράπης παγώσανε…

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης