Δημήτριος Υψηλάντης

Υψηλάντης Δημήτριος

Ο Δημήτριος Υψηλάντης (Κωνσταντινούπολη 1793 – Ναύπλιο 5 Αυγούστου 1832) ήταν Έλληνας στρατιωτικός, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και πολιτικός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν δεύτερος γιος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής φαναριώτικης οικογένειας Κωνσταντίνου Υψηλάντη και της δεύτερης συζύγου του Ελισάβετ Βακαρέσκου. Ένας εκ των πρώτων δασκάλων του ήταν ο Μακάριος Καββαδίας. Αδελφός του ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας.
Στάλθηκε στη Γαλλία για να σπουδάσει σε στρατιωτικές σχολές και στη συνέχεια κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά του Τσάρου στην Πετρούπολη, φτάνοντας έως τον βαθμό του λοχαγού. Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Από τον Οκτώβριο του 1820 και ως την έναρξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, υπηρετούσε στο Κίεβο ως υπασπιστής του στρατηγού Ργέφσκυ.• Η πατρότητα της ιδέας της αναπλήρωσης του Αλέξανδρου από τον Δημήτριο διεκδικείται από τους Ξάνθο και Αναγνωστόπουλο και χρονικά τοποθετείται μεταξύ 9 και 19 Μαρτίου 1821. Η κάθοδός του στην Ελλάδα στάθηκε περιπετειώδης επειδή στην αρχή (Μάιος 1821) στο Τσέρνοβιτς αναγνωρίστηκε από κάποιον τυχοδιώκτη Σαλόνσκη, πρώην υπηρέτη διωγμένο από το σπίτι του γαμπρού του Υψηλάντη. Μέχρι να φτάσει στο Τριέστι, τον είχε μαζί του σαν αιχμάλωτο και όταν επιβιβάστηκε στο καράβι τον άφησε δίνοντάς του 600 δίστηλα.
Στις 17 Μαΐου στο Έρμανστατ αναγνωρίστηκε από κάποιον Mολδαβό, ο οποίος εξαφανίστηκε και κατόπιν πήγε στη Βιέννη να καταγγείλει τον Υψηλάντη. Αυτός ήταν ο λόγος αλλαγής του δρομολογίου του Υψηλάντη: από το Έρμανστατ πήγε στο Τριέστι μέσω Τεμεσβάρ, Έσσινγκ Κάρλσταντ και Φιούμε. Ο Υψηλάντης είχε μαζί του δύο εφοδιαστικά όπως τα έλεγαν τότε, δηλαδή δύο διαβατήρια, ένα ρωσικό και ένα γερμανικό. Οι αυστριακές Αρχές επέτρεψαν στον Υψηλάντη να φύγει για την Ελλάδα, επειδή εκτίμησαν ότι έτσι θα είχαν την καλύτερη απόδειξη πως η Ρωσία εμπλεκόταν στις ταραχές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το ταξίδι ξεκίνησε από το Κίσενοβ στις 30 Απριλίου και στο Τριέστι φτάνει 4 Ιουνίου. Από εκεί έφυγαν στις 7 Ιουνίου δήθεν για την Οδησσό αλλά τελικά για την Ύδρα, όπου έφτασε στις 8/20 Ιουνίου. Ο Υψηλάντης κατέβηκε με το όνομα Αθανάσιος Στοστοπόπουλος και είχε τη σημαία της Φιλικής με τον φοίνικα και τις λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος». Ήταν τότε 28 ετών, αδύνατος και με αρκετή φαλάκρα, με κράση ελάχιστα ανδρική, αλλά «καρδιά ανδρικωτάτη», όπως λέει ο Φιλήμων. Στις 12 Ιουνίου εκδίδει την πρώτη προκήρυξή του. Με αυτήν αποσκοπεί στην στρατολόγηση και τον εφοδιασμό. Στις 19 Ιουνίου αποβιβάζεται στο Άστρος και μετά δύο ημέρες πάει στα Βέρβαινα για να συναντηθεί με προκρίτους. Ήδη από το Άστρος εκδηλώθηκε η πρώτη δυσφορία κατά του προσώπου του λόγω της συμπάθειάς του προς τους Παπαφλέσσα, Κολοκοτρώνη και Αναγνωσταρά.
Την 1η Ιουλίου 1821, 22 οπλαρχηγοί αναγνώρισαν στα Τρίκορφα τον Υψηλάντη ως αρχιστράτηγο και του ζήτησαν να αναλάβει την αρχηγία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Είχε προηγηθεί η διαφωνία μεταξύ προκρίτων και Υψηλάντη σχετικά με το θέμα της οργάνωσης και διοίκησης των πολιτικών και στρατιωτικών πραγμάτων. Τελικά οι πρόκριτοι συνεργάστηκαν με τον Υψηλάντη, χωρίς όμως να τον αναγνωρίσουν ως αρχιστράτηγο. Όταν όμως μαθεύτηκε κατά το β΄ δεκαπενθήμερο του Αυγούστου η αρνητική έκβαση των γεγονότων στις Ηγεμονίες, η θέση του εξασθένισε. Δύο πρόσωπα που θέλησαν να τον υπονομεύσουν ήταν οι Κωστάκης Καρατζάς και Θεόδωρος Νέγρης.
Υπήρξε γενικός διοικητής της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και βελτίωσε οργανώνοντας τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα. Καθώς τουρκικά στρατεύματα απειλούν να αποβιβαστούν στον Κορινθιακό κόλπο, αναχωρεί εσπευσμένα από την Τριπολιτσά στις 13 Σεπτεμβρίου 1821 προς τις ακτές του Κορινθιακού. Θα γυρίσει πίσω όταν θα πληροφορηθεί την πτώση της Τριπολιτσάς για να αποκαταστήσει την τάξη: καθαριότητα της πόλης και προστασία των Τούρκων αιχμαλώτων. Οι συγκεντρωμένοι στο Άργος πολιτικοί διέδιδαν συκοφαντείες κατά του Υψηλάντη. Αυτός έλαβε μέτρα για την ίση διανομή των λαφύρων εν όψει της πολιορκίας του Ναυπλίου.
Ο Υψηλάντης τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1821 πρόεβη σε πρωτοβουλίες σχετικές με τη συγκρότηση Εθνικής Συνέλευσης. Ο Υψηλάντης, με μόνη συμπαράσταση τους στρατιωτικούς, τελικά δέχθηκε να γίνει Πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Στις 11 Δεκεμβρίου έφυγε για την πολιορκία της Κορίνθου. Στα πλαίσια της Α΄Εθνοσυνέλευσης, εξελέγη πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος. Αν και τυπικώς ισότιμο το αξίωμά του με το του προέδρου του Εκτελεστικού (Μαυροκορδάτος), ο Υψηλάντης δεν υφίστατο πλέον πολιτικώς. Στην Β΄ Εθνοσυνέλευση (Μαρτιος-Απρίλιος 1823), ο Υψηλάντης δεν υποχώρησε στις πιέσεις των προκρίτων να μονοπωλήσουν την εξουσία και η στάση του ενίσχυσε το κύρος του. Θέλησε να λειτουργήσει κατευναστικά μεταξύ των αντιμαχομένων στον Εμφύλιο. Ξεχώρισε στη μάχη των Μύλων (κοντά στο Άργος), όπου διορίστηκε αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων και χάρη στη γενναιότητά του απέκρουσε τον Ιμπραήμ.

Επιμέλεια άρθρου: Κόνσουλας Κωνσταντίνος

Σχολιάστε

Top