«Ζητείται Ελπίς» του Α. Σαμαράκη, σε …. σύγχρονο φόντο: πέντε διασκευές

23.05.12_ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ

«Ζητείται Ελπίδα» της Σοφίας Μπιμπίρη (Γ2)

Όταν μπήκε στο δωμάτιό της, εκείνο το απόγευμα, μόλις που είχε γυρίσει από το Λύκειο, έκλεισε δυνατά την πόρτα. Ήταν πολύ κουρασμένη. Ούτε ρούχα δεν άλλαξε και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Είχε πάρει καφέ απ’ έξω, για να αντέξει να μείνει ξύπνια.

Από δίπλα ακουγόταν ο μικρός της αδερφός. Είχε βάλει δυνατά τη μουσική και χοροπηδούσε ασταμάτητα. Της ήταν αδύνατο να διαβάσει! Άνοιξε το κινητό της.

Δεν ήθελε να της μιλήσει κανένας. Ένιωθε πως έπρεπε να μάθει. Να μάθει τι συνέβαινε στον κόσμο, που ήταν τόσο μακριά μα και τόσο κοντά. Διάβασε, τελικά, ψηφιακές εφημερίδες.

«Γιατί δεν τελειώνει ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία;» Αυτό την τρόμαξε πολύ. Θυμήθηκε κάτι που της είχαν πει και άρχισε να το ψάχνει. Ήταν αλήθεια… «Διάταγμα Τραμπ για πρόσφυγες: Χάος στα αεροδρόμια, παγκόσμια ανησυχία». Που θα πήγαιναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έφευγαν από τη Συρία; Άμα μετανάστευε και εκείνη, που θα πήγαινε;

Ύστερα, διάβασε τα εγχώρια νέα για να ξεχαστεί. «Επιστολή στον Πρωθυπουργό έστειλαν οι μαθητές του 2ου Λυκείου Βριλησσίων!». Μίλησαν για τις νέες αποφάσεις για τις Πανελλαδικές. Καλά έκαναν και μίλησαν! Αλλά και αυτό το θέμα την άγχωνε πολύ.

Βρέθηκε πάνω σε κάτι διαφημίσεις. Ρούχα και πάλι. Δεν την ενδιέφερε τι πουλάει ο κόσμος. Θέλησε να μάθει τι ζητάει ο κόσμος και μπήκε να διαβάσει τις μικρές αγγελίες.

Πωλούνται έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές…

Ενοικιάζεται γκαρσονιέρα στη Παλιά Πόλη…

Ζητείται babysitter!

Κάτι σκέφτηκε. Πώς γίνεται να ζητάνε ανθρώπους; Υπάρχουν και πιο σημαντικά πράγματα να ζητήσει κανείς. Και εκείνη ήθελε να ζητήσει κάτι, αλλά δεν ήξερε τι!

Από όταν είχε φύγει η κολλητή της από το σχολείο, είχε αλλάξει τελείως. Είχε συνοφρυωθεί, δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν έβγαινε πια.

Πήγε να κυλήσει ένα δάκρυ από το μάτι της, αλλά το σκούπισε αμέσως. Οι γονείς της τής έλεγαν ότι, όταν θα άλλαζε η φίλη της σχολείο, θα ήταν καλύτερα και ότι θα της γνώριζε και άλλους μαθητές, από το σχολείο που θα πήγαινε! Όμως, τίποτα από αυτά δεν είχε γίνει. Όχι μόνο δε γνώρισε κανέναν, αλλά έχασε και τη φίλη της, που ήταν αχώριστες από μικρές. Της είχε νεύρα που έφυγε και δεν της ξαναμίλησε ποτέ. Αλλά δεν έκανε κανέναν καινούριο φίλο μετά, από φόβο μη ξαναπληγωθεί. Είχε διαλέξει την απομόνωση και ας μη την άντεχε.

Έξω είχε σκοτεινιάσει. Σουρούπωνε νωρίς τον Χειμώνα. Σκέφτηκε πως ένα χρόνο πριν θα είχε ήδη βγει για βόλτα με τη φίλη της. Ήταν απελπισμένη και στις ειδήσεις δεν είχε διαβάσει για τίποτα ελπιδοφόρο στον κόσμο. Ποιος θα τη βοηθούσε, τότε; Φοβήθηκε να μιλήσει.

Με αυτή την ουδετερότητά της, δε μπορούσε κανείς να καταλάβει τη σύγχιση στην οποία βρισκόταν. Είχε βρει τη μάσκα της για να κρύβεται από τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν έπρεπε να φανεί ότι είχε χάσει την ελπίδα της για τη ζωή.

Κάποτε, ήλπιζε ότι θα μείνει για πάντα μαζί με τη φίλη της. Θα μεγαλώσουν μαζί, θα παντρευτούν, θα γίνουν μητέρες, θα δουλέψουν, θα γεράσουν, θα πεθάνουν, θα, θα, θα… Όλα αυτά μαζί. Τώρα, ένιωθε πως βάδιζε μόνη της σε έναν μονόδρομο χωρίς στάσεις με τελικό προορισμό τον θάνατο. Ανατρίχιασε με αυτή τη σκέψη, αλλά είχε αποδεχτεί πως τίποτα πια δεν της έδινε ελπίδα σε αυτή τη ζωή.

Ξαφνικά, μπήκε το «The show must go on» των Queen στο δωμάτιο του αδερφού της. Το λάτρευε αυτό το τραγούδι. Πρώτη φορά το ένιωθε, όμως. Άραγε τι να είχε πει ο γιατρός στον Freddie Mercury; «Δεν υπάρχει πλέον ελπίδα!», μάλλον.

Αυτός ο άνθρωπος, όμως, που του είπαν ότι δεν είχε πλέον ελπίδα, πάλεψε, δημιούργησε και όλοι θα τον θυμούνται για αυτό το τραγούδι που το έγραψε λίγο πριν πεθάνει. Έκανε τη διαδρομή μέχρι τον θάνατο να αξίζει.

Αυτό ήταν που δεν τολμούσε να κάνει η ίδια. Φοβόταν πως αν μιλούσε σε κάποιον θα ήταν σα να βγάζει τη μάσκα της και όλοι θα έβλεπαν την απελπισία της. Φοβόταν την ετικέτα που θα της βάζαν αν την ακούγανε. Μα είχε τόσα πολλά να πει και να κάνει. Στον διάολο η ετικέτα! Δεν ήταν ούτε απελπισμένη ούτε τίποτα άλλο. Ήταν ο εαυτός της και αυτό έπρεπε να δείξει σε όλους. Έπρεπε να μιλήσει! Να αφήσει τους άλλους να τη γνωρίσουν σωστά. Κοίταξε πάλι στο κινητό της, στις μικρές αγγελίες. Έψαξε πιο πολύ. Όλα τα ίδια έλεγαν.

Ζητείται προσωπικό για εστιατόριο…

Ζητείται βρεφονηπιοκόμος για παιδικό σταθμό…

Ζητείται επαγγελματίας αρτοποιός…

Βαρέθηκε να κοιτάει. Κατάλαβε πως κανένας δε ζητούσε αυτό που ήθελε εκείνη. Άρχισε σιγά σιγά να πληκτρολογεί «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΔΑ». Δεν ήταν και πολύ σίγουρη για αυτό που έκανε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το μόνο που τη χώριζε από το να εκφράσει την ανησυχία της ήταν ένα κουμπί. Και το πάτησε!

 

«Ζητείται Αισιοδοξία» του Μανόλη Κουφόπουλου (Γ2)

Μια ακόμη μέρα για το νεαρό Γιάννη. Η καθημερινή ρουτίνα άρχισε και πάλι. Η ώρα είναι 8 και το κρύο τσουχτερό, χωρίς εξαιρέσεις για κανένα, αυτό χειμωνιάτικο πρωινό του Φεβρουαρίου. Μπήκε στο αυτοκίνητο για να πάει στη δουλειά του, στο κλουβί του όπως το ονομάζει και ο ίδιος . Όπως κάθε φορά, άνοιξε το ραδιόφωνο για να ενημερωθεί σχετικά με την επικαιρότητα και το πολιτικό τοπίο. Ο δημοσιογράφος έλεγε άτονα και κοφτά τις ειδήσεις. «Οι έμποροι στα μαύρα πανιά», «Οι επαγγελματίες σε απόγνωση», «Οι συνταξιούχοι στην αβεβαιότητα» «Βόμβα στην Κων/πολη» «Λέμβος με μετανάστες βούλιαξε στα κρύα νερά του Αιγαίου» . Ωστόσο, αυτά δεν τα άκουσε για πρώτη φορά. Κάθε μέρα τα άκουγε.

Κοίταξε απέξω από το παράθυρο και το μόνο που είδε ήταν μια απελπισία χαραγμένη στα πρόσωπα των ανθρώπων. Όλοι μέσα στην βιασύνη και το άγχος. Τη στιγμή, μπροστά του γινόταν μια πορεία έτσι ώστε να διεκδηκηθούν κάποια  αιτήματα. Αυτό που ακουγόταν ήταν «Ζητάμε να μειώσετε τους φόρους» «Ζητάμε να γίνει αύξηση των μισθών μας» «Ζητάμε εργασία». Ο Γιάννης τώρα σιωπηλά σκεφτόταν τι είναι αυτό που πραγματικά ο κόσμος ζητά. Σκεφτόταν και σκεφτόταν. Αισιοδοξία είναι! Αισιοδοξία ζητάμε όλοι μας φώναζε! Ποιος να τον ακούσει όμως; Όλοι κλεισμένοι στον δικό τους κόσμο, που δεν χωράει άλλες απόψεις, ήταν ανήμποροι να ακούσουν και να τον καταλάβουν . Και όμως, κάποιος τον άκουσε και τον κατάλαβε, μάλιστα. Ένα παιδί που βάδιζε για το σχολείο γυρνάει και του χαμογελάει. Και αυτός του ανταποδίδει το χαμόγελο. Ήταν η μόνη νότα αισιοδοξίας που ένιωσε εκείνο το πρωινό.

 

 «Ζητείται Ελπίς» του Νάσου Καρβελά (Γ2)

Είχε μόλις γυρίσει από τη δουλειά. Κάθισε στον καναπέ, έπιασε γρήγορα ένα τσιγάρο και άναψε την τηλεόραση. Ήταν οχτώ. Έπαιζε ακόμα αυτή την απογευματινή εκπομπή. Πήρε το τηλεκοντρόλ και γύρισε  βαριεστημένα το κανάλι. Εκεί, μόλις άρχιζαν οι βραδινές ειδήσεις και το άφησε να ακούσει ‘τα ίδια και τα ίδια’, όπως ο ίδιος έλεγε. Η παρουσιάστρια είχε ξεκινήσει να μιλάει για μία ‘σοβαρή μείωση συντάξεων εντός του επόμενου μήνα’. Ο ίδιος ήξερε και την αρχή και τη μέση και το τέλος. Μείωση συντάξεων, μισθών, κάποιο ατύχημα συνήθως  αυτοκινητιστικό, κρίση στην παγκόσμια αγορά και πολλά άλλα θέματα που διακόπτονταν από ανούσιες διαφημίσεις. Ήξερε πως τα πράγματα δεν θα φτιάξουν ποτέ.

Κάποτε είχε κι αυτός, σαν άνθρωπος, πιστέψει πως η Ευρώπη θα βοηθούσε την Ελλάδα να σταθεί στα πόδια της. Πάλι όμως, ήταν λάθος. Νιώθει πως όταν περπατάει στο δρόμο, όλοι τον δείχνουν και γελούν μαζί του. ‘Αυτός που πιστεύει σε βλακείες.’ Όμως πια, είχε καταλάβει τι πραγματικά έψαχνε. Έψαχνε ελπίδα· αυτή την ελπίδα που έσωσε ανθρώπους αλλά εγκατέλειψε άλλους τόσους. Ξάφνου πετάγεται από τον καναπέ και πηγαίνει στον υπολογιστή, ενθουσιασμένος και απελπισμένος μαζί. Ανοίγει την ιστοσελίδα με τις αγγελίες. Πιάνει το πληκτρολόγιο και, σχεδόν χτυπώντας το, γράφει ‘ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ’.

«Ζητείται Ελπίς» της Μαρκέλλας Παπαδοπούλου (Γ2)

  Όταν κάθισε μπροστά στον υπολογιστή, ήταν ακόμη νωρίς το απόγευμα. Το γραφείο ήταν τοποθετημένο απέναντι από το παράθυρο, και μπορούσε να διακρίνει τον ουρανό να ροδίζει σιγά σιγά. Δεξιά της είχε ετοιμάσει μια κούπα καφέ και από το διπλανό διαμέρισμα ακούγονταν φωνές. Πάλι μάλωναν. Ίσως να τους έλεγε κάτι περί κοινής ησυχίας κάποια στιγμή.

Τα δάχτυλά της πέταξαν πάνω στο πληκτρολόγιο τη στιγμή που εμφανίστηκε στην οθόνη η μηχανή αναζήτησης. Δε χρειάστηκαν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα για να πέσει πάνω σε δυσάρεστες ειδήσεις. Απολύσεις, μειώσεις μισθών και συντάξεων, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα. Μια απαγωγή ανηλίκου, ένας βιασμός, τρεις αυτοκτονίες. Οι δύο για οικονομικούς λόγους. Και οι τρεις γύρω στα τριάντα.

Μπουχτισμένη από τα δυσάρεστα, άλλαξε ιστοσελίδα, συναντώντας μια κριτική για μια παιδική θεατρική παράσταση. Οι ταινίες που κάνουν πρεμιέρα αυτή την εβδομάδα, το καινούριο μυθιστόρημα του Dan Brown, η καινούρια συλλογή ρούχων Chanel. Πατώντας το «Celebrity News”, ήρθε αντιμέτωπη με το χωρισμό ενός διάσημου ζευγαριού, τη σκανδαλώδη δήλωση μιας αθλήτριας, την είδηση ότι ένας διάσημος τραγουδιστής είναι εθισμένος στα ναρκωτικά.

Οι φωνές από δίπλα είχαν σταματήσει. Της φάνηκε πως κάποιος είχε φύγει, βροντώντας πίσω του την πόρτα. Ήπιε δυο γουλιές καφέ, έκρυψε το κεφάλι της στα χέρια της σκεπτόμενη όσα είχε διαβάσει. Ο πόλεμος στη Συρία, η πολιτική κατάσταση στη χώρα της, τα καινούρια αντιμεταναστευτικά διατάγματα της Αμερικής. Ό,τι πίστευε, πως κάποια πράγματα θα αλλάξουν προς το καλύτερο, πως ο κόσμος θα γινόταν ένα καλύτερο μέρος, όλα διαψεύδονταν.

Έξω σουρούπωνε. Δεν είχε ανάψει ακόμα το φως του δωματίου και η κύρια πηγή φωτός προερχόταν από την οθόνη του υπολογιστή. Καλύτερα έτσι. Της άρεσε το ημίφως.

Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατούσε παντού, σε κάθε τομέα. Τα σκεφτόταν όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, δεν έφταιγε μόνο το διαδίκτυο. Σκεφτόταν πως ο κόσμος κρεμόταν από μία λεπτή κλωστή. Σκεφτόταν πόσο ζοφερή ήταν η πραγματικότητα. Σκεφτόταν τον τρόμο που είχε τρυπώσει στις καρδιές όλων.

Οι αυτοκτονίες, ο πόλεμος, τα νέα των διασήμων πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό της. Είχε ελπίσει κάποτε. Είχε ελπίσει στο τάδε κόμμα, στον τάδε πολιτικό. Είχε ελπίσει και στον κομουνισμό, και οι τόμοι του Μαρξ και του Ένγκελς έστεκαν ακόμα περήφανα στα ράφια της, δίπλα στα βιβλία του Ντοστογιέφσκι και της Βιρτζίνια Γουλφ. Είχε ελπίσει στο μέλλον, είχε ελπίσει και στους γύρω της. Αλλά, τελικά, όλα τη άφησαν με μια πικρή απογοήτευση και, όσο απεγνωσμένα και αν έψαχνε, δεν μπορούσε να βρει κάπου αλλού να ελπίζει, από κάπου αλλού να κρατηθεί.

Έξω πια είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Επισκέφτηκε μια ιστοσελίδα για αγγελίες. Ήταν απελπιστικά λιγότερες από ό,τι είχε ελπίσει. Δημιούργησε δικό της λογαριασμό, συνδέθηκε και πρόσθεσε τη δική της. Ήταν μονάχα δύο λέξεις: «Ζητείται ελπίς». Ύστερα απενεργοποίησε τον υπολογιστή και βγήκε από το δωμάτιο.

 

«Ζητείται Ελπίς», του Αλέξανδρου Κράντοκ (Γ2)

   Όπως κάθε πρωί πριν φύγει για τη δουλειά του, κάθισε στον υπολογιστή για να ενημερωθεί για τα νέα της ημέρας. Έφτιαξε έναν καφέ, βολεύτηκε στην καρέκλα του γραφείου του, άνοιξε το συνηθισμένο του ειδησεογραφικό σάιτ και άρχισε να διαβάζει.

«Πόλεμος στη Συρία, χιλιάδες παιδιά νεκρά» η μία είδηση, «Άνοδος του ναζισμού στην Ευρώπη» η άλλη. «Τρομοκρατική επίθεση στη Γαλλία, 90 νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες» στο πλαϊνό μέρος της σελίδας. Κατεβαίνοντας παρακάτω διάβασε κι άλλα: η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, η μάστιγα της ανεργίας των νέων, μια ληστεία μετά φόνου στην Αθήνα και δύο αυτοκτονίες. Και οι δύο για οικονομικούς λόγους.

Αλλού είδε κριτική για μια νέα ταινία υποψήφια για βραβείο Όσκαρ, έπειτα κάτι για μια συναυλία με την συμφωνική ορχήστρα της Βιέννης στο Μέγαρο Μουσικής και τέλος, τα «ΚΟΣΜΙΚΑ ΝΕΑ», με όλους τους εγχώριους σελέμπριτις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στη δίνη του κυνηγιού της διασημότητας.

Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Έριξε μια ματιά στις «Μικρές Αγγελίες»: «Νέος πτυχιούχος με διδακτορικό  ζητεί οποιαδήποτε εργασία», «Υπάλληλοι ζητούνται για αποθήκη σουπερμάρκετ, 8ωρη, 6ήμερη εργασία. Μισθός 450 ευρώ τον μήνα», «Διαμέρισμα  και οικοσκευή πωλούνται σε χαμηλή τιμή, λόγω αναχώρησης στο εξωτερικό».

Από τότε που άρχισε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, οι σκιές της μετανάστευσης, της φτηνής εργασίας  και της ανεργίας βαραίνουν πάνω στη χώρα μας. Και στο μεταξύ, το αίμα, ακόμα και μικρών παιδιών, ρέει άφθονο στη Συρία, οι τρομοκράτες σκοτώνουν αθώους πολίτες στην Ευρώπη, εκατοντάδες φτωχοί μετανάστες χάνονται καθημερινά στα νερά της Μεσογείου ψάχνοντας την ελπίδα και η Λεπέν, αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος στη Γαλλία, πλησιάζει απειλητικά τη θέση της Προέδρου.

Οι πόλεμοι, ο πόνος, η δυστυχία και από την άλλη τα «Κοσμικά Νέα»… Το πανόραμα της ζωής! Τα πράγματα, μετά την οικονομική άνθιση των τελευταίων δύο δεκαετιών, είχαν αρχίσει να χειροτερεύουν στην Ελλάδα. Ο κόσμος ψήφισε για μια «ελπίδα» που ποτέ δεν ήρθε, οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι και όλοι υποφέρουν. Ακόμα κι αυτοί που δεν πίστευαν ότι θα αγγιχτούν απ’ αυτή την κρίση.

Η ώρα περνούσε, αλλά τα γεγονότα στον υπολογιστή δεν τον άφηναν να ξεκινήσει για τη δουλειά του. Συνέχισε να διαβάζει και να πίνει τον καφέ του. Τηλεφώνησε στο γραφείο και είπε πως θα αργήσει μια ώρα για «προσωπικούς λόγους». Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση… Δεν έφταιγε το ίντερνετ που έκανε τώρα αυτές τις σκέψεις. Τα σκεφτότανε όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε με περισσότερη ένταση. Σκεφτόταν το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής. Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται από μια κλωστή. Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα.  Σκεφτότανε τον φόβο που έχει μπει στις καρδιές.

Στον καθρέφτη δίπλα του είδε το πρόσωπό του. Ένα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δεν μαρτυρούσε την ταραχή που είχε μέσα του. Είχε χτυπηθεί κι ο ίδιος από την οικονομική κρίση. Χρωστούσε πολλά χρήματα στην τράπεζα και στην εφορία και κινδύνευε να χάσει το σπίτι του. Κάποτε είχε ελπίσει για ένα καλύτερο μέλλον. Μα τώρα ήταν πια χωρίς ελπίδα. Ναι, δεν φοβόταν να το ομολογήσει στον εαυτό του πως ήταν χωρίς ελπίδα. Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων ήταν η ζωή του. Είχε ελπίσει τότε, είχε ελπίσει ύστερα…

Κάποτε, πριν από χρόνια, όταν τελείωσε τις σπουδές του, είχε ελπίσει ότι θα βρει μια καλή δουλειά και θα βγάζει αρκετά χρήματα ώστε να δημιουργήσει μια όμορφη οικογένεια. Πήρε δάνεια, αγόρασε πράγματα, ονειρεύτηκε… Η δουλειά του όμως τώρα του αποφέρει ελάχιστα και η γυναίκα που θα ήθελε να μοιραστεί τη ζωή του μαζί της μετακόμισε σε άλλη πόλη ψάχνοντας δουλειά. Και έτσι χάθηκαν. Και το σπίτι που αγόρασε κινδύνευε κι αυτό να χαθεί… Ίσως και η δουλειά του. Τώρα δεν είχε ελπίδα πια. Σηκώθηκε, ήπιε ένα ποτήρι νερό και γύρισε πίσω στον υπολογιστή.

Τα μάτια του τώρα δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν στην οθόνη. Η διάψευση των ονείρων ήταν βέβαια γενικό φαινόμενο. Και παραπάνω από τη διάψευση, η κούραση, η αδιαφορία, η έλλειψη μαχητικότητας, η απραξία, που οι πιο πολλοί, η μεγάλη πλειοψηφία, βιώνουν αυτόν τον καιρό. Χωρίς αντίδραση, μοιρολατρικά και με μια πρωτόγονη μαλθακότητα βαδίζουν προς την καταστροφή.

Κοίταζε από το παράθυρό του τους σκυθρωπούς ανθρώπους να περνούν, το πλήθος… Μπροστά του, ο υπολογιστής ανοιχτός. Όλα αυτά που είχε δει πρωτύτερα: ο πόλεμος στη Συρία, οι τρομοκρατικές επιθέσεις, η άνοδος του ναζισμού, οι αυτοκτονίες, τα «Κοσμικά Νέα»…  Ντριν ντριν, χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν το σήκωσε. Δεν ήθελε να μιλήσει με κανέναν. Στην οθόνη, μπροστά του: η ζωή. Κι αυτός ήταν τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα. Θυμήθηκε, πριν από χρόνια, ήταν παιδί ακόμα, είχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του, ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ήρθε ο γιατρός. Βγαίνοντας από το δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο ύφος: «Δεν υπάρχει πλέον καμιά ελπίδα!».

Του φάνηκε φοβερό που ήταν χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άνθρωποι που θα τον έβλεπαν αργότερα θα ψιθύριζαν μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!». Σαν να ήταν έγκλημα αυτό. Σαν να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σαν να ήταν γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.

Σκέφτηκε κάποιες σκόρπιες σκέψεις που είχε γράψει, δίνοντας έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τους πολέμους, τη κοινωνική δυστυχία… Ωστόσο δεν αποφάσιζε να τα δείξει σε άλλους. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του έδιναν σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα δείξει, τουλάχιστον σε γνωστούς και φίλους. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Κάποιος που υπέφερε. Ούτε αριστερός, ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν είχε ελπίδα, και που ένιωθε χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θα έχουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά να έχουν.

Ξαναέριξε μια ματιά στην οθόνη: Η Συρία, τα «Κοσμικά Νέα», η συναυλία στο Μέγαρο, οι αυτοκτονίες, οι «Μικρές Αγγελίες»…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ παιδικό κρεβάτι

ΖΗΤΕΙΤΑΙ κιθάρα

ΖΗΤΕΙΤΑΙ αυτοκίνητο σε καλή κατάσταση

Έβγαλε το κινητό του, πήγε στις «Μικρές Αγγελίες» και έγραψε τη δική του:

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΔΑ

Ύστερα πρόσθεσε το όνομά του και το τηλέφωνό του. Σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα. Έπρεπε να πάει στη δουλειά. Είχε περάσει η ώρα. Η αγγελία του είχε ήδη κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο τώρα. Άραγε θα την καταλάβαινε κανείς;

 

«Ζητείται Ελπίς», του Βασίλη Οικονόμου (Γ3)

Σήμερα δεν πήγε σχολείο. Είχανε παράσταση και προτίμησε να πάρει τρεις απουσίες. Μπήκε στην καφετέρια αλλά δεν υπήρχε ψυχή. Καλύτερα. Τον ενοχλεί η φασαρία που υπάρχει από τους συμμαθητές του από το λύκειο. Παράγγειλε καφέ. Οι λιγοστοί πελάτες και ένας δύο σερβιτόροι κάθονταν στα κινητά τους ή παρακολουθούσαν πρωινές ειδήσεις.

Ήρθε ο καφές. Άναψε τσιγάρο, ναι δυστυχώς είχε εθιστεί σε αυτή την συνήθεια, κάπνισε το μισώ και το άφησε να σβήσει. Άνοιξε στο κινητό του την σελίδα με τις ειδήσεις και τα νέα.

Πρώτη επικεφαλίδα: «Νέο τρομοκρατικό χτύπημα στις Βρυξέλλες». Αναστέναξε με αγανάκτηση. «Σοβαρές απώλειες» έγραφε ο δημοσιογράφος στην σελίδα της εφημερίδας. Ένα ακόμα πλοίο με λαθρομετανάστες έφτασε στα νησιά του Αιγαίου.

Ύστερα διάβασε και άλλα πράγματα: προετοιμασία για το τέταρτο μνημόνιο, επανεκλογές τον Σεπτέμβρη, μια εξαφάνιση ηλικιωμένου, δύο βιασμοί ανηλίκων και μια αυτοκτονία. Μια νεαρή κοπέλα είκοσι χρονών. Χαρακώθηκε και πέθανε από αιμορραγία.

Σκρόλαρε παρακάτω, είδε διάφορα, για νέους δίσκους καλλιτεχνών, για την μόδα και φυσικά πράγματα για την ζωή του κάθε σταρ του Χόλιγουντ που γίνονται καθημερινά δημόσιο θέμα.

Ξανάναψε το τσιγάρο που είχε αφήσει. Κοίταξε λίγο τις «Μικρές αγγελίες» :

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ γκαρσονιέρα, πενήντα τετραγωνικά μέτρα, δίπλα σε μετρό, καλή σύνδεση με δορυφορική κεραία, δύο δωματίων

ΖΗΤΕΙΤΑΙ διανομέας φυλλαδίων

Σκέψεις τριγυρίζουν στο κεφάλι του.

Η έναρξη του πολέμου στην Συρία έφερε τα πάνω κάτω στην ζωή των απλών ανθρώπων. Ο κόσμος φοβάται να τριγυρνά μόνος του το βράδυ μην τυχόν και πέσει θυμα επίθεσης, κακοποίησης, ληστείας…

Είχε ιδρώσει, σκούπισε το μέτωπο του, ανακάθισε.

Το Πανόραμα της ζωής! σκέφτηκε.

Όλα είναι χειρότερα τώρα. Κι όμως είχε ελπίσει κι αυτός, όπως και εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, πως η ανθρωπότητα θα ξεπερνούσε τις διαφορές της, θα προχωρούσε, θα έβρισκε το κλειδί της αρμονίας. Πως θα ερχόταν ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δε θα στοίχιωνε τον πλανήτη, πως δεν θα γίνονταν τρομοκρατικές επιθέσεις για ανόητους θρησκευτικούς λόγους, πως…

Πλησίαζε το μεσημέρι. Ο ήλιος δεν είχε φτάσει καν στο ψηλότερο σημείο του και είχε αρχίσει να συννεφιάζει. Έτσι, ήταν οι περισσότερες μουντές μέρες του Μαρτίου.

Δεν έφταιγε η εφημερίδα στο ίντερνετ που έκανε τώρα αυτές τις σκέψεις. Τα σκεφτόταν όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε με περισσότερη ένταση. Σκεφτόταν τηξ σκοτεινή μεριά της ζωής. Την ειρήνη, την βαθιά αυτή λαχτάρα, που κρέμεται απο μια κλωστή. Σκεφτόταν την πείνα, την αθλιότητα που κάποιοι ήταν αναγκασμένοι να υπομείνουν. Σκεφτόταν τον φόβο που είχε ριζώσει στις καρδιές.

Μα τώρα πια δεν είχε ελπίδα. Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων ήταν η ζωή του μέχρι τώρα. Είχε ελπίσει τότε, είχε ελπίσει ύστερα…

Όταν ήταν μικρότερος είχε ελπίσει ότι η οικογένεια του δεν θα είχε σχέση με την κατάντια του σημερινού κόσμου. Είχε διαψευστεί! Ο πατέρας του ήταν ένας αλκοολικός ανώμαλος που τους είχε παρατήσει. Η μητέρα του… Ζήτησε ένα ποτήρι νερό.

Είχε ελπίσει τότε ότι η μητέρα του θα ξεπερνούσε την ασθένεια γιατί ήταν δυνατή. Ήρθε ο γιατρός τότε βγαίνοντας από το δωμάτιο και είπε πως δεν υπάρχει πλέον ελπίδα σε αυτό το στάδιο του καρκίνου. Απότι φάνηκε ο γιατρός είχε δίκιο, και για άλλη μια φορά ο ίδιος είχε διαψευστεί που είχε ελπίδα.

Έτσι ένιωθε και αυτός τώρα σαν τον γιατρό.

-Δεν υπάρχει πια ελπίδα, είχε φτάσει να μονολογεί.

Ξανακοίταξε την εφημερίδα στο ίντερνετ: Η Συρία, το Χόλιγουντ, η κοπέλα που χαρακώθηκε, τα τρομοκρατικά χτυπήματα, οι «Μικρές αγγελίες»…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ υπάλληλος

ΖΗΤΕΙΤΑΙ διανομέας

ΖΗΤΕΙΤΑΙ καθαρίστρια

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ μεταχειρισμένο αυτοκίνητο

Έκανε κλικ και έγραψε μια δημοσίευση:

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίδα

Ύστερα, έβαλε το μέιλ του και το όνομα του. Φώναξε το σερβιτόρο. Ήθελε να πληρώσει, να τον ευχαριστήσει και να πάει κατευθείαν σπίτι του για να ανεβάσει την δημοσίευση με την ησυχία του…

Σχολιάστε

Top