Το Βασίλειο του Βελγίου (ολλανδικά: Koninkrijk België, γαλλικά: Royaume de Belgique, γερμανικά: Königreich Belgien) είναι χώρα στην βορειοδυτική Ευρώπη και συνορεύει με την Ολλανδία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία. Έχει πληθυσμό 11.530.853[1] κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2020, και έκταση 30.528 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Βρίσκεται στα πολιτιστικά σύνορα μεταξύ της γερμανικής και της ρωμανικής Ευρώπης και είναι γλωσσικά και πολιτιστικά διαιρεμένο. Δύο είναι οι βασικές γλώσσες που ομιλούνται στο Βέλγιο: η Ολλανδική – που αποκαλείται μερικές φορές ανεπισήμως Φλαμανδική και ομιλείται στη Φλάνδρα στα βόρεια, και η Γαλλική που ομιλείται στη Βαλλωνική Περιοχή στα νότια. Η πρωτεύουσά του, οι Βρυξέλλες, είναι επισήμως δίγλωσση, ενώ η πλειονότητα των κατοίκων της μιλά Γαλλικά. Στα ανατολικά βρίσκεται μια επισήμως αναγνωρισμένη μειονότητα Γερμανόφωνων. Η γλωσσική αυτή ποικιλία οδηγεί συχνά σε πολιτικές διαμάχες, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στο πολυσύνθετο σύστημα διακυβέρνησης και στην πολιτική ιστορία του Βελγίου. Το Βέλγιο πήρε το όνομά του από τους πρώτους κατοίκους του, τους Βέλγους (Belgae), μια ομάδα κυρίως Κελτικών φυλών, που έδωσαν το όνομά τους και στην ρωμαϊκή επαρχία Gallia Belgica (Βελγική Γαλατία). Ιστορικά, το Βέλγιο είναι μέρος των λεγόμενων «Κάτω Χωρών», στις οποίες περιλαμβάνονται επίσης η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Από το τέλος του Μεσαίωνα μέχρι τον δέκατο έβδομο αιώνα ήταν ακμάζον κέντρο εμπορίου και πολιτισμού. Από τον δέκατο έκτο αιώνα μέχρι την ανεξαρτησία του το 1830, το Βέλγιο, αποκαλούμενο την εποχή εκείνη Νότιες Κάτω Χώρες, υπήρξε το πεδίο πολλών μαχών μεταξύ ευρωπαϊκών δυνάμεων. Τα πρόσφατα χρόνια, το Βέλγιο υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φιλοξενώντας τα αρχηγεία της, καθώς και τα αρχηγεία άλλων μεγάλων διεθνών οργανισμών, όπως του ΝΑΤΟ. Η χώρα κατείχε την Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το β” εξάμηνο του 2010. Το Βέλγιο είναι ανεπτυγμένη χώρα, με μια προχωρημένη οικονομία υψηλού εισοδήματος. Η χώρα έχει πολύ υψηλά πρότυπα ζωής, ποιότητας ζωής,[4] υγειονομικής περίθαλψης,[5] εκπαίδευσης,[6] και κατατάσσεται ως «πολύ υψηλή» στον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης.[7] Κατατάσσεται επίσης ως μία από τις ασφαλέστερες ή πιο ειρηνικές χώρες στον κόσμο.[8]
ΙΣΤΟΡΙΑ
Κατά τις τελευταίες δύο χιλιετίες, η περιοχή που είναι σήμερα γνωστή ως Βέλγιο έχει καταστεί θεατής σημαντικών δημογραφικών, πολιτικών και πολιτιστικών αναταραχών. Η πρώτη καλά τεκμηριωμένη πληθυσμιακή κίνηση ήταν η κατάκτηση της περιοχής από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία τον 1ο αιώνα π.Χ., ακολουθούμενη τον 5ο αιώνα από το γερμανικό φύλο των Φράγκων. Οι Φράγκοι εγκατέστησαν το Μεροβίγγειο βασίλειο, από το οποίο προήλθε η Καρολίγγειος Αυτοκρατορία τον 8ο αιώνα. Κατά το Μεσαίωνα, οι Κάτω Χώρες χωρίστηκαν σε πολλά μικρά φεουδαρχικά κράτη. Τα περισσότερα από αυτά ενώθηκαν κατά τον 14ο και 15ο αιώνα υπό τον οίκο της Βουργουνδίας ως οι Βουργούνδιες Κάτω Χώρες. Τα κράτη αυτά κέρδισαν έναν βαθμό αυτονομίας τον 15ο αιώνα και έκτοτε ονομάστηκαν Δεκαεπτά Επαρχίες. Η ιστορία του Βελγίου διακρίνεται από την ιστορία των Κάτω Χωρών από τον 16ο αιώνα. Ένας εμφύλιος πόλεμος, ο Ογδοηκονταετής Πόλεμος (1568-1648), χώρισε τις Δεκαεπτά Επαρχίες στις Ενωμένες Επαρχίες στον βορρά και τις Νότιες Κάτω Χώρες στον νότο. Οι νότιες επαρχίες κυβερνήθηκαν διαδοχικά από τους Ισπανούς και τους αυστριακούς Αψβούργους. Μέχρι την ανεξαρτησία, οι Νότιες Κάτω Χώρες μπήκαν πολλές φορές στο στόχαστρο της Γαλλίας και ήταν το πεδίο των περισσότερων γαλλοϊσπανικών και γαλλοαυστριακών πολέμων κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Με τις εκστρατείες του 1794 στους πολέμους μετά τη Γαλλική Επανάσταση, οι Κάτω Χώρες – συμπεριλαμβανομένων και περιοχών που δεν βρέθηκαν ποτέ υπό την εξουσία των Αψβούργων, όπως η Επισκοπή της Λιέγης – κατακτήθηκαν από τη Γαλλία η οποία τερμάτισε την ισπανοαυστριακή εξουσία στην περιοχή. Η επανένωση των Κάτω Χωρών ως το Ηνωμένο Βασίλειο των Κάτω Χωρών επήλθε με το τέλος της Γαλλικής Αυτοκρατορίας το 1815. Επεισόδιο της Βελγικής Επανάστασης του 1830, Εζίντ Σαρλ Γκουστάβ Βαπέρς (1834), στο Μουσείο Αρχαίας Τέχνης στις Βρυξέλλες Η Βελγική Επανάσταση του 1830 οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου, καθολικού και ουδέτερου Βελγίου υπό προσωρινή κυβέρνηση. Από την ενθρόνιση του Λεοπόλδου Α΄ ως βασιλιά το 1831, το Βέλγιο είναι συνταγματική μοναρχία και κοινοβουλευτική δημοκρατία. Μεταξύ της ανεξαρτησίας και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το δημοκρατικό σύστημα εξελίχθηκε από ολιγαρχία με την κυριαρχία δύο μεγάλων κομμάτων, τους Καθολικούς και τους Φιλελεύθερους, σε σύστημα καθολικής ψηφοφορίας που συμπεριέλαβε ένα τρίτο κόμμα, το Βελγικό Εργατικό Κόμμα, και ισχυρό ρόλο για τα εργατικά σωματεία. Αρχικά, τα γαλλικά, που ήταν η γλώσσα την οποία είχε υιοθετήσει η αριστοκρατία και η αστική τάξη, ήταν η επίσημη γλώσσα. Εν συνεχεία, η χώρα ανέπτυξε ένα κυρίως δίγλωσσο ολλανδογαλλικό σύστημα. Στη Διάσκεψη του Βερολίνου του 1885 αποφασίστηκε να παραδοθεί το Κογκό στον Βασιλιά Λεοπόλδο Β΄ ως ιδιωτική κτήση του, αποκαλούμενο Ελεύθερο Κράτος του Κογκό. Το 1908, εκχωρήθηκε στο Βέλγιο ως αποικία, και από τότε αποκλήθηκε Βελγικό Κογκό. Η ουδετερότητα του Βελγίου παραβιάστηκε το 1914, όταν η Γερμανία εισέβαλε στο Βέλγιο ως μέρος του Σχεδίου Σλίφφεν. Οι πρώην γερμανικές αποικίες Ρουάντα-Ουρούντι – σήμερα αποκαλούμενες Ρουάντα και Μπουρούντι – κατελήφθησαν από το Βελγικό Κογκό το 1916 και παραχωρήθηκαν στο Βέλγιο το 1924 από την Κοινωνία των Εθνών. Η Γερμανία εισέβαλε ξανά στο Βέλγιο και το κατέλαβε το Μάιο του 1940. Απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις το 1944. Το Βελγικό Κογκό κέρδισε την ανεξαρτησία του στις 30 Ιουλίου 1960 κατά τη διάρκεια της Κρίσης του Κογκό, και η Ρουάντα-Ουρούντι έγινε ανεξάρτητη το 1962. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Βέλγιο προσχώρησε στο ΝΑΤΟ και, μαζί με την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, σχημάτισαν την ομάδα Μπενελούξ. Το Βέλγιο ήταν επίσης ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Το Βέλγιο φιλοξενεί τα αρχηγεία του ΝΑΤΟ και μεγάλο μέρος των θεσμικών και διοικητικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της πλειοψηφίας των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Κατά τον 20ό αιώνα, και ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιστορία του Βελγίου κυριαρχείται όλο και περισσότερο από την αυξανόμενη αυτονομία των δύο βασικών του γλωσσικών κοινοτήτων. Κατά την περίοδο αυτή σημειώθηκε αύξηση των διακοινοτικών εντάσεων, και διακυβεύτηκε η ενότητα του βελγικού κράτους. Στα τέλη του 1960, το βαρύ κόστος των γεγονότων στο Κονγκό και η διαπίστωση ότι η χώρα είχε μείνει πολύ πίσω στην κούρσα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης της οικονομίας της σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ο.Κ., ώθησαν την κυβέρνηση να λάβει μία σειρά δρακόντειων αντιλαϊκών μέτρων που αποσκοπούσαν στη βελτίωση των οικονομικών δεικτών, αλλά επέβαλαν αύξηση της φορολογίας και περικοπές στις παροχές του κράτους πρόνοιας. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1960, η ελεγχόμενη από τους σοσιαλιστές Γενική Συνομοσπονδία Βέλγων Εργατών κήρυξε γενική απεργία σε ολόκληρη τη χώρα μέχρι να ανακληθούν τα μέτρα, τα οποία έγιναν γνωστά ως «Ενιαίος νόμος» (Loi Unique). Σε όλες τις μεγάλες πόλεις οργανώθηκαν συλλαλητήρια που γρήγορα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο και κατέληξαν σε γενικευμένες ταραχές, ενώ στα οικονομικά αιτήματα, οι Βαλόνοι συνδικαλιστές γρήγορα ανέμειξαν και το κατ” εξοχήν πολιτικό: την αναθεώρηση του συντάγματος και την ομοσπονδοποίηση της χώρας, με χωρισμό του κυριαρχούμενου από τους σοσιαλιστές γαλλόφωνου Νότου της παρηκμασμένης βαριάς βιομηχανίας από τον ταχέως αναπτυσσόμενο ολλανδόφωνο φλαμανδικό Βορρά που, επιπλέον, κυριαρχούσε στη δημόσια διοίκηση. Η Φλάνδρα δαιμονοποιήθηκε εύκολα στο πρόσωπο του πρωθυπουργού Έισκενς, αρχιτέκτονα της επίμαχης οικονομικής πολιτικής. Μέχρι το τέλος του 1960, η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί τόσο που βελγικά στρατεύματα που στάθμευαν στη Γερμανία, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ανακλήθηκαν στη χώρα για να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της τάξης. Τρομερά επεισόδια ξέσπασαν λίγο πριν την Πρωτοχρονιά στις Βρυξέλλες, και, στις 6 Ιανουαρίου στη Λιέγη. Τρία άτομα έχασαν τη ζωή τους στις συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ σιδηροδρομικοί σταθμοί και δημόσια κτίρια καταστράφηκαν από το εξοργισμένο πλήθος. Στις 23 Ιανουαρίου τα συνδικάτα κήρυξαν την αναστολή των κινητοποιήσεων και η χώρα άρχισε να επιστρέφει στους κανονικούς ρυθμούς της[9]. Το 1963, η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει με τις μάνικες εξαγριωμένους Βαλόνους και Φλαμανδούς φοιτητές του Πανεπιστημίου της Λέουβεν, οι οποίοι συγκρούστηκαν με αφορμή το αιώνιο στο Βέλγιο πρόβλημα της γλώσσας. Οι Βαλόνοι επέμεναν στην υφιστάμενη χωριστή διδασκαλία στα γαλλικά και τα φλαμανδικά, ενώ οι Φλαμανδοί ήθελαν την αποκλειστική διδασκαλία στα φλαμανδικά[10]. Μέσω συνταγματικών μεταρρυθμίσεων κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980, η περιφερειοποίηση του ενιαίου κράτους οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός τριμερούς ομοσπονδιακού συστήματος, γλωσσικών κοινοτήτων και τοπικών κυβερνήσεων, συμβιβασμός που σχεδιάστηκε με σκοπό να ελαχιστοποιήσει τις εντάσεις με αφορμή το γλωσσικό ζήτημα. Σήμερα, οι ομόσπονδες αυτές οντότητες διαθέτουν μεγαλύτερη νομοθετική δύναμη από ό,τι τα δύο νομοθετικά σώματα του εθνικού κοινοβουλίου.