
Για την Αγία Σοφία, άκουγα από μικρός. Ο μπαμπάς μου, μου έλεγε τις ιστορίες της – για την ομορφιά της και την μοναδικότητά της. Ωστόσο, καθώς έβλεπα τις φωτογραφίες και τα βίντεο δεν μπορούσα παρά να αναρωτιέμαι “Τι τους αρέσει τόσο πολύ;!”. Στα παιδικά μου μάτια ο “Ομορφότερος Ναός του Κόσμου” δεν ήταν τίποτε άλλο από μια εκκλησία – χωρίς εικόνες – που δεν λειτουργούσε καν ως μία. Ήταν γεμάτη με τουρίστες και με δυο-τρία ψηφιδωτά. Τίποτε το ενδιαφέρον.
Για αρκετό καιρό αυτή ήταν σχέση μου με τον Ναό της Σοφίας του Θεού: ένα κτήριο που όλοι το θαυμάζουν εκτός από εμένα. Αλλά, έτσι μου άρεζε. Ήταν σαν το παιχνίδι που είχα μέσα στην ντουλάπα, δεν το έπαιζα· αν όμως το άγγιζε ο αδερφός μου, γινόμουνα τούρκος.
Καθώς πέρασε ο καιρός δεν μου ξανάρθε στο μυαλό, μέχρις ότου άκουσα από τα καθημερινά νέα: “Ο Ναός της Αγίας Σοφίας μετατρέπεται σε τζαμί”.
Έπεσα από τα σύννεφα.
Δεν γίνεται αυτό. Γιατί να μου το κάνουν αυτό;
Η Αγία Σοφία ήταν το δικό μου άχαρο κτήριο. Δεν γινόταν κάποιος να μου το αλλάξει αυτό. Δεν ήταν δυνατόν να μου καλύψουν τα ελάχιστα ψηφιδωτά που την στόλιζαν, και να μου διώξουν όλους τους ενοχλητικούς τουρίστες. Έγινα κόκκινος από τα νεύρα μου και άρχισα να χτυπιέμαι πάνω-κάτω. Μάταια. Ο χρόνος δεν πήγε πίσω, και η Αγία Σοφία έγινε επίσημα και με τον νόμο τζαμί. Τότε το πήρα απόφαση:
“Θα πάω να την δω από κοντά μια μέρα.”
Προσπάθησα να πείσω τους γονείς μου αλλά δεν άκουγαν τίποτε. Οι υποχρεώσεις τους ήταν σημαντικότερες από το να δω “το κλεμμένο μου παιχνίδι”. Μα, ευτυχώς, μετά από κάποια χρόνια ήρθε η λατρεμένη ώρα.
Το σχολείο μου κανόνισε “Εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη”. Φυσικά και συμμετείχα. Δεν γινόταν να χάσω αυτή την ευκαιρία, τώρα που μου παρουσιάστηκε. Αφού με το καλό φτάσαμε στην Πόλη -και παρουσιάσαμε την εργασία που είχαμε ετοιμάσει-, τη δεύτερη μέρα είδαμε αυτό που με ανυπομονησία περίμενα.
Η Αγία Σοφία ήταν μπροστά μου. Μεγάλη, παράξενα όμορφη και καμαρωτή.
Τώρα άρχισα να καταλαβαίνω, τι τους άρεσε στους μεγάλους τόσο πολύ…
Δεν γινόταν να πάμε κάτω διότι ήμασταν αλλόθρησκοι και δεν επιτρεπόταν. Έπρεπε να βολευτούμε, άνδρες-γυναίκες, όλοι στον γυναικωνίτη. Δεν με πείραξε πολύ. Είχα συνηθίσει να πηγαίνω εκεί απ” όταν πήγαινα μαζί με την μαμά μου, τις Κυριακές στην εκκλησία. Μόλις φτάσαμε απάνω άρχισα να βγάζω φωτογραφίες - να τραβήξω την κάθε γωνιά της πριν μου το ξαναπάρουν πίσω.
Τον τρούλο μάλλον τον μάτιασα, διότι συνολικά τον έβγαλα τουλάχιστον πενήντα φορές. Πράγματι, από κοντά έμοιαζε σαν να κρέμεται από τον ουρανό· κάτι που δεν μπορούσα να το καταλάβω από τις φωτογραφίες που έβλεπα, μικρός όταν ήμουν…
Μαζί με τους τουρίστες, έπεσα και εγώ απάνω στα ψηφιδωτά ,σαν να ήταν το μεσημεριανό μου φαγητό. Τα είδα και τα ξαναείδα, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω τους. Ήταν εντυπωσιακά τεράστια, και έλαμπαν από το χρυσό, σαν να ήταν ο κρυφός θησαυρός ενός πειρατή, που βούλιαξε στην θάλασσα.
Άρχισα να τραβάω φωτογραφίες ακόμα και τον τοίχο και τις κολόνες. Όταν η ξεναγός ξεκίνησε να εξηγεί με ποια τεχνική “ζωγράφισαν” τις μαύρες ,σαν ζέβρα, γραμμές πάνω στα μάρμαρα, κοντοστάθηκα δίπλα τους και άρχισα να τις αποθανατίζω. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η διπλανή μου από το σχολείο και με ρώτησε γεμάτη απορία :
“Μα καλά εσύ από όλα δίπλα σου, τον τοίχο τραβάς; ”
Δεν της απάντησα. Δεν προλάβαινα να της εξηγήσω, τι σήμαινε η κάθε φωτογραφία για το παιδάκι που ζούσε μέσα μου. Έπρεπε να προλάβω να τα τραβήξω όλα. Πριν είναι αργά. Πριν την αφήσω πίσω μου.
Ωστόσο, έπρεπε να την αποχαιρετήσω…
Ήταν δύσκολο για ‘μένα. Την ήξερα καλά, κι ας ήταν η πρώτη μας συνάντηση. Ήξερα πως την σχεδίασαν ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος. Ήξερα για τον Ιουστινιανό που είπε “Νενίκηκά σε Σολομών”, μόλις την είδε . Ήξερα πόσα χρόνια έχει μείνει ακίνητη βλέποντας όλη την Κωνσταντινούπολη· παρά τους σεισμούς και τις σταυροφορίες.
Δεν ήξερα, όμως, πόσο δύσκολο είναι να την αποχωριστείς· και να την ξεχάσεις.
Σε όλο το υπόλοιπο της εκδρομής το μυαλό μου ήταν εκεί – σε εκείνη την εκκλησία. Φεύγοντας από την Πόλη, μέσα στο λεωφορείο, έδωσα άλλη μια υπόσχεση, καθώς έβλεπα την μικρή της απομίμηση: ότι μια μέρα θα επιστρέψω να την ξαναδώ, σαν να ήταν η πρώτη μου αγάπη που της υποσχέθηκα να ξανασμίξουμε…
Βασίλης Κουτούλας Β’3