«Νυχτερινοί επισκέπτες »: 3ο μέρος

Ο θάνατος είναι μια πρόκληση. Μας λέει να μην χάνουμε χρόνο,

και να πούμε τώρα ο ένας στον άλλο πως τον αγαπάμε.

Leo Buscaglia

Αμαλιάδα, Φεβρουάριος 2023

Έκρυψε το πρόσωπο της στις παλάμες της και έκλαψε γοερά δίνοντας διέξοδο στον πόνο, το φόβο και την οργή που τόσο καιρό έκρυβε μέσα της σχολαστικά σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να εκμηδενίσει τους κινδύνους. Είχε αυτό το δικαίωμα; Τώρα άρχιζαν όλα. Γιατί θρηνούσε; Δεν ήταν το τέλος… Τιμωρούσε τον εαυτό της με τύψεις και ενοχές για αυτό που δεν έπραξε. Τι θα γινόταν άραγε αν το έκανε; Δεν έχει σημασία αν η πράξη της ήταν η μόνη λύση που της είχε απομείνει για να σωθεί. Η δική της σωτηρία κόστισε τον θάνατο ενός άλλου ανθρώπου. Δεν έχει σημασία αν η επιλογή της δεν είχε καν το προνόμιο να λέγεται ‘επιλογή’. Ο πόνος εξακολουθούσε να είναι οξύς και πικρός σαν δηλητήριο που ποτίζει αργά αργά το αίμα. Οι αναμνήσεις την ζάλιζαν, της δημιουργούσαν πονοκέφαλο, δάκρυα που κυλούσαν στα παγωμένα μάγουλά της ωστόσο, όμως δεν της προκαλούσαν κανένα αίσθημα ζεστασιάς μόνο ευθύνη, πόνο υπενθυμίζοντας, βασανίζοντας, τιμωρώντας την. Σαν αγκάθια στο μυαλό της που δεν μπορούσε να τα ξεριζώσει γιατί μόνο και στη σκέψη την πλήγωναν. Μια τόσο κακή ανάμνηση που δεν μπορούσε να την διαγράψει ήταν εκεί και της θύμιζε αυτό το συμβάν, μπορεί να έσωσε το σώμα της αλλά η ψυχή της έμεινε εκεί ρωτώντας το μυαλό της γιατί, γιατί δεν την έσωσες, γιατί τόση εγωιστική αλαζονεία; Κανείς δε θα ξανάβλεπε ποτέ πια τη Ζωή. Η Νατάσα βρισκόταν εκεί λίγα εκατοστά μακριά από αυτόν που άρπαξε με τόσο βίαιο τρόπο όλα τα όνειρα, τις ελπίδες , το δικαίωμα για ζωή από την φίλη της. Από αυτόν που ξερίζωσε την καρδιά της και την ποδοπάτησε, μέχρι να σταματήσει να αισθάνεται, να σταματήσει να αγαπά, να σταματήσει να ονειρεύεται και να αρχίσει να πονά, να λυπάται, να αρχίσει να πεθαίνει, να σβήνει κάθε αισιόδοξη ελπίδα απλά με ένα φύσημα. Και ο λόγος γιατί έτσι ήθελε, άρπαξε τη ζωή της και την τελείωσε, τράβηξε μια κόκκινη γραμμή στην πορεία της, έγραψε το τέλος της. Ποιος ήταν αυτός που πραγματοποίησε μια τόσο απάνθρωπη πράξη; Γιατί το έκανε; Γιατί προκάλεσε τόσο πόνο συντρίβοντας τη ζωή ενός δεκατριάχρονου κοριτσιού απλώς ρίχνοντας μια κλωτσιά στα θεμέλια ενός τοίχου που στην πορεία της ζωής της θα τον μετέτρεπε σε μία ολόκληρη πολυκατοικία; Τόσο απλά με ένα χτύπημα… Όλα αυτά τα ερωτήματα τριγύριζαν στο κεφάλι της Νατάσας, δεν έμπαιναν σε σειρά και προκαλούσαν ένα χάος και με τις απαντήσεις ανύπαρκτες. Τότε λύγισε, έπεσε, έβγαλε μια κραυγή και άρχισε να χαρακώνει τα μάγουλά της με τα ίδια της τα νύχια. Προκάλεσε πόνο στον εαυτό της γιατί το άξιζε έτσι είχε πεισθεί. Ένιωθε το αίμα να κυλά ζεστό στο δέρμα της και να γλιστρά στις άκρες των δαχτύλων της. Γέλασε, σώπασε και έπειτα γέλασε ξανά, πιο δυνατά αυτή τη φορά, πιο άγρια, πιο ασυνάρτητα, σαν να την είχαν κυριέψει όλοι οι δαίμονες της κόλασης διεκδικώντας μερίδιο από την ψυχή της. Κάποια στιγμή το τρελό γέλιο της κόπασε και στο φανταχτερό μεγάλο της δωμάτιο επικράτησε σιωπή, ήταν από αυτές που κάνουν το χειρότερο θόρυβο στο μυαλό. Την ‘έπνιγε’ αυτό που αισθανόταν και η σιωπή ήταν… θάνατος! Το γυάλινο βλέμμα της καρφώθηκε έξω από την τζαμαρία σε ένα βροχερό, παγωμένο τοπίο όπου αγκάλιαζε σφιχτά ο μανδύας της νύχτας χωρίς καμία χαραμάδα φωτός, κανένα σημείο διαφυγής, παρά μόνο άφθονο σκοτάδι και ψιχάλες νερού όπου φάνταζαν σαν δάκρυα πάνω στην τζαμαρία, εκατομμύρια διάφανα δάκρυα. Γονάτισε και ξάπλωσε στο πάτωμα, έκλεισε σφιχτά τα μάτια της, αγκάλιασε και ακούμπησε τα γόνατά της στο μέτωπο. Προσπάθησε να μεταφερθεί σε εκείνη τη νύχτα. Η Νατάσα έμοιαζε σαν να σκεφτόταν… ‘Πώς να θυμηθώ τον δράστη; Το μόνο που επανέρχεται στη μνήμη μου είναι έντονη μυρωδιά από πεύκα, αντιλαμβάνομαι πως βρίσκομαι σε δάσος οπότε πιστεύω πως ήταν στο γήπεδο ποδοσφαίρου πίσω από τις κερκίδες διότι είναι το πιο κοντινό δάσος από το σχολείο, καθώς όλα αυτά συνέβησαν την νύχτα του κόκκινου φεγγαριού τη στιγμή που όλο το σχολείο πανικόβλητο έβγανε έξω με τη βοήθεια της «Μπέλα». Κι όσο η Νατάσα συλλογιζόταν, οι αναμνήσεις την βομβάρδιζαν, αισθανόταν τον πόνο και την αγωνία να κατακλύζουν την αδράνεια που επικρατούσε τόσο στο σώμα όσο και στην καρδιά της. ‘Κάποιος απειλεί και να τραβάει τη Ζωή από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από το σχολείο! Ο άνδρας αυτός ήταν ντυμένος στα μαύρα και το μόνο που μπορούσε να αποσπάσει κανείς από την εμφάνισή του ήταν μια μεγάλη και πιθανότατα βαθιά ουλή που είχε στο δεξί μάγουλό του. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός ούτε διέθετε άλλα αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά από ότι μπορούσα να διακρίνω στο σκοτάδι, αφού το ρεύμα δεν είχε επανέλθει ακόμα. Αφότου απομακρύνθηκε λίγο μαζί με τη Ζωή, τους πήρα από πίσω. Αυτός άρχισε να την σπρώχνει, να την χτυπά και να την βρίζει με χυδαία λόγια. Στο άκουσμα της τραχιάς και οργισμένης φωνής του προσπάθησα να συγκρατηθώ. Μετά από αυτό το μόνο που θυμάμαι είναι τη Ζωή να μάχεται για την επιβίωσή της, να θέλει να αρπάξει το μαχαίρι από τον άνδρα αλλά εκείνος είναι πιο δυνατός, τη σπρώχνει, βαράει το κεφάλι της σε μια πέτρα, τραυματίζεται, πονάει, πιάνει το πίσω μέρος του κεφαλιού της, βγάζει αίμα, φοβάται, φοβάμαι… Είμαι κρυμμένη πίσω από έναν βράχο, στριμωγμένη, πολύ άβολα, προσπαθώ να καταπνίξω την αγωνία μου για το αν η Ζωή είναι καλά. Συνεχίζω να παρακολουθώ. Κάποιος εμφανίζεται… Ποιος είναι; Ποιος; Χτυπάει τον άνδρα που απειλούσε τη Ζωή στο κεφάλι … πέθανε; Δεν ξέρω, δεν με ενδιαφέρει… Ο άλλος προβαίνει στην κίνηση να βοηθήσει τη Ζωή, ανακουφίζομαι. Όχι! Τη μαχαιρώνει, τη σκότωσε, αυτός είναι ο δολοφόνος! Ένα δάκρυ κύλισε, η καρδιά μου ήταν έτοιμη να εκραγεί από τα συναισθήματα που την αιφνιδιάζουν, η ανακούφιση αντικαθίσταται από πόνο, δεν μπορώ να το νικήσω αυτό, δεν το αντέχω, δεν μπορώ να αναπνεύσω, για ένα δευτερόλεπτο αισθάνθηκα πως η καρδιά μου δεν λειτουργούσε, πως παραιτήθηκε από αυτήν την μάταιη και σκληρή ζωή. Ένα κάθαρμα σκότωσε την καλύτερη μου φίλη μπροστά στα μάτια μου και εγώ δεν την βοήθησα, την άφησα στην μοίρα της, δεν την υπερασπίστηκα, σκέφτηκα τον εαυτό μου, δείλιασα… Βοήθεια! Θεέ μου βοήθησέ με, η Ζωή έχασε τη ζωή της. Τι ειρωνικό! Ύστερα δεν θυμάμαι το πως αλλά ξύπνησα χτυπημένη κάποιος με είχε τραυματίσει, ευτυχώς όχι σοβαρά, ο ίδιος άνθρωπος που με χτύπησε έφυγε τρέχοντας σαν κάτι να άκουσε και φοβήθηκε… Δεν ξέρω τι ήταν αλλά εξαιτίας αυτού είμαι ακόμα ζωντανή. Λίγο αργότερα με τις δυνάμεις που μου είχαν απομείνει σύρθηκα ως τη Ζωή, ο άλλος άνδρας με την ουλή είχε εξαφανιστεί, πιθανότατα να τον μετέφερε ο άνθρωπος που με τραυμάτισε για να τον ξεφορτωθεί. Πλησίασα προς τη Ζωή, είχε χάσει πάρα πολύ αίμα, την αγκάλιασα, έτρεμα, δάκρυα άρχισαν να κυλούν, οι λυγμοί με κατέλαβαν, άγγιξα το πρόσωπο της ήταν ακόμα ζεστή, χάρηκα, άνοιξε τα μάτια της με είδε, χαμογέλασε και απελευθέρωσε ένα δάκρυ μαζί με την τελευταία της αναπνοή. Αυτό ήταν, άρχισα να κλαίω πιο δυνατά σε σημείο που δεν μπορούσα να ανασάνω, αισθάνθηκα την τελευταία της πνοή να σκουπίζει τα δάκρυά μου, να χαϊδεύει τα μαλλιά μου και να αποχωρεί. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή. Κάθε λεπτό από ‘δώ και μπρος ήταν γεμάτο από την οδυνηρή ανάμνηση της πράξης που δεν έπραξα, της βοήθειας που δεν έδωσα, στοιχειώνοντας την υπόλοιπη ζωή μου. Ο θάνατος ήταν λυτρωτικός, αλλά όχι δεν θα υπέκυπτα στον πειρασμό. Δε θα εγκατέλειπα αυτόν τον κόσμο δίχως να μάθω τον δράστη, δίχως να εκδικηθώ, δίχως να τα καταφέρω, το ορκίστηκα στη φίλη μου, το ορκίστηκα στη Ζωή. Της έκλεισα τα μάτια , την φίλησα στο μάγουλο, τη πήρα μια τελευταία αγκαλιά, την αποχαιρέτησα… Έπειτα πιάστηκα από έναν βράχο, σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω μακριά από το νεκρό σώμα της φίλης μου’… Ο ήχος του περπατήματος της Νατάσας σταμάτησε και απέμεινε μόνο η θέα του δρόμου μπροστά της. Έδειχνε μακρύς και ξένος, όπως ακριβώς φάνταζε και το μέλλον της . Δεν ήξερε που πήγαινε, δεν είχε ιδέα για το τι θα έκανε και ποιες παγίδες θα έφερνε στην πορεία της η μοίρα αλλά δεν φοβόταν την προστάτευε η φίλη της και αυτό της αρκούσε. Η φίλη της.

 

 Αναστασία Συριοπούλου Β3