Το κάστρο της Καβάλας

Καβάλα-Κάστρο

 

Η διαρρύθμιση του Κάστρου
Το φρούριο της Χριστούπολης αναφέρεται πολύ συχνά στις πηγές μετά τα τέλη του 12ου αιώνα και πέρασε διαδοχικά στην κυριαρχία των Λομβαρδών (1204), των Φράγκων (1208), ξανά των Βυζαντινών και στη συνέχεια των Τούρκων (1391). Όπως όλες οι Βυζαντινές οχυρώσεις, έτσι και το φρούριο της Καβάλας έχει τον εξωτερικό περίβολο και τη κυρίως ακρόπολη, το έσχατο τμήμα άμυνας κάθε πόλης.
Το φρούριο αποτελεί έναν οχυρωμένο περίβολο, που ακολουθεί τη διαμόρφωση και την κλίση του εδάφους παρουσιάζοντας υψομετρική διαφορά ως 10 μ. και χωρίζεται σε δύο μέρη από ένα εγκάρσιο τείχος με διεύθυνση από Β.Δ. σε Ν. Α.
Ο εξωτερικός περίβολος, που οχυρώνει τη χαμηλότερη και επισφαλέστερη πλαγιά του λόφου, έχει ακανόνιστο σχήμα, μήκος 65 μ. και πλάτος που κυμαίνεται από 17μ. στη Ν. Δ. πλευρά ως 70 μ. στην αντίθετη. Τα τείχη του ενισχύονται από δύο τετράγωνους πύργους Α και Β (στις Β.Δ. και Β.Α. γωνίες αντίστοιχα), από έναν πολυγωνικό, στη μέση περίπου της ανατολικής κορτίνας και έναν προμαχώνα στη Ν. Α. γωνία.
Ο εσωτερικός περίβολος περικλείει το ψηλότερο σημείο της χερσονήσου, 70 μ. περίπου πάνω από τη θάλασσα, σχεδόν επίπεδο και φυσικά οχυρωμένο από τις τρεις πλευρές του. Έχει κανονικό σχήμα με διαστάσεις 90χ37μ. Στο δυτικό άκρο της βόρειας κορτίνας του παρουσιάζεται μια πολυγωνική, προς τα έξω, διαμόρφωση των τειχών που συμβατικά αποκαλούμε Β.Δ. προμαχώνα, ενώ στο δυτικό άκρο του δημιουργείται ένας μεγάλος χώρος 12χ8 μ. περίπου, που και αυτός προβάλλει αισθητά προς τα έξω. Η Β.Α. κορτίνα, που λειτουργεί παράλληλα και σαν διαχωριστικό τείχος των δύο περιβόλων, διακόπτεται από έναν κυλινδρικό πύργο καθώς και από την πύλη επικοινωνίας τους.
Ο εσωτερικός περίβολος αποτελούσε και το σπουδαιότερο τμήμα της ακρόπολης γιατί περιέκλειε όλους τους χώρους τους απαραίτητους για την άμυνά της. Τη δεξαμενή του νερού, στα ανατολικά του κεντρικού πύργου, την αποθήκη πυρομαχικών και τροφίμων, στο κτίσμα που ονομάζεται σήμερα φυλακή, χώρους κατάλληλους για καταλύμματα φρουράς, στην κατασκευή του δυτικού άκρου (φυλάκιο) και πιθανά και σε άλλα οικήματα, που τα θεμέλιά τους άρχισαν να αποκαλύπτονται σε πρόσφατες έρευνες (1976), καθώς και πύργο απομονωμένο από τις κορτίνες, κατάλληλο για προβολή μιας τελευταίας άμυνας.
Τυπολογικά η ακρόπολη εντάσσεται στους μεσαιωνικούς περιβόλους της «λευκής εποχής», δηλαδή των χρόνων που ακόμα δεν είχε επικρατήσει στην πολεμική τεχνική η χρήση της πυρίτιδας. Συνεπώς προοριζόταν να αντισταθεί σε επιθέσεις με τόξα, βέλη και ξίφη και όχι με πυροβόλα όπλα μεγάλης καταστρεπτικής δύναμης. Η έλλειψη ενός ισχυρού οχυρωματικού χαρακτήρα διακρίνει την κατασκευή των πύργων, των εισόδων και των τειχών της.
Ολόκληρη η Ακρόπολη είναι κτισμένη με ακατέργαστες πέτρες τοπικού γρανίτη, ανακατεμένες από τούβλα και μάρμαρα σε δεύτερη χρήση, ενωμένες μεταξύ τους με άφθονο ασβεστοκονίαμα. Τα θραύσματα μαρμάρων συναντιούνται ιδιαίτερα στα ανώφλια και κατώφλια των πυλών της ακρόπολης καθώς και στις εισόδους του κεντρικού κυλινδρικού πύργου και της φυλακής.
Για το κτίσιμο των νέων τειχών του κάστρου της ακρόπολης τον Απρίλιο του 1425 από τους Τούρκους, μας πληροφορεί ένα γράμμα του Βενετού καπετάνιου Pietro Zen προς τον αδελφό του της 23ης -7-1425, που σώζεται στον κώδικα Cronaca Morozini Εκεί περιγράφονται με λεπτομέρειες η επίθεση 10 Βενετικών γαλερών εναντίον του κάστρου της Cristopoli και στη συνέχεια η κατάληψή του απ’ αυτές.
Το γράμμα δημοσιεύτηκε σε μετάφραση από τον Κ. Μέρτζιο: «…Η κατάληψις του κάστρου αυτού κατετρόμαξε του Τούρκους τόσον, όσο κανέν άλλο πολεμικόν κατόρθωμα, διότι το κάστρον τούτο κείται εις σπουδαίαν στρατηγικήν θέσιν. Είναι η δίοδος προς την Καλλίπολιν, την Ανδριανούπολιν και προς εν μέρος της Ελλάδος. Διά τους λόγους αυτούς ο στόλαρχός μας ευγενής Fantin Michael απεφάσισε να το κρατήση υπό την κατοχήν μας και να το οχυρώση, καθόσον είναι πάρα πολύ χρήσιμον εις ημάς. Και πράγματι ήρχισαν αμέσως αι εργασίαι της οχυρώσεως τόσον εις το έσω, όσον και εις το έξω μέρος. Αλλά περισσότερον από το έξω, όπου ανηγείραμεν έν καταφύγιον λιθόκτιστον.
Το κάστρον τούτο είναι ολόκληρον περιτειχισμένον. Έχει μήκος 50 passa, πλάτος 20 και περιφέρειαν 100 passa. Τα τείχη είναι passa 140 περίπου, με τέσσαρας πυργίσκους ανά δύο εκατέρωθεν και ένα πύργον εις το μέσον της εισόδου ύψους 10 passa. Υπερέχει δηλονότι των τειχών κατά 5 περίπου passa. Το εξωτερικόν καταφύγιον το οποίον είναι από ογκολίθους το εκάμαμεν ημείς και είναι μήκους 40 passa και πλάτους 15. Τα νέα τείχη του κάστρου ανηγέρθησαν προ τεσσάρων περίπου μηνών…».
Αμέσως διαπιστώνεται ότι οι διαστάσεις (μήκος 50 passa = 90 μ.. πλάτος 20 passa=36μ. και το συνολικό μήκος των τειχών του κάστρου 140 passa=252 μ.) που περιγράφει ο Zen αντιστοιχούν στον εσωτερικό περίβολο της ακρόπολης της Παναγίας.
Εύκολα ταυτίζεται και ο πύργος «εις το μέσον της εισόδου» με το σημερινό κεντρικό, κυλινδρικό πύργο. Το ότι σήμερα αυτός παρουσιάζεται λίγο χαμηλότερος από τα 18 μ. της περιγραφής του Zen, αυτό οφείλεται σε μεταγενέστερη καταστροφή μιας αρχικής κωνικής στέγης. Αντίθετα δεν διασώζονται πια οι «τέσσαρας πυργίσκους ανά δύο εκατέρωθεν». Οι δύο απ’ αυτούς τοποθετούνται με βεβαιότητα στα δύο άκρα του διαχωριστικού σήμερα τείχους μεταξύ των δύο περιβόλων, τότε τείχος της εισόδου του κάστρου. Το Β. Δ. άκρο σώζεται περίεργα υπερυψωμένο και ενισχυμένο, ενώ εξωτερικά διακρίνονται, ακόμα και σήμερα, κατάλοιπα του πύργου. Το Ν.Δ. άκρο έχει μεταγενέστερα απότομα κατεδαφιστεί. Στο σημείο εκείνο λείπουν οι επάλξεις, ενώ η εξωτερική τοιχοποιία παρουσιάζει έντονα ίχνη αλλοίωσης (σχηματίζεται ένα κοίλωμα). Η θέση του τρίτου πυργίσκου πρέπει να αναζητηθεί στον πολυγωνικό προμαχώνα-με άλλη φυσικά διαμόρφωση-της βόρειας κορτίνας του εσωτερικού περιβόλου. Για τον τέταρτο πυργίσκο προσφέρεται ο χώρος του φυλακίου, με διαφορετική βέβαια μορφή από τη σημερινή, στο ανατολικό άκρο του εσωτερικού περιβόλου της ακρόπολης, ο οποίος οπωσδήποτε υπήρχε στο αρχικό κάστρο: Το μήκος του 90μ. που παραδίνει ο Zen συμπίπτει με το μήκος του εσωτερικού περιβόλου, μόνο αν συμπεριληφθεί και το φυλάκιο.

Το Κάστρο τον 16ο και 17ο αιώνα
Μετά το 16ο αιώνα η ακρόπολη συνδέθηκε στενά με την ιστορία της Καβάλας. Στην οικοδομική δραστηριότητα της εποχής του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, που τόσα πρόσφερε στη νέα πόλη, μπορεί να αποδοθεί το κτίσιμο της φυλακής, η αποθήκη μάλλον των πυρομαχικών και τροφίμων που βρήκε ο Εβλιά Τσελεμπή στην ακρόπολη το 1667, καθώς ακουμπά στη βόρεια κορτίνα του εσωτερικού περιβόλου γίνεται φανερό ότι είναι μεταγενέστερη απ’ αυτή. Η τοιχοποιία της, διαφορετική από αυτή της υπόλοιπης ακρόπολης-ενισχυμένη στις γωνίες με πέτρες πιο τετραγωνισμένες και χωρίς την παρεμβολή τούβλων-, μας θυμίζει τις τούρκικες προσθήκες και επισκευές του δευτέρου μισού του 16ου αιώνα στα κάστρα του Μοριά (Μεθώνη, Νέο Ναυαρίνο, κάτω πόλη Μονεμβασιάς).
Οι αυξημένες αμυντικές ανάγκες και κυρίως η αλλαγή της πολεμικής τεχνικής, επέφεραν ορισμένες αλλαγές στην ακρόπολη και ιδιαίτερα στο χαμηλότερο εξωτερικό περίβολο: στη Ν.Δ. γωνία του ανοίγεται η πύλη που συνδέει το φρούριο άμεσα με το κέντρο της νέας πόλης, ενώ η Ν.Α. του γωνία διαμορφώνεται σε προμαχώνα για την τοποθέτηση πυροβολικού. Επιχωματώνεται ο πολυγωνικός πύργος της ανατολικής κορτίνας του. Η ελαφριά ξύλινη επίπεδη οροφή του πύργου Β της Β.Δ. γωνίας μετατρέπεται σε μια κτιστή κάμαρα και κατασκευάζεται η μικρή ράμπα της ανατολικής κορτίνας για τη μεταφορά πυροβολικού στην κορυφή του πύργου. Ταυτόχρονα διαφοροποιήθηκαν σε τριγωνικές οι επάλξεις στη Β.Δ. γωνία του εσωτερικού περιβόλου και πήρε τη σημερινή μορφή του ο πολυγωνικός προμαχώνας της βόρειας κορτίνας του.
Βέβαια κατά καιρούς έγιναν αρκετές μετατροπές, με σκοπό την τοποθέτηση κανονιών και διάφορες επισκευές: μια εκτεταμένη το 1656 και μια άλλη πιθανόν μετά την καταστροφή που υπέστη από πυρκαγιά το 1684. Δεδομένου ότι μετά τους πρώτους αιώνες ο κίνδυνος εξωτερικών επιθέσεων ήταν σχεδόν ανύπαρκτος) η ακρόπολη παύει να αποτελεί αμυντικό κέντρο της περιοχής, όπως ήταν αρχικά, και εκλείπουν οι λόγοι να συντηρείται συστηματικά και να φυλάσσεται από μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η φρουρά του κάστρου έχει περιοριστεί σε 50-60 άτομα, τα κανόνια του είναι πεπαλαιωμένα, η συντήρησή τους κακή και η άσκηση των φρουρών σχεδόν ανύπαρκτη.
Από το 17ο αιώνα το κάστρο χρησιμεύει και ως τόπος εξορίας και φυλάκισης υπηκόων του σουλτάνου. Το 1618 υπήρχαν εδώ 100 φυλακισμένοι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, που κρατούνταν υπό άθλιες συνθήκες, αφού οι οθωμανικές αρχές δαπανούσαν ελάχιστα για τη συντήρησή τους. Το 1722 ο διοικητής του φρουρίου διατάσσεται ¨να εγκλείση εις το δεσμωτήριον…μέχρι του σωφρονισμού των¨ πέντε ραγιάδες από τη Θεσσαλονίκη, επειδή δημιούργησαν πρόβλημα στην είσπραξη των δημοσίων προσόδων. Το 1759 φυλακίζεται εδώ ο καθαιρεθείς πασάς της Καβάγιας Ιμπραήμ, το 1792 ο κοτζαμπάσης της Θάσου Μεταξάς, επειδή αντιδίκησε με το βοεβόδα της Λήμνου κλπ. Όλοι αυτοί βρίσκονταν φυλακισμένοι στο μεγάλο σκοτεινό υπόγειο που μέχρι σήμερα είναι γνωστό ως φυλακή. Σε ένα ιλιάμ (δικαστική απόφαση) του 1654 λέγεται ότι τμήμα του τείχους του κάστρου κάηκε συνεπεία πυρκαγιάς. Διατάχθηκε αμέσως στους μαστόρους Αργυρό και Βασιλικό να αναλάβουν την επισκευή. Τα έξοδα ανήλθαν στο ποσό των 80.000 ακτσέ. Βάσει του εν λόγω εγγράφου, στο κάστρο υπήρχαν ντιζντάροι (επιθεωρητές των τειχών), κετχούντα έροι (επικεφαλής φρουράς της Υψηλής Πύλης), σερδάρηδες (αρχιστράτηγοι), μουσταφάζοι (διοικητές οχυρών), αζεμπάνοι (ναύτες), γενίτσαροι κ.α. Σε μια καταγραφή του 1618 τονίζεται ότι στις φυλακές βρίσκονται 100 άτομα-χριστιανοί και μουσουλμάνοι- οι οποίοι έπαιρναν την ημέρα ένα ακτσέ για διατροφή. Με τέτοιο ημερήσιο σιτηρέσιο είναι ζήτημα αν εκείνη την εποχή επιβίωναν οι περισσότεροι απ’ αυτούς. Από μια διαταγή του 1715 πληροφορούμαστε πως είχαν παραγγελθεί για την κατασκευή στο εργαστήριο του Πραβίστε (Ελευθερούπολη) 4.019 κανονιών που προορίζονταν για αποστολή στα κάστρα Καβάλας, Κορούν (Κορώνης), Μετόν (Μεθώνης) και Αναβαρίν (Ναβαρίνου). Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση είναι πως τα κανόνια αποθηκεύονται στο λιμάνι της Καβάλας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια αναφορά στο φρούριο της Καβάλας μέσα από τα κείμενα των διαφόρων περιηγητών που επισκέφτηκαν κατά καιρούς την πόλη. Στα 1470 η πόλη δεν πρέπει να κατοικούνταν. « Περάσαμε από μια πλαγιά βουνού που ονομάζεται Καβάλα. Εδώ βρίσκεται μια στενωπός με δύο ωραιότατα κάστρα ένα πάνω στο βουνό και ένα κοντά στη θάλασσα και τα δύο ακατοίκητα» γράφει στο ημερολόγιό του ο Βενετός αξιωματικός Angiollelo στα 1470. Αυτή είναι η αρχαιότερη αναφορά του ονόματος Καβάλα ως τοπωνύμιο. Τα αναφερόμενα ακατοίκητα κάστρα είναι το κάστρο της Χριστούπολης στη θάλασσα, το οποίο είχαν αναγείρει οι Τούρκοι στα 1425 και το οποίο όπως φαίνεται το 1470 είχαν πάψει να το χρησιμοποιούν και το ¨παρά την Χριστούπολιν τείχισμα¨ στο βουνό, βόρεια της Χριστούπολης. Η ίδρυση της πόλης της Καβάλας τοποθετείται ανάμεσα στα 1520 και 1530.
Το 1667 ο Εβλιά Τσελεμπή βρίσκει το φρούριο: «…εκτισμένον επί οξέος, λείου κα μαύρου βράχου, εις το άκρον στενού ακρωτηρίου με τας δύο πλευράς επί του βράχου. Είναι στερεώτατον και ερυμνόν…Έχει το σχήμα αμυγδάλου…». Η περίμετρός του-εσωτερικά- είναι 3000 βήματα και έχει την κεντρική του πύλη προς το νότο Η ακρόπολη φιλοξενεί τον φρούραρχο (ντισντάρης) και περικλείει τις αποθήκες πυρομαχικών (μπαρουτχανάδες) και τροφίμων.
Ο Robert de Dreux, που πέρασε από την Καβάλα δύο χρόνια αργότερα (1669) περιγράφει την ακρόπολη χωρισμένη σε δύο πτέρυγες μ’ ένα μεγάλο πύργο στην κορυφή της. Η δύναμη πυρός της ακρόπολης δεν ήταν μεγάλη-ας μη ξεχνάμε ότι η γύρω πόλη προστατευόταν και από τα κανόνια των θαλασσίων τειχών της. Κατά την επίθεση του Morosini εναντίον της Καβάλας μνημονεύονται στο φρούριο 3 κανόνια. Αργότερα το 1786 ο Cousinery αναφέρει ότι στην ακρόπολη υπάρχουν 8-10 κανόνια και ότι εκεί φιλοξενείται ο δισδάρχης με λίγους άνδρες. Το 18ο αιώνα στην ακρόπολη φυλακίζονται σημαίνοντα πρόσωπα(από τότε η αποθήκη πυρομαχικών και τροφίμων μετονομάστηκε σε φυλακή). Την εποχή εκείνη ή και λίγο αργότερα, όπως δείχνει η πολύ πρόχειρη τοιχοποιία, κτίστηκε το μικρό τζαμί πάνω από τη δεξαμενή.
Το Κάστρο από τον 19ο αιώνα ως σήμερα
Τον 19ο αιώνα πέρασε ο Β. Νικολαΐδης από την Καβάλα. Βρίσκει στην ακρόπολη 16 κανόνια και επισημαίνει την αδυναμία της απέναντι σε μια δυνατή επίθεση από την πλευρά της θάλασσας.
Στην ακρόπολη της Καβάλας βρισκόταν μέχρι περίπου το 1880 και το διοικητικό κέντρο της πόλης και της ευρύτερης περιοχής. Εδώ πρέπει να ήταν εγκατεστημένες, μάλλον, εξ αρχής, οι οθωμανικές αρχές του οικισμού, του ναχιγιέ (=μικρή διοικητική μονάδα υποδιαίρεση αρχικά του σαντζακίου και αργότερα του καζά), οι διάφοροι αξιωματούχοι και η μικρή φρουρά του κάστρου 50-300 άτομα κατά περιόδους) με επικεφαλής το φρούραρχο. Σ’ αυτό συνηγορούν ένα γενικό και ένα ειδικό δεδομένο: Το πρώτο είναι ότι στις οθωμανικές πόλεις η τουρκική διοίκηση και η στρατιωτική φρουρά στεγάζονταν κατά κανόνα σε οχυρωμένο τμήμα τους. Το δεύτερο είναι ότι στην Καβάλα μέχρι περίπου το 1530 το μόνο πραγματικά οχυρωμένο και ασφαλές μέρος της χερσονήσου ήταν η ακρόπολη, η οποία επιπλέον ως χώρος στρατοπέδου πρέπει να διέθετε και τις στοιχειώδεις υποδομές. Η ακρόπολη εξακολουθεί να αποτελεί το στρατιωτικοδιοικητικό κέντρο της Καβάλας ακόμη μια-δυο δεκαετίες μετά την επέκταση της πόλης εκτός των τειχών (το 1864). Λίγο πριν από το 1885 όλες οι αρχές και η στρατιωτική δύναμη εγκαταλείπουν την ακρόπολη, οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις μεταφέρονται σε άλλο σημείο της πόλεως, έξω από τα τείχη, τα άχρηστα πλέον πυροβόλα αποσύρονται κα η σημαία υποστέλλεται από τις επάλξεις. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο χεδίβης της Αιγύπτου Αμπάς Χιλμί αγόρασε το άχρηστο πλέον κάστρο από τους Τούρκους για να εγκαταστήσει βιομηχανική και βιοτεχνική σχολή, σχέδιο που δεν υλοποιήθηκε.
Πάντως μετά τη διακοπή λειτουργίας του φρουρίου ως ‘στρατιωτικού’ μέρους, χρησιμοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών των κατοίκων της Παναγίας. Το φρούριο αποτελούσε το καλύτερο και πλέον περιπόθητο ‘γήπεδο ποδοσφαίρου’: έμπαιναν μέσα από την πύλη της ζεματίστρας, τραβώντας την πόρτα ή περνώντας κάτω απ’ αυτήν. «Εκεί παίζαμε στο Μαρακανά», θυμούνται οι πληροφορητές μας, εξηγώντας ότι υπήρχε αυτοφυές χόρτο. Επίσης, ένα θέαμα που συνδέεται με σωματική ρώμη, με το οποίο οι κάτοικοι της Παναγίας είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν, ήταν οι ‘μπεχληβάνηδες’ (παλαιστές). Αυτοί αποτελούσαν θέαμα γνωστό στους πρόσφυγες που προέρχονταν από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεγαλόσωμοι άνδρες, εμφανίζονταν σε αγώνες ελευθέρας πάλης, έχοντας το κορμί τους αλειμμένο με λάδι. Οι αγώνες λάμβαναν χώρα στο χώρο του φρουρίου και το φαινόμενο διήρκεσε μέχρι το 1940. Οι θεατές παρακολουθούσαν έχοντας προμηθευτεί προηγουμένως εισιτήριο. Τέλος, το φρούριο χρησίμευε κα ως χώρος σχολικών εκδρομών: «Μόνο στο φρούριο, όπου πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και τρέχαμε ανάμεσα σε θρυμματισμένα κανόνια κι ερειπωμένα δεσμωτήρια, σκουριασμένες κρεμάλες και ανήλιαγες κρυψώνες, προσπαθούσαμε να ξεδιπλώσουμε το μικρό πανωφόρι του παιχνιδιού».
Για τελευταία φορά η ακρόπολη χρησιμοποιήθηκε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν καταλήφθηκε από τα στρατεύματα κατοχής. Τότε κτίστηκαν μπροστά από το φυλάκιο δύο δωμάτια, που χρησιμοποιήθηκαν σαν γραφεία και που τείχισαν την αρχική του είσοδο. Το κτίσμα αυτό κατεδαφίστηκε μεταπολεμικά. Ίχνη του διακρίνονται στο έδαφος καθώς και στην πρόσοψη του φυλακίου. Το 1964 ο Δήμος Καβάλας αγόρασε έναντι 40.000 δραχμών το φρούριο από την Αιγυπτιακή κυβέρνηση. Κατά καιρούς το φρούριο χρησιμοποιείται από διάφορους φορείς για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Σήμερα το φρούριο της Καβάλας ανακατασκευάζεται, προκειμένου να δοθεί πάλι σε χρήση στους πολίτες της Καβάλας, συνεχίζοντας την λαμπρή παρουσία του στη διάρκεια του χρόνου και αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης.

Μαντώ Παλάδα

Γ΄ Υγείας & Πρόνοιας

Σχολιάστε

Top