Αρχικά, το πρωί, πηγαίνω στον Γραμματιστή. Πάντα με μεταφέρει ο δούλος των γονιών μου, που κατά την ώρα του μαθήματος, περιμένει στο σπίτι του δασκάλου για να με επιστρέψει πίσω. Ο γραμματιστής μου μαθαίνει γραφή κι ανάγνωση. Βαριέμαι τη ζωή μου αλλά τι να κάνουμε, κουράγιο. Πιο πολλή δύναμη, για να αντέξω τις ατελείωτες ώρες που ο γραμματιστής, μάταια, προσπαθεί να μου μάθει τις καταχρηστικές και τις κύριες δίφθογγους, μου δίνει η σκέψη ότι έπειτα ακολουθεί το μάθημα της μουσικής. Και πραγματικά, μετά τον κιθαριστή τραβάμε γραμμή στον κιθαριστή. Αυτός μου μαθαίνει να παίζω μουσική. Μια φορά μάλιστα άκουσα τους γονείς μου να λένε ότι αυτός <των παίδων ψυχάς προς τον ρυθμόν και την αρμονίαν οικειούσι. Αν και δεν κατάλαβα τι εννοούσαν, το μάθημά του πραγματικά το ευχαριστιέμαι.
Όταν μεσημεριάσει και τελειώσει και το μάθημα του κιθαριστή, επιστρέφω σπίτι μου για να φάω, να ξεκουραστώ και να κάνω τα μαθήματά μου. Έπειτα χουζουρεύω πόση ώρα στο ανάκλινδρο ώσπου να ΄ρθει το απόγευμα και να ΄ρχίσω να ετοιμάζομαι για να πάω στον γυμναστή, τον Παιδοτρίβη. Γιατί, μεταξύ μας, ωραία η γνώση άλλα τι να την κάνω, χωρίς ωραίο και γυμνασμένο σώμα. Αυτή ήταν η μέρα μου λοιπόν, γιατί από εδώ και πέρα δεν έχει ενδιαφέρον. Μόλις επιστρέφω από τον Παιδοτρίβη, πέφτω στο κρεβάτι μου και κοιμάμαι. Άμα σας άρεσε, καλώς, άμα δε σας άρεσε, πρόβλημά σας.
Φ.Κ Α1
