Νικηταράς
Γεννήθηκε το 1781 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα των Πισινών Χωριών του Μυστρά (σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας, στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Καλαμάτας, όπως μας διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του που κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης [1]. Στη σελ. 1 αναφέρει: «Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ” έναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα έναν Τούρκο στο Λεοντάρι.».
Διωγμένος και επικηρυγμένος ο πατέρας του, κατέφυγε σε μικρό συνοικισμό του Λεονταρίου, το σημερινό χωριό Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης. Εκεί γεννήθηκαν οι γιοι του Νικόλαος και Γιάννης (1805), αδέλφια του Νικηταρά. Ο Γιάννης θανατώθηκε βάναυσα από τους Τούρκους το 1816 μαζί με τον πατέρα του Σταματέλο στη Μονεμβασιά και αγιοκατατάχθηκε αργότερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας.
Ο Νικηταράς από πολύ νεαρή ηλικία εντάχθηκε ως “μπουλουξής” (επικεφαλής μπουλουκιού) στο σώμα του περιώνυμου κλέφτη Ζαχαριά, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του. Το 1805, μετά το διωγμό των κλεφταρματολών του Μοριά, πήγε στη Ζάκυνθο που τότε την κατείχαν Ρώσοι. Εκεί εντάχθηκε στα Τάγματα που είχαν ιδρυθεί και πολέμησε στην Ιταλία εναντίον του Ναπολέοντα. Αργότερα επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους που τα είχαν καταλάβει με την Συνθήκη του Τίλσιτ. Το 1808, επέστεψε στο Μοριά μαζί με τον θείο του Κολοκοτρώνη για να βοηθήσει τον Αλή Φαρμάκη, που τον καταδίωκε ο Βελή πασάς. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με τη στρατολογία Αλβανών Τσάμηδων, στο πλαίσιο του σχεδίου των Γάλλων για τη δημιουργία ελληνοαλβανικού κράτους. Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τους Βρετανούς, κατατάχθηκε ως αξιωματικός στα Ελληνικά Τάγματα υπό τον Ρίτσαρντ Τσωρτς και εστάλη στη νότια Ιταλία, για να πολεμήσει τον Βοναπάρτη. Όταν τα Τάγματα διαλύθηκαν παρέμεινε στη Ζάκυνθο.
Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ηλία Χρυσοσπάθη.
Ο Νικηταράς δεν κράτησε το οικογενειακό επώνυμο Σταματέλος, αλλά το έτος 1818, μετά τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία, το υποκοριστικό Σταματελόπουλος. Το παράδειγμά του ακολούθησε και ο αδελφός του Νικόλας. Στον ελληνικό λαό όμως έμεινε με το αγαπημένο του προσωνύμιο Νικηταράς, που του αποδόθηκε μετά τη Μάχη στα Δερβενάκια και υιοθέτησε ως επώνυμο ο γιος του Ιωάννης μετά το 1854.
τεο
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.