Άγριοι σκύλοι

b435f098f9b2b0352df2512543b0d6cb

Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχει παρατηρηθεί παγκοσμίως μία «έκρηξη» δημοφιλίας των επιστημονικώς αποκαλούμενων μολοσσοειδών βραχυκέφαλων σκύλων – κυρίως πιτ μπουλ, αργεντίνικων μαστίφ, μολοσσοειδών από τις Κανάριες Νήσους κ.α. – η οποία έχει κάνει εμφανή τα σημάδια της και στη χώρα μας.

Κοινωνικοί επιστήμονες και ειδικοί ερευνητές συνδέουν το φαινόμενο με τη διόγκωση του αισθήματος ανασφάλειας και φόβου που συνδέεται με την αύξηση της εγκληματικότητας και της επιδείνωσης των συνθηκών ζωής στα αστεακά κέντρα και όχι μόνο της Ελλάδας.

Αναζητώντας κάθε είδους τρόπους προστασίας της ακεραιότητας των ίδιων και της οικογενείας τους, ολοένα και περισσότεροι Έλληνες καταφεύγουν στη λύση της αγοράς ή υιοθεσίας ενός τέτοιου τύπου σκύλου, παρασυρμένοι – αλλά και γοητευμένοι πολλές φορές – από τη μυθολογία που συνοδεύει τις συγκεκριμένες φυλές:

Ακατάβλητοι μαχητές με ιδιαιτέρως οξυμένο ένστικτο φύλαξης, κυριαρχικοί προστάτες της «περιοχής» και της «αγέλης» τους (βλ. οικογένεια), τρομακτικοί στην όψη με αφύσικα μυώδη διάπλαση, θανάσιμα σαγόνια, ανοχή στον πόνο ώστε να μην καταθέτουν ποτέ τα όπλα κατά τη διάρκεια της μάχης και άλλα πολλά, τα οποία συνθέτουν μία λανθασμένη εικόνα που μόνο τους λάθος επίδοξους ιδιοκτήτες μπορεί να προσελκύσει – κυρίως ανθρώπους που αναζητούν όχι έναν σύντροφο, έμψυχο ον, με ευφυΐα, αισθήματα και ανάγκες, αλλά ένα απειλητικό «όπλο», προέκταση του φόβου τους και του ελλειμματικού χαρακτήρα τους.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ειδικά τα πιτ μπουλ αποτέλεσαν και αποτελούν την πρώτη επιλογή ατόμων προερχόμενων από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, συνήθως γκετοποιημένες κοινότητες – ένα φαινόμενο που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, όπου τέτοιοι σκύλοι ακόμη χρησιμοποιούνται σε παράνομες κυνομαχίες.

Όντας μία φυλή που εκτράφηκε και αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από αναμείξεις σκύλων φωλεοδυτών (γνωστών ως τεριέ, για το ταμπεραμέντο) και μπούλντογκ (για τη δύναμη και τη ρώμη), για τη χρησιμοποίησή τους σε κυνομαχίες, τα πιτ μπουλ αναμφίβολα φέρουν ενδογενώς – γονιδιακά – το μαχητή μέσα τους. Η ίδια τους η διάπλαση είναι τέτοια που απαιτεί πολλή ενασχόληση, άσκηση, συνεχή κοινωνικοποίηση και διαρκή απασχόληση ώστε η ευστροφία του, η ορμητικότητά του και η αστείρευτη ενέργειά του να μην μετουσιώνoνται σε επιθετικότητα και καταστροφικότητα προς άλλα σκυλιά και ανθρώπους.

Πράγμα που αυτομάτως μετατρέπει την ιδιοκτησία ενός τέτοιου σκύλου σε τεράστια ευθύνη: ο σκύλος δεν είναι από μόνος του «κακός» και σίγουρα μπορεί κανείς να συναντήσει κανίς και μαλτέζ πολύ πιο μοχθηρά από ένα πιτ μπουλ. Η βλάβη όμως που μπορεί να προκαλέσει ένα αγριεμένο και ακοινώνητο πιτ μπουλ είναι απείρως μεγαλύτερη από εκείνη που μπορεί να προκαλέσει ένα οποιοδήποτε άλλο σκυλί, όσο ασταθές κι αν είναι.

Μία τεράστια εκστρατεία αποκατάστασης της φήμης αυτών των σκύλων έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο με στόχο την ριζική αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων απέναντι τους με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Στην ίδια τροχιά έχει τεθεί και η Ελλάδα, η οποία όμως έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει έως ότου αυτά τα σκυλιά καταφέρουν να καταλήξουν στα σωστά χέρια και όχι υπό την ιδιοκτησία ενός ανώριμου εφήβου ή κάποιου φοβικού ενήλικα που θέλγεται από τη ρώμη και την εν δυνάμει επικινδυνότητά τους.

Ο Έλληνας – στην πλειοψηφία του – ακόμη δεν γνωρίζει ότι αυτός πρέπει να είναι ο προστάτης του κατοικιδίου του και όχι το αντίστροφο. Και αυτό το φαινόμενο αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου ελλείμματος αστικού πολιτισμού από την πλευρά των Ελλήνων που αρχίζει από τον τρόπο συμπεριφοράς τους απέναντι στον συνάνθρωπό τους, περνάει από την ανύπαρκτη περιβαλλοντική τους συνείδηση και επεκτείνεται μέχρι και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται την συμπόρευση στη ζωή με έναν τετράποδο σύντροφο.

 

 

Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχει παρατηρηθεί παγκοσμίως μία «έκρηξη» δημοφιλίας των επιστημονικώς αποκαλούμενων μολοσσοειδών βραχυκέφαλων σκύλων – κυρίως πιτ μπουλ, αργεντίνικων μαστίφ, μολοσσοειδών από τις Κανάριες Νήσους κ.α. – η οποία έχει κάνει εμφανή τα σημάδια της και στη χώρα μας.

Κοινωνικοί επιστήμονες και ειδικοί ερευνητές συνδέουν το φαινόμενο με τη διόγκωση του αισθήματος ανασφάλειας και φόβου που συνδέεται με την αύξηση της εγκληματικότητας και της επιδείνωσης των συνθηκών ζωής στα αστεακά κέντρα και όχι μόνο της Ελλάδας.

Αναζητώντας κάθε είδους τρόπους προστασίας της ακεραιότητας των ίδιων και της οικογενείας τους, ολοένα και περισσότεροι Έλληνες καταφεύγουν στη λύση της αγοράς ή υιοθεσίας ενός τέτοιου τύπου σκύλου, παρασυρμένοι – αλλά και γοητευμένοι πολλές φορές – από τη μυθολογία που συνοδεύει τις συγκεκριμένες φυλές:

Ακατάβλητοι μαχητές με ιδιαιτέρως οξυμένο ένστικτο φύλαξης, κυριαρχικοί προστάτες της «περιοχής» και της «αγέλης» τους (βλ. οικογένεια), τρομακτικοί στην όψη με αφύσικα μυώδη διάπλαση, θανάσιμα σαγόνια, ανοχή στον πόνο ώστε να μην καταθέτουν ποτέ τα όπλα κατά τη διάρκεια της μάχης και άλλα πολλά, τα οποία συνθέτουν μία λανθασμένη εικόνα που μόνο τους λάθος επίδοξους ιδιοκτήτες μπορεί να προσελκύσει – κυρίως ανθρώπους που αναζητούν όχι έναν σύντροφο, έμψυχο ον, με ευφυΐα, αισθήματα και ανάγκες, αλλά ένα απειλητικό «όπλο», προέκταση του φόβου τους και του ελλειμματικού χαρακτήρα τους.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ειδικά τα πιτ μπουλ αποτέλεσαν και αποτελούν την πρώτη επιλογή ατόμων προερχόμενων από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, συνήθως γκετοποιημένες κοινότητες – ένα φαινόμενο που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, όπου τέτοιοι σκύλοι ακόμη χρησιμοποιούνται σε παράνομες κυνομαχίες.

Όντας μία φυλή που εκτράφηκε και αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από αναμείξεις σκύλων φωλεοδυτών (γνωστών ως τεριέ, για το ταμπεραμέντο) και μπούλντογκ (για τη δύναμη και τη ρώμη), για τη χρησιμοποίησή τους σε κυνομαχίες, τα πιτ μπουλ αναμφίβολα φέρουν ενδογενώς – γονιδιακά – το μαχητή μέσα τους. Η ίδια τους η διάπλαση είναι τέτοια που απαιτεί πολλή ενασχόληση, άσκηση, συνεχή κοινωνικοποίηση και διαρκή απασχόληση ώστε η ευστροφία του, η ορμητικότητά του και η αστείρευτη ενέργειά του να μην μετουσιώνoνται σε επιθετικότητα και καταστροφικότητα προς άλλα σκυλιά και ανθρώπους.

Πράγμα που αυτομάτως μετατρέπει την ιδιοκτησία ενός τέτοιου σκύλου σε τεράστια ευθύνη: ο σκύλος δεν είναι από μόνος του «κακός» και σίγουρα μπορεί κανείς να συναντήσει κανίς και μαλτέζ πολύ πιο μοχθηρά από ένα πιτ μπουλ. Η βλάβη όμως που μπορεί να προκαλέσει ένα αγριεμένο και ακοινώνητο πιτ μπουλ είναι απείρως μεγαλύτερη από εκείνη που μπορεί να προκαλέσει ένα οποιοδήποτε άλλο σκυλί, όσο ασταθές κι αν είναι.

Μία τεράστια εκστρατεία αποκατάστασης της φήμης αυτών των σκύλων έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο με στόχο την ριζική αλλαγή νοοτροπίας των ανθρώπων απέναντι τους με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Στην ίδια τροχιά έχει τεθεί και η Ελλάδα, η οποία όμως έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει έως ότου αυτά τα σκυλιά καταφέρουν να καταλήξουν στα σωστά χέρια και όχι υπό την ιδιοκτησία ενός ανώριμου εφήβου ή κάποιου φοβικού ενήλικα που θέλγεται από τη ρώμη και την εν δυνάμει επικινδυνότητά τους.

Ο Έλληνας – στην πλειοψηφία του – ακόμη δεν γνωρίζει ότι αυτός πρέπει να είναι ο προστάτης του κατοικιδίου του και όχι το αντίστροφο. Και αυτό το φαινόμενο αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου ελλείμματος αστικού πολιτισμού από την πλευρά των Ελλήνων που αρχίζει από τον τρόπο συμπεριφοράς τους απέναντι στον συνάνθρωπό τους, περνάει από την ανύπαρκτη περιβαλλοντική τους συνείδηση και επεκτείνεται μέχρι και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται την συμπόρευση στη ζωή με έναν τετράποδο σύντροφο.

Πηγή : http://www.iefimerida.gr/news/132539/γιατί-τα-πιτ-μπουλ-είναι-δυστυχώς-η-προτιμώμενη-φυλή-σκύλων-των-ελλήνων

 

Λεόν – Αλέξανδρος

Σχολιάστε

Top