Το μπουζούκι
Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.
Το σύγχρονο μπουζούκι διαθέτει τρεις ή τέσσερις διπλές χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (υπάρχουν επίσης αναφορές για επτάχορδα ή και οκτάχορδα τριφωνικά μπουζούκια πάλι σε χόρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη διαφορά ότι η μπάσα ΡΕ και άλλοτε και η ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδές), ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Παλιότερα τα κουρδίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου.
Η καταγωγή του μπουζουκιού σαν όργανο είναι ελληνική, ενώ θεωρείται όπως κι όλα τα λαούτα, σαν ένα είδος μετεξέλιξης της αρχαιοελληνικής πανδούρας.[1] Η καταγωγή του μπουζουκιού, ως απόγονος της αρχαίας ελληνικής μουσικής, τοποθετείται στην αρχαία Ελλάδα,[2] όπου υπήρχε το αντίστοιχο αρχαιοελληνικό όργανο γνωστό κι ως «Πανδουρίδιον» ή αλλιώς «τρίχορδο» επειδή είχε τρεις χορδές. Έντονος υποστηρικτής της πηγής αυτής είναι τα μάρμαρα της εποχής, με γνωστότερο αυτό της Μαντινείας (4ος αιώνας π.Χ.), που σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, κι απεικονίζει το μυθικό αγώνα, μεταξύ Απόλλωνος και Μαρσύα, όπου η αρχαιοελληνική πανδούρα παίζεται από μια μούσα κάθισμένη πάνω σε έναν βράχο.[3] Ορισμένοι δέχονται την τουρκική προέλευση μόνο στην ονομασία του (buzuq), αν και είναι πιθανόν η λέξη να προέρχεται από τη περσική λέξη «tambur-e bozorg» που σημαίνει «μεγάλος ταμπουράς» με μετατροπή του ήχου «rg» σε «k» στην Ελληνική και την Τουρκική. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το μπουζούκι που κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη λαϊκή ορχήστρα, έχει σχήμα, διαστάσεις και διάταξη χορδών, ίδια περίπου εδώ και χιλιάδες χρόνια. Πέρασε από τους αρχαίους Έλληνες στους Βυζαντινούς, επέζησε στην Τουρκοκρατία και η άνθησή του στις μέρες μας πέρασε πρώτα από μια περίοδο αμφισβήτησης στις αρχές του αιώνα. Οι παραλλαγές αυτού του αρχαίου οργάνου ήταν αρκετές μέσα στα χρόνια της ζωής του και είχε τα ονόματα πανδούρα ή πανδουρίδα, τρίχορδον, ταμπουράς, θαμπούρα, ταμπούριν, ψαλτήριον, μπουζούκι και πολλά άλλα ακόμη με τα οποία ονομάζονταν και άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα όργανα της ίδιας οικογένειας, των ταμπουράδων. Στην πραγματικότητα ήταν απλώς μικροτροποποιήσεις και παραλλαγές του ίδιου βασικού οργάνου, του ταμπουρά. Ο μουσικολόγος και κριτικός Φοίβος Άνωγειανάκης περιγράφει την πορεία του ταμπουρά και την ιστορία του ονόματός του ως τις μέρες μας. Για τη βυζαντινή εποχή οι πηγές είναι πολλές, καθώς η πανδούρα και το κανονάκι, ήταν από τα βασικότερα όργανα για τη διδασκαλία της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, όπως τονίζει ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στο βιβλίο του για την βυζαντινή μουσική
Μάριος Ν.
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.