γκριμάτσα, ή μια ανάποδη τούμπα. Και σε κείνα που δεν τον άφησαν να τα
πλησιάσει, έκανε ένα νεύμα αγάπης από μακριά.
Όσο ταξίδευε όμως, τόσο καταλάβαινε πόση αδικία και πόση δυστυχία
υπήρχε γύρω του, και γινόταν ακόμα πιο θλιμμένος. Κάποια μέρα έφτασε σ’ ένα
δάσος, όπου υπήρχε μια σπηλιά. Μπήκε για να προστατευτεί απ΄τ’ άγρια ζώα και
για να περάσει τη νύχτα του. Εκεί όμως κατοικούσε ένας μάγος που μόλις τον
είδε του είπε: « Έλα να ξαποστάσεις. Ξέρω ότι ψάχνεις το χαμόγελό σου κι εγώ
γνωρίζω που είναι… Εσύ θα μου χαρίσεις λίγα απ’ τα πικρά σου δάκρυα, ( που
τα χρειάζομαι για ένα μαγικό φίλτρο) κι εγώ το πρωί θα σε οδηγήσω στο πιο
ψηλό βουνό του δάσους. Εκεί θα βρεις ένα τεράστιο μπαλόνι, μέσα είναι το
χαμόγελό σου.»
Πράγματι έτσι έγινε. Όταν έφτασε εκεί, βρήκε ένα τεράστιο πολύχρωμο
μπαλόνι, κάτι σαν αερόστατο, που από μακριά έμοιαζε με ουράνιο τόξο. Όταν
πλησίασε κοντά όμως, παρατήρησε ότι μέσα δεν είχε το χαμένο του χαμόγελο,
αλλά πολλές δεκάδες κρυμμένα χαμογελάκια… Αναγνώρισε τα χαμογελάκια, που
του είχαν χαρίσει στο ταξίδι του, τα δεκάδες παιδάκια που συνάντησε και
προσπάθησε να πάρει λίγο απ’ το πόνο τους. Έπιασε το κορδόνι απ’ το τεράστιο
μπαλόνι κι εκείνο αμέσως άρχισε ν’ ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά, σηκώνοντάς τον
πάνω απ’ τα σύννεφα, σ΄ένα ταξίδι συναρπαστικό. Από κει πάνω, είδε τα
πράγματα πιο καθαρά, του φάνηκαν μικρά κι ασήμαντα, όσα τον πλήγωσαν στην
πατρίδα του, κι ευχήθηκε να γύριζε μια μέρα. Αμέσως το μπαλόνι άρχισε να
κατεβαίνει και προσγειώθηκε στη χώρα του Γέλιου…
Μόλις τον είδαν τα παιδιά έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν, να του ζητήσουν
μετανιωμένα συγγνώμη, για τα άδικα λόγια που τον πίκραναν. Του είπαν πόσο
τον αγαπούν και πόσο τους έλειψαν τα αστεία και το χαμόγελό του. Του ζήτησαν
να μην ξαναφύγει γιατί αυτός είναι ο ήλιος που φωτίζει τη χώρα του Γέλιου κι
ότι όσο έλειπε κανένας δεν μπόρεσε να γελάσει.
Η κακία δεν χωρούσε στην καρδιά του παλιάτσου, ήταν γεννημένος για ν’
αγαπάει όλα τα παιδιά της Γης. Ήδη τα είχε συγχωρήσει και σιγά σιγά, άρχισε
να σχηματίζεται δειλά το χαμόγελο στο πρόσωπό του. Μαζί του χαμογέλασε κι ο
ήλιος κι έλαμψε ξανά πάνω απ’ την χώρα του. Ο παλιάτσος κατάλαβε ότι και τα
παιδιά της πατρίδας του τον έχουν ανάγκη … Για χάρη τους, λίγο αργότερα,
ζωγραφίστηκε ξανά το πλατύ του χαμόγελο, χαρίζοντάς τους την ασφάλεια και
την ξενοιασιά που κάθε παιδί έχει ανάγκη για να μεγαλώσει… Ποτέ δεν τους
μίλησε για τα πονεμένα παιδιά, έξω απ’ τη χώρα του Γέλιου, για να μην τα
στεναχωρήσει. Μόνο εκείνος έκλαιγε γι’ αυτά κάθε βράδυ κρυφά…
Ένα παραμύθι εμπνευσμένο από την αγαπημένη φιγούρα του παλιάτσου,
γεννημένο από τις τρυφερές σκέψεις των μικρών παιδιών του Α2
και την σύμπραξη της δασκάλας τους Αθανασάκη Μαρίας