ΣΤ ΤΑΞΗ:ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Εμπρός!

(Κωστής Παλαμάς)

Εμπρός! Ολόρθοι, ατρόμαχτοι.

Μαυρίλα. Αστροπελέκι.

Μα το σπαθί γοργάστραψε,

και νά! η βροντή τουφέκι!

Στον Πίντο απ’ τον Ταΰγετο,

και στα Μπαλκάνια, ως πέρα,

μια η φλόγα, μια η φοβέρα,

κι ένας ο νους. Εμπρός!

Εμπρός, αδέρφια, ατράνταχτοι!

Κι αν πέφτει αστροπελέκι,

να! το σπαθί γοργάστραψε,

βρόντησε το τουφέκι.

Κρήτη, ο Μωριάς, η Ρούμελη,

εμπρός! η Ελλάδα λάμπει,

αχολογάν οι κάμποι,

καίνε οι καρδιές. Εμπρός!

Από το Αναγνωστικό της Γ’ τάξης του Δημοτικού, ΟΕΣΒ, 1955

(Οργανισμός Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων)

Παπαφλέσσας

(Νίκος Μαραγκός)

Φλογάτη η σκέψη μου γυρνάει σε σένα

πολέμαρχε, πανάξιε ρασσοφόρε,

κι απ’ τη λεβέντισσα γενιά του Εικοσιένα,

πελώριε γυπαητέ, τροπαιοφόρε.

Σαν του βοριά την άγρια ανεμοζάλη

πρόλαβες με την πύρινη ρομφαία

να κρούσεις του τυράννου το κεφάλι

θανατερής οργής, βροντή μοιραία.

Κι όταν η Αραπιά μπήκε στη χώρα,

ν’ απλώσει τη φωτιά πέρα ως πέρα,

σίφουνας ξεσηκώθηκες και μπόρα

κι έπεσες με τα στήθια στο Μανιάκι,

κρατώντας την ατίμητη παντιέρα,

που δόξασαν Κανάρηδες και Διάκοι.

Το Ελληνόπουλο

(Βίκτωρ Ουγκώ σε μετάφραση Κωστή Παλαμά)

Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.

Η Χίο, τ’όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,

με τα κρασιά, με τα δεντρά

τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια

και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια

καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε;κι απάνου εκεί στο βράχο,

στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο

κάθεται, σκύβει θλιβερά

το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει

μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη

μες την αφάνταστη φθορά.

-Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες

για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες.

Τραγούδι δεν ακούγεται, ψυχή δεν ανασαίνει.

Ο ύπνος είναι θάνατος και μνήμα το κρεβάτι,

κι η χώρα κοιμητήριο κι η νύχτα ρημοκλήσι.

Άγρυπνος ο Αλη-πασάς, ακόμη δε νυστάζει,

κι εις ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται ξαπλωμένος.

Το μέτωπό του είναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο

και το ΄βαλεν αντίστυλο το χέρι του, μην πέσει.

Χαϊδεύει με τα δάχτυλα τα κάτασπρά του γένια,

που σέρνονται στου λιονταριού τη φοβερή τη χαίτη.

Αγκαλιασμένα τα θεριά, σου φαίνονται πως έχουν

ένα κορμί δικέφαλο , το μάτι δε γνωρίζει

ποιο τάχα ναν΄ το ζωντανό και ποιο το σκοτωμένο.

Η Νίκη (Κωστής Παλαμάς)

Εδώ στο Ελληνικό το χώμα, το στοιχειωμένο και ιερό,

που το ίδιο χώμα μένει ακόμα απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε κι έχουν αθάνατη ζωή

και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε νεράιδες, ήρωες, θεοί.

Εδώ στο Ελληνικό το χώμα, το στοιχειωμένο κι ιερό,

που το ίδιο χώμα μένει ακόμα απ’ τον αρχαίο τον καιρό,

Είδα τη Νίκη τη μεγάλη, τη Νίκη τη παντοτινή,

την είδα εμπρός μου να προβάλλει με φορεσιά ολοφωτεινή.

Ο θάνατος του κλέφτη

(Ιούλιος Τυπάλδος)

Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,

χαράματα με τις δροσιές, νύχτες με το φεγγάρι,

και σεις, μαύρα κλεφτόπουλα, που στην Τουρκιά ετρομάξτε!

Αρρώστια δε με πλάκωσε και πηαίνω να πεθάνω,

κι αν πάρει βόλι το κορμί, πάλι, η ψυχή απομένει.

Μαύρο πουλάκι θα γενώ, μαύρο χελιδονάκι,

να ‘ρθω το γλυκοχάραμα να ιδώ που πολεμάτε,

και σα σχολάσει ο πόλεμος κι εβγεί τ’ αχνό φεγγάρι,

πάλι θε να ‘ρθω να σταθώ σ’ ένα κυπαρισσάκι

τα λίγα τα κλεφτόπουλα, που βρω στη γη να κλάψω,

μέσα στης νύχτας την ερμιά, στον ύπνο που κοιμούνται,

Ν’ ακούσουν οι μανάδες τους να τα μοιρολογήσουν.

-Για ιδές η θύρα του Πασά, και πάψε το τραγούδι!

Έχετε γεια, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια.

Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,

ν’ ακούω τ’ αηδόνια που ‘ρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.

Ελεύθεροι πολιορκημένοι (Διονύσιος Σολωμός)

(απόσπασμα από το Β’ σχεδίασμα)

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε

κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες της λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα

έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.

Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο

το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κ’ εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:

όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

 

Σχολιάστε