Τα πέτρινα γεφύρια της Ηπείρου

της Κατερίνας Νεστορή

Η τέχνη της πέτρας και οι Ηπειρώτες μάστορές της

Κατά τον 16ο αιώνα, όπως γράφει ο λαογράφος Βασίλης Μάργαρης, οι κάτοικοι των χωριών της Ηπείρου εγκαταλείπουν σταδιακά την άγονη γη τους, αφήνουν τη γεωργία και την κτηνοτροφία και στρέφονται σε πιο προσοδοφόρες απασχολήσεις όπως η επεξεργασία της πέτρας, η ξυλογλυπτική και η αγιογραφία, που μπορούν να εξασκήσουν μακριά από τα σπίτια τους και τα χωριά τους.

Οργανωμένοι σε ομάδες με βάση συνήθως τη συγγένεια, τα μπουλούκια (χτίστες, ξυλουργοί, σιδεράδες κ.λ.π.), οι μάστορες της Ηπείρου ταξιδεύουν στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, φτάνουν στα Βαλκάνια, τη Γαλλία, την Αιθιοπία, το Κονγκό, την Περσία, την Ινδία, την Αφρική, ακόμα και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Χτίζουν κάστρα, εκκλησίες, τζαμιά, αρχοντικά, βρύσες, πηγάδια, παλάτια, γεφύρια μονότοξα και πολύτοξα, κτίσματα που αναδεικνύουν το μεράκι και την τόλμη των δημιουργών τους.

Έργα μοναδικής αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής αξίας, σκορπισμένα σε τόπους κοντινούς και μακρινούς, φέρουν διαχρονικά τη σφραγίδα των τεχνιτών τους, των ακούραστων λαϊκών καλλιτεχνών, των Ηπειρωτών μαστόρων της πέτρας.

Μαστοροχώρια

Τα πέτρινα γεφύρια της Ηπείρου είναι μοναδικά μνημεία, κατασκευασμένα με απίστευτη δεξιοτεχνία, που μαρτυρούν την ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία και την ικανότητά του να δημιουργεί με σεβασμό απέναντι στο φυσικό περιβάλλον. Κάποια από αυτά τα γεφύρια είναι:

Το Γεφύρι της Πλάκας χτίστηκε το 1866 από τον πρωτομάστορα Κωνσταντίνο Μπέκα, έναν από τους πιο ξακουστούς μαστόρους. Θεωρούνταν η ωραιότερη γέφυρα των Βαλκανίων και μία από τις ομορφότερες στην Ευρώπη. Είχε συνολικό μήκος 61 μ., ενώ η κεντρική καμάρα ήταν 40 μ., το μέγιστο ύψος 21 μ. και το πλάτος στην κορυφή 3,20 μ.  Ένωνε τις όχθες του Αράχθου και ήταν σημαντικός δρόμος εμπορίου ανάμεσα στα Τζουμέρκα και την υπόλοιπη Ήπειρο και Θεσσαλία. Κάθε χρόνο στο συγκεκριμένο σημείο γινόταν η λειτουργία των Φώτων. Δυστυχώς, όμως κατέρρευσε τον Φεβρουάριο του 2015 λόγω των πλημμυρών.

Το Γεφύρι της Άρτας είναι το πιο φημισμένο απ” όλα, λόγω του θρύλου της γυναίκας του πρωτομάστορα που θυσιάστηκε στα θεμέλιά του. Το σημερινό του μήκος φτάνει τα 145 μ. με πλάτος 3,75 μ. Το χτίσιμό του τοποθετείται γύρω στο 1602-1606.

Το Γεφύρι της Κόνιτσας χτίστηκε το 1870 από συνεργείο 50 μαστόρων, με πρωτομάστορα τον Ζιώγα Φρόντζο από την κοντινή Πυρσόγιαννη, έναν αγράμματο, λαϊκό τεχνίτη. Ήταν η δεύτερη σοβαρή προσπάθεια να ζευχθεί ο ποταμός Αώος σε αυτό το σημείο και κόστιζε 120.000 γρόσια.

Το Γεφύρι του Παπαστάθη βρίσκεται ανατολικά των Ιωαννίνων, μέσα στο φαράγγι που σχηματίζουν ο Δρίσκος και η Πρίξα. Χτίστηκε το 1746 από τον ηγούμενο της Μονής Βίλζης, Αγάπιο. Βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το γεφύρι της Πλάκας.

Το Γεφύρι του Πλακίδα ή Καλογερικό ήταν αρχικά ξύλινο, αλλά μετατράπηκε σε πέτρινο το 1814 με χρηματοδότηση ενός καλόγερου από το μοναστήρι της Βίτσας, εξού και το δεύτερο όνομά του.

Το Γεφύρι Νούτσου ή Κόκκορου είναι μεγάλο μονότοξο γεφύρι πάνω από τον Βίκο, στον δρόμο προς το Τσεπέλοβο. Χτίστηκε το 1750 από τον Νούτσο Κοντοδήμο. Το δεύτερο όνομα το οφείλει στον ιδιοκτήτη γειτονικού νερόμυλου, ο οποίος φρόντισε για την επισκευή του.

Το Γεφύρι του Ντούβλη έχει ως «επίσημη» ονομασία το όνομα Βοτονοσίου-Ανθοχωρίου, αλλά οι ντόπιοι το λένε γεφύρι του Ντούβλη, πιθανόν από το όνομα του Τούρκου που το έχτισε. Ήταν μέρος συγκροτήματος με χάνι και μύλο.

Το Γεφύρι Κλειδωνιάβιστας οφείλει το όνομά του στον γειτονικό οικισμό της Κλειδωνιάς και ενώνει τις όχθες του ποταμού Βοϊδομάτη. Είναι μονότοξο γεφύρι, χτισμένο στην είσοδο του φαραγγιού του Βίκου, χτισμένο το 1853.

Το Γεφύρι του Αυλακίου κινδύνευσε πολύ στις πρόσφατες πλημμύρες, καθώς σκεπάστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα ορμητικά νερά του Αχελώου. Χτίστηκε το 1911 και ήταν ζωτικής σημασίας έργο, καθώς από εκεί περνούσαν οι κάτοικοι των γύρω χωριών για τους αλευρόμυλους και τις νεροτριβές που υπήρχαν στην απέναντι όχθη.

μάστορες της πέτρας

Πηγές:

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης