Το Μεσολόγγι γέννησε τη λευτεριά. Το λαμπρό εκείνο άστρο που μεγαλώνοντας έγινε Ήλιος και φώτισε πάνω απ’ την Ελλάδα. Ήρωες, θρέμμα αυτού του Ήλιου, λέγονται όσοι αψηφούν τον θάνατο. Οι Μεσολογγίτες δεν τον αψήφησαν απλώς, τον νίκησαν. Φίλιωσαν μαζί του. Συνήθισαν το ρίγος και τα χνώτα του. Ώσπου στο πρόσωπό του είδαν το δικό τους. Επέλεξαν τον θάνατο τη μοιραία νύχτα του Απρίλη. Σαν εφιάλτης η εικόνα τούτη με κυνηγά. Οι Μεσολογγίτες, με σώμα και ψυχή, ρίχνουν τα στήθη τους στις χαντζάρες των Τούρκων. Προτάσσουν τις Ρωμέικες καρδιές τους στα όπλα των εχθρών. Κυριευμένοι από ιερό φόβο και συνάμα πάθος για τη λευτεριά, ορμούν. Τι κι αν πεθάνουν; Λίγο τους μέλλει. Αρκεί που τούτος ο μικρός τόπος στην άκρα της Ρούμελης κατάφερε κι έστρεψε το βλέμμα του Σουλτάνου. Τρεις πολιορκητές χρειάστηκαν για να ηττηθεί το Μεσολόγγι. Κι ο τρίτος με χωσιά τους έβγαλε απ’ τα τείχη, όπως ο Χάρος τον Διγενή στα μαρμαρένια αλώνια.
Μα οι ψυχές των Μεσολογγιτών δεν σκλαβώθηκαν. Μπορεί να χύθηκε το αίμα τους, πορφύρα να γιόμισε η λιμνοθάλασσα, αλλά στη σκλαβιά δεν ξέπεσαν ξανά. Βάρβαρους τυράννους δεν απόκτησαν. Είχαν τελέψει το χρέος τους κι απέναντι στην πατρίδα κι απέναντι στον τόπο τους. Ο ένας και μοναδικός λόγος για τον οποίο κατέβηκαν από τους ουρανούς αυτοί οι άγγελοι ήταν για να χτίζουν τείχη. Λιθάρια να στοιβάζουν σε λιθάρια, χούφτες λάσπης σε χούφτες λάσπης. Και μια και δυο τα βόλια να ηχούν και να συνθλίβουν μέρα – νύχτα, πάντα υπήρχε Μεσολογγίτης να το χτίσει. Κι όταν τους τέλειωνε η γης, αρπάζανε κορμιά, τα δικά τους θεριασμένα και πεινασμένα κορμιά, μην αφήνοντας ποτέ του φρούριο να πέσει. Έπρεπε να μείνει όρθιο, πάση θυσία. Το απόλυτο μνημείο της επανάστασης. Σαν οι Έλληνες περιφρόνησαν τον θάνατο, εδέτσι κι εκείνο όφειλε ν’ αγνοήσει κάθε κανόνι. Γι’ αυτό, σύρετε σύντροφοι κι ιδέτε· το κάμαν τελικά; Αν ναι, κάντε κι εσείς το Σταυρό σας και τιμήστε τους όπως τους αρμόζει. Βουρκώστε για το μπαρούτι που ’κάψε ο Καψάλης, για τα παιδιά που χάθηκαν, για τους καπνούς που ‘κρύψαν τον Ήλιο.
Το Μεσολόγγι είναι η ενδοξότερη πόλη της οικουμένης. Το πιο ιερό κι ευλογημένο χώμα. Γνήσια ελληνική αύρα δεσπόζει τον αέρα του. Μια μυρωδιά αλμύρας και μεγαλείου απλώνεται στο Αλωνάκι. Τούτη η μυρωδιά κυρίευσε και τον Διονύσιο Σολωμό, δίνοντάς του απλόχερα πνοή να γράψει. «Μήγαρις έχω στον νου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα» βροντοφώναζει η πένα στο χαρτί και η ψυχή του στον γεροχρόνο.
Κάποιοι τους λέγανε ραγιάδες. Κάποιοι τους λένε Έλληνες. Κάποιοι τους γράψανε πολιορκημένους, μα η ιστορία τους θέλησε λεύτερους. Εγώ θα τους φωνάζω αιώνια, αδέρφια. Κι έφτασε η στιγμή ν’ αποκαλύψω ποιος είμαι κι ομιλώ για κείνους τους ανθρώπους. Ένας κουρελιασμένος και πληγιασμένος ίσκιος που σέρνω τις αλυσίδες μου, δακρύζω φωτιά και περιδιαβαίνω τα στενά της Κλεισούρας. Ζητώ καταφύγιο απ’ τον Θεό και μια ζεστή αγκαλιά. Σήμερο όμως δε μου ήταν αρκετό. Είμαι ο Γιάννης Γούναρης.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ Γ3