Εδώ και 30 χρόνια, η “Κίνηση Πολιτών Χορτιάτη”, ο Αθλητικός Σύλλογος Χορτιάτη, και η εφημερίδα “ΧΟΡΤΙΑΤΗΣ 570” διοργανώνουν την πρώτη Κυριακή του Νοέμβρη την καθιερωμένη πλέον πεζοπορία για να γνωρίσουμε και να χαρούμε το πολυποικιλιακό, πανέμορφο, και ζωογόνο δάσος του Χορτιάτη.
Έτσι, την Κυριακή 2 Νοέμβρη, στις 9 το πρωί οι εκπαιδευτικοί του σχολείου μας κ. Παρασκευοπούλου Ιωάννα και η κ. Σημαιοφορίδου Κυριακή συναντήθηκαν στην πλατεία του Χορτιάτη και ανηφόρισαν για τα μονοπάτια των Παγοποιών, το καστανόδασος, το δάσος της οξιάς και μοιράζονται με τους μαθητές/-τριες του σχολείου την ιστορία των παγοποιών:
Ο Χορτιάτης πάντα ξεδιψούσε τη Θεσσαλονίκη. Από το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο που χτίστηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα, επισκευάστηκε από τους Βυζαντινούς και ήταν σε χρήση ώς την Τουρκοκρατία, μεταφέροντας νερό από τις πηγές στην πόλη, μέχρι τους φυσικούς λάκκους, τις γνωστές «μπάρες», στις οποίες πάγωνε το νερό των πηγών, ο Χορτιάτης δρόσιζε διαχρονικά την πόλη.
Η μεταφορά του πάγου από τον Χορτιάτη στη Θεσσαλονίκη μαρτυρείται από το 1623 όταν ο Οθωμανός χρονογράφος και περιηγητής, Εβλιγιά Τσελεμπή, που επισκέφτηκε την πόλη έγραψε πως «ψηλά προς τις κορυφές του βουνού υπάρχουν πολλές μικρές λίμνες που μοιάζουν με μάτια ζωής. Τον χειμώνα, που το κρύο είναι τσουχτερό, οι λιμνούλες παγώνουν και μετατρέπονται σε κρυστάλλινες επιφάνειες. Κατά τη Νεβρούζ (πρώτη μέρα του μήνα) του Ιουλίου, οι ραγιάδες του Χορτάτζ σπάζουν τις επιφάνειες, φορτώνουν τους πάγους σε γαϊδούρια και τους φέρνουν και τους πουλούν στην αγορά της Θεσσαλονίκης».
Ακόμη και σήμερα είναι ορατά μέσα στο δάσος του Χορτιάτη τα… παγοποιεία που έφτιαξαν στο χώμα οι Χορτιατινοί και χρησιμοποιούνταν ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1950 όταν τα σπίτια και οι επιχειρήσεις απέκτησαν παγωνιέρες κι αργότερα ηλεκτρικά ψυγεία.
Ο πάγος ήταν πολύτιμος για να συντηρούνται τα τρόφιμα και να δροσίζονται μικροί και μεγάλοι τις καυτές μέρες του καλοκαιριού και η παραγωγή του ήταν προσοδοφόρα για τον Χορτιάτη, αφού εκτιμάται πως όλες οι μεγάλες οικογένειες είχαν το δικό τους φυσικό παγοποιείο στο βουνό.
Ο κ. Μπάμπης Νανακούδης, εκδότης της εφημερίδας «Χορτιάτης 570» και μέλος της Κίνησης Πολιτών Χορτιάτη, εξηγεί πώς γινόταν η παρασκευή του πάγου και πώς η διάθεσή του.
Οι Χορτιατινοί έσκαβαν στα ανήλια σημεία του βουνού μεγάλους λάκκους, τους οποίους μόνωναν με φύλλα καρυδιάς και φτέρες, ενώ στη συνέχεια εξέτρεπαν το νερό από τις πηγές και το οδηγούσαν σε αυτούς τους λάκκους, που ονομάζονταν «μπάρες». Το βάθος τους ήταν από 80 εκατοστά μέχρι 1 μέτρο και η διάμετρός τους 15-30 μέτρα. Στον πυθμένα της κατασκευής αυτής τοποθετούσαν μια ξύλινη σχάρα, έτσι ώστε να σχηματίζεται ένας συμπαγής όγκος.
Από τον Δεκέμβριο έως τον Φεβρουάριο, που η θερμοκρασία έπεφτε αρκετά στο βουνό, το νερό στην επιφάνεια πάγωνε. Κατά διαστήματα οι «ιδιοκτήτες» πήγαιναν στις «μπάρες» και με ειδικά τσεκούρια έκαναν μεγάλες τρύπες στον πάγο, τους «μπατζάδες» (από την τουρκική λέξη baca=η τρύπα του τζακιού) για να ανέβει το νερό από κάτω και να παγώσει κι αυτό. Έτσι στο τέλος όλη η χωμάτινη λίμνη είχε παγώσει.
Με τα «πελέκια» που είχαν ένα μεταλλικό άγκιστρο στην άκρη, έσπαγαν μεγάλα κομμάτια πάγου και τα τοποθετούσαν σε άλλες χωμάτινες δεξαμενές που είχαν το σχήμα του κόλουρου κώνου, τα λεγόμενα «μαγαζιά» (από το τουρκικό magaza=μεγάλη αποθήκη). Ανάμεσα στα μεγάλα κομμάτια έβαζαν φύλλα οξιάς, ο μίσχος των οποίων είναι λεπτός και ευλύγιστος κι έτσι δεν σπάει από το βάρος.
Στο τέλος Μαρτίου ο Χορτιάτης γέμιζε από εμπόρους. Οι Χορτιατινοί έκαναν παζάρια για να πετύχουν καλύτερες τιμές, ενώ υπήρχαν και οικογένειες που διέθεταν μόνες τους τον πάγο στη Θεσσαλονίκη, χωρίς μεσάζοντες.
Αρχές Ιουνίου και πριν πιάσουν οι μεγάλες ζέστες γινόταν η μεταφορά. Οι Χορτιατινοί ανέβαιναν αργά το βράδυ στο βουνό, άνοιγαν τα «μαγαζιά», έβγαζαν τα μεγάλα κομμάτια πάγου, τα τύλιγαν σε τσουβάλια και τα φόρτωναν στα ζώα, συνήθως άλογα ή γαϊδούρια.
Οι παγοπώλες ονομαζόταν «μπουζτζήδες», από την τουρκική λέξη buz που σημαίνει πάγος και είχαν συγκεκριμένο πελατολόγιο. Άλλωστε το προϊόν ήταν ευπαθές και δεν μπορούσαν να βγουν με τα κάρα να διαλαλούν την πραμάτεια τους. Έπρεπε να κατέβουν τη νύχτα, που ακόμη είχε δροσιά, από το βουνό και «μέχρι να ανέβει ο ήλιος», όπως έλεγαν, να έχουν μοιράσει τον πάγο.



