
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας φοβερός δράκος. Ζούσε σε ένα πανύψηλο βουνό που κανένας άλλος δεν μπορούσε να πάει. Ο δράκος τρόμαζε όποιον τον έβλεπε. Είχε ένα σκούρο κόκκινο χρώμα με πορτοκαλί και τεράστια φτερά, κοφτερά νύχια και δόντια, αστραφτερά και όμορφα κέρατα και μυτερά αγκάθια στην πλάτη του. Τα μάτια του ήταν πάντα κουρασμένα και μπορούσε να φυσήξει φωτιά και ηλεκτρισμό από το στόμα του.
Ο δράκος κάθε πρωί ξυπνούσε, έτρωγε πρωινό, έπινε νερό και πήγαινε βόλτα, σε άλλα μακρινά βουνά. Μια μέρα όμως συνάντησε ένα κάστρο που είχε πολλούς ανθρώπους και του επιτέθηκαν με τόξα και καταπέλτες. Ο δράκος αναγκάστηκε να τους επιτεθεί και αυτός με φωτιά και ηλεκτρισμό από το στόμα του, δεν ήθελε να τους σκοτώσει όμως, γιατί στην πραγματικότητα ήταν καλός. Γι αυτό και πέταξε προς το σπίτι του. Ευτυχώς δεν είχε τραυματιστεί.
Καθώς πετούσε προς τη φωλιά του, οι άνθρωποι τον κυνήγησαν με τα άλογά τους και του πετούσαν βέλη. Όσο προσπαθούσε να ξεφύγει πέρασε από ένα χωριό. Οι κάτοικοι του επιτέθηκαν και τον τραυμάτισαν στο πόδι. Έτσι αναγκάστηκε να κρυφτεί σε μια κοντινή σπηλιά και δεν κατάφερε να γυρίσει στη φωλιά του. Όσο περίμενε να σταματήσουν οι άνθρωποι να τον κυνηγούν, η πληγή του έκλεισε λόγω της μαγείας του. Ο δράκος αισθανόταν μεγάλη λύπη και φόβο και δεν καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι τον κυνηγούσαν. Πήγε λοιπόν να βρει τη μητέρα του, που ήταν πολύ σοφή και δυνατή μάγισσα.
Η μαμά του ήταν πολύ δυνατή, ίσως η πιο δυνατή στον κόσμο και πάντα τον προστάτευε. Το σώμα της ήταν μοβ, τα φτερά και τα μάτια της σκούρο πράσινο είχε κοφτερά, δόντια και μυτερά μαύρα κέρατα. Η φωλιά της ήταν σε ένα ηφαίστειο όπου δεν πλησίαζαν άνθρωποι. Όταν τη βρήκε και της είπε τι του είχε συμβεί, εκείνη του πρότεινε κάτι περίεργο. Να τον μεταμορφώσει σε άνθρωπο και να πάει να ζήσει μαζί τους για να μάθει τι συμβαίνει και γιατί τον κυνηγάνε μόλις τον βλέπουν.
Ο δράκος, μεταμορφωμένος σε άνθρωπο, πήγε στο Κάστρο και προσπάθησε να βρει τον βασιλιά του για να ρωτήσει γιατί τον κυνηγάνε. Όταν έφτασε στο Κάστρο, ρώτησε κάποιους στρατιώτες αν μπορεί να δει το βασιλιά. Εκείνοι του είπαν να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα που θα γινόταν ακρόαση.
Την επόμενη μέρα ο δράκος συνάντησε τον Βασιλιά και τον ρώτησε γιατί προσπαθούν να τον σκοτώσουν. Ο βασιλιάς του απάντησε πως οι στρατιώτες του ήταν φοβισμένοι και νόμισαν πως ο δράκος έχει πάει να καταστρέψει το Κάστρο, για αυτό και του επιτέθηκαν. Εκείνος τότε κατάλαβε πως άθελά του είχε τρομάξει τους ανθρώπους. Αποφάσισε λοιπόν να πει την αλήθεια στον βασιλιά και να του αποκαλύψει πως δεν είναι άνθρωπος, αλλά δράκος και μάλιστα αυτός που κυνήγησαν. Ο βασιλιάς στην αρχή τρόμαξε και ξαφνιάστηκε, όμως κατάλαβε ότι ο δράκος δεν ήταν απειλητικός. Ο δράκος ζήτησε από το βασιλιά να σταματήσει τους στρατιώτες του και να μην του κυνηγάνε. Ο βασιλιάς πρότεινε να ανακοινώσουν στους κατοίκους ότι είναι δράκος και να μείνει μαζί τους για να τον γνωρίσουν καλύτερα.
Μετά την ανακοίνωση, οι κάτοικοι ήταν κάπως τρομαγμένοι και δεν τον πλησίαζαν τόσο πολύ. Όμως σιγά σιγά άρχισαν να τον συμπαθούν και να καταλαβαίνουν ότι έκαναν λάθος. Του ζήτησαν συγγνώμη που του επιτέθηκαν και προσπάθησαν να μην κρίνουν ξανά κανέναν μόνο από την εμφάνισή του. Ο δράκος ένιωσε πολύ χαρούμενος που επιτέλους τον αποδέχτηκαν και δεν χρειαζόταν πια να φοβάται και να μένει μόνος του.
Μερικές μέρες μετά, ενώ ήταν έτοιμος να επισκεφθεί τη μητέρα του για να την ευχαριστήσει, άκουσε τα νέα που έφτασαν στο κάστρο, για έναν δράκο που κατέστρεφε χωριά. Αποφάσισε να πάει να δει τι συμβαίνει και ζήτησε από τον Βασιλιά να περιμένουν να γυρίσει.
Καθώς πετούσε είδε κάπου μακριά ερείπια σπιτιών και γύρω γύρω πάγο. Πέταξε λίγο πιο γρήγορα και όταν έφτασε είδε έναν άλλον δράκο. Ο δράκος αυτός ήταν λιγάκι μεγαλύτερος από τον ίδιο, είχε ένα σκούρο μπλε χρώμα στο σώμα του, τα φτερά του, το κέρατό του και τα μυτερά του δόντια φαινόταν να είναι από πάγο. Στην ουρά και στην πλάτη του είχε μυτερά αγκάθια και τα πόδια του ήταν παγωμένα. Μπορούσε να χρησιμοποιεί νερό και πάγο από το στόμα του.
Χωρίς να χάσει καιρό τον πλησίασε για να δει τι συμβαίνει. Ο μπλε δράκος προσπάθησε να παγώσει με την ανάσα του όλη την περιοχή, αλλά ο κόκκινος χρησιμοποίησε τη δική του δύναμη για να τον σταματήσει. Τότε ο πρώτος θύμωσε περισσότερο και επιτέθηκε με νερό και πάγο. Ο κόκκινος δράκος έλιωσε αμέσως τον πάγο με τη φωτιά του και ο μπλε του είπε θυμωμένος ότι δεν έπρεπε να προστατεύει τους ανθρώπους γιατί είναι κακοί και αδύναμοι. Εκείνος όμως του απάντησε πως δεν είναι όλοι κακοί και πως αν προσπαθήσει να τους γνωρίσει θα καταλάβει πολλά πράγματα. Του είπε ότι οι άνθρωποι, αν και δεν έχουν την ίδια δύναμη με τους δράκους, έχουν κάτι πολύ σημαντικό. Το μυαλό και τη λογική που τους βοηθά να γίνονται καλύτεροι συνεχώς.
Ο μπλε δράκος αισθάνθηκε περιέργεια και αποφάσισε να μείνει και εκείνος με τους ανθρώπους. Πήγαν λοιπόν και επισκέφτηκαν τη σοφή δράκαινα και μεταμορφώθηκε και αυτός σε άνθρωπο. Οι δύο δράκοι πήγαν στο Κάστρο και εξήγησαν στον βασιλιά τι συμβαίνει. Οι κάτοικοι ήταν περίεργοι για τον μπλε δράκο και επειδή δεν ξέχασαν το λάθος τους με τον κόκκινο, δέχτηκαν και αυτόν με καλοσύνη.
Ο κόκκινος και ο μπλε έγιναν πολύ καλοί φίλοι και προστάτευαν το Κάστρο μαζί. Απέκτησαν καλές σχέσεις με τους ανθρώπους της περιοχής και γρήγορα μαθεύτηκε παντού ότι υπήρχαν δύο δράκοι-προστάτες σε αυτό το Κάστρο. Άνθρωποι από μακρινά μέρη έρχονταν να τους συναντήσουν και πολλές φορές και η μαμά του κόκκινου δράκου επισκεπτόταν το Κάστρο για να τους δει. Με τη βοήθειά της οι δύο δράκοι μπορούσαν να μεταμορφώνονται σε άνθρωπο ή σε δράκο όποτε ήθελαν.
Μετά από καιρό οι άνθρωποι είχαν αγαπήσει τόσο πολύ τους δύο δράκους που έφτιαξαν 2 αγάλματα προς τιμή τους δίπλα ακριβώς από το θρόνο του βασιλιά, για να μην ξεχάσουν ποτέ τους δύο προστάτες τους. Ακόμη και όταν πέθαναν οι δράκοι, τα αγάλματα έμειναν στο παλάτι για να θυμίζουν και στις επόμενες γενιές τη φιλία των ανθρώπων και των δράκων.
Συγγραφείς του παραμυθιού οι:
Σπύρος Α. Δ1
Θοδωρής Λ. Δ2
Γιάννης Μ. Ε2
Παναγιώτης Ν. Ε2
Βασιλική Ν. Ε2
Αναστάσιος Κ. Στ2
Κατερίνα Κ. Στ3
Παναγιώτης Τ. Στ3