Μια φορά κι έναν καιρό ο λύκος πήγαινε φαγητό στη γιαγιά του. Στο δρόμο του συνάντησε την κοκκινοσκουφίτσα που τον ρώτησε:
- Γεια σου, πού πηγαίνεις.
- Πηγαίνω φαγητό στη γιαγιά μου που είναι άρρωστη.
- Α πολύ ωραία! Αφού είναι άρρωστη, πήγαινέ τής και λίγα λουλούδια.
- Πολύ ωραία ιδέα, σε ευχαριστώ.
Λίγο παρακάτω σταμάτησε για να μαζέψει λουλούδια, πέρασε όμως αρκετή ώρα και ο λύκος κατάλαβε ότι έπρεπε να βιαστεί. Μετά από λίγα λεπτά έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς του, χτύπησε την πόρτα και άκουσε τη γιαγιά του να λέει: ” Πέρασε μέσα, τα κλειδιά είναι κάτω από το χαλάκι της πόρτας.”
Ο λύκος άνοιξε την πόρτα, άφησε το φαγητό στο τραπέζι και πλησίασε τη γιαγιά του.
- Γεια σου γιαγιά, τι κάνεις;
- Είμαι ακόμα άρρωστη αγόρι μου.
Ο λύκος παραξενεμένος τη ρώτησε.
- Γιαγιά γιατί έχεις μικρά αυτιά;
- Επειδή δεν ακούω καλά, μίκρυναν.
- Γιαγιά γιατί έχεις μικρά και στρογγυλά δόντια;
- Γιατί χάλασαν τώρα που γέρασα.
- Γιαγιά, γιατί το στόμα σου είναι μικρό;
- Για να μπορώ να σου δίνω φιλάκια.
Τότε η κόκκινοσκουφίτσα έβγαλε τα ρούχα της γιαγιάς και προσπάθησε να φάει τον λύκο. Όμως ένας κυνηγός την είδε, μπήκε μέσα στο σπίτι και σκότωσε την κόκκινοσκουφίτσα, σώζοντας τον λύκο και τη γιαγιά του. Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Συγγραφέας: Θοδωρής Λ. Δ2
