Βρετανικό Μουσείο

Το Βρετανικό Μουσείο είναι μουσείο της ανθρώπινης ιστορίας και πολιτισμού στο Λονδίνο. Οι συλλογές του, οι οποίες αριθμούν περισσότερα από επτά εκατομμύρια αντικείμενα[6], είναι από τις μεγαλύτερες και πιο περιεκτικές στον κόσμο και προέρχονται από όλες τις ηπείρους, απεικονίζοντας και καταγράφοντας την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού από την απαρχή του έως και σήμερα.

Το Βρετανικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1753, βασιζόμενο κυρίως στις συλλογές του φυσιολόγου και επιστήμονα Σερ Χανς Σλόαν (Sir Hans Sloane). Το μουσείο άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 15 Ιανουαρίου 1759 στο Μέγαρο Μόνταγκιου (Montagu House) στο Μπλούμσμπερυ (Bloomsbury), στο σημείο όπου βρίσκεται το σημερινό κτίριο του μουσείου. Η επέκτασή του κατά τους επόμενους δυόμιση αιώνες ήταν κυρίως αποτέλεσμα της επεκτεινόμενης Βρετανικής αποικιοκρατίας και είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών παραρτημάτων, με πρώτο το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λονδίνου στο Νότιο Κένσινγκτον το 1887. Κάποια αντικείμενα της συλλογής του μουσείου, με κυριότερα τα Ελγίνεια Μάρμαρα από τον Παρθενώνα, βρίσκονται στο επίκεντρο έντονων διαμαχών και απαιτήσεων για την επιστροφή τους στις χώρες προέλευσής τους.

Μέχρι το 1997, τότε που η Βρετανική Βιβλιοθήκη (που προηγουμένως στεγαζόταν στο Κυκλικό Αναγνωστήριο) μετακόμισε σε νέα τοποθεσία, το Βρετανικό Μουσείο είχε τη μοναδικότητα να στεγάζει ένα εθνικό μουσείο αρχαιοτήτων και μία εθνική βιβλιοθήκη στο ίδιο κτίριο. Το μουσείο είναι Μη Κυβερνητικό Δημόσιο Ίδρυμα (non-departmental public body) το οποίο χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Πολιτισμού, Τύπου και Αθλητισμού και όπως όλα τα εθνικά μουσεία στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν χρεώνει εισιτήριο[7]. Από το 2002 διευθυντής του μουσείου είναι ο Νηλ ΜακΓκρέγκορ (Neil MacGregor)[8]. Ο συντηρητικός Λόρδος Σαίνσμπουρι (Lord Sainsbury) δεσμεύτηκε να δωρίσει £25 εκατομμύρια στο Μουσείο για να βοηθήσει στη χρηματοδότηση μίας μεγάλης κλίμακας επέκτασης, με σκοπό με την ολοκλήρωση του να γίνει το μεγαλύτερο σε συλλογές μουσείο του κόσμου.

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα – Βρετανικό Μουσείο
Από την κατασκευή του Παρθενώνα έχουν περάσει σχεδόν 25 αιώνες. Ο ναός γνώρισε πολλές περιπέτειες. Η πρώτη µεγάλη καταστροφή έγινε στο τέλος του 4ου αι. µ.Χ. και οφειλόταν σε εµπρησµό. Tότε απολαξεύτηκαν και πολλά από τα γλυπτά του ναού. Tον 6ο αι. µ.X. ο Παρθενώνας µετατράπηκε σε εκκλησία. Κατά το Μεσαίωνα ήταν γνωστή ως Παναγία η Αθηνιώτισσα. Tο 1205 έγινε εκκλησία λατινικού δόγµατος. Το 1458, οι Οθωµανοί Τούρκοι µετέτρεψαν το µεγάλο ναό σε µουσουλµανικό τέµενος. Κατά την εκστρατεία του Φραγκίσκου Μοροζίνι, το 1687, ένα µεγάλο τµήµα του ναού κατέρρευσε από έκρηξη. Από τότε το µνηµείο λεηλατήθηκε συστηµατικά κυρίως από το Λόρδο Έλγιν, ο οποίος εκµεταλλευόµενος τις συνθήκες της εποχής, λίγο µετά το 1800, προχώρησε στην απόσπαση και αρπαγή πολλών γλυπτών του ναού που βρίσκονται τώρα στο Βρετανικό Μουσείο, στο Λονδίνο.

Η  συλλογή γλυπτών περιλαμβάνει μερικά από τα γλυπτά των αετωμάτων, των μετοπών, που απεικονίζουν μάχες μεταξύ των Λαπίθων και των Κενταύρων, αλλά και της ζωφόρου του Παρθενώνα που κοσμούσε το ανώτερο τμήμα των τοίχων του σηκού του ναού σε όλο τους το μήκος. Αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 1/2 από ό,τι απομένει από το γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα που διασώθηκε: 75 μέτρα από τα αρχικά 160 μέτρα, 15 από τις 92 μετόπες, 17 τμηματικές μορφές από τα αετώματα, όπως επίσης και άλλα τμήματα της αρχιτεκτονικής.