«Θυμάμαι σαν παιδιά πηγαίναμε καρναβάλια στα σπίτια το βράδυ στις γειτονιές, εκεί που μας ξέραν, αλλά καμία φορά πηγαίναμε και σε ξένα σπίτια που δεν μας γνώριζαν. Μας κερνούσαν μπακαλίσιο χαλβά, πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι. Περισσότερο πηγαίναμε, για να φάμε καθώς ήμασταν νηστικοί. Δεν είχαμε στολές, παίρναμε ρούχα από τις μαμάδες μας ή γιαγιάδες μας και φορούσαμε μάσκες χάρτινες – βάζαμε την μάσκα με λάστιχο και πηγαίναμε – άλλοι ντυνόντουσαν με σεντόνια. Εκείνα τα χρόνια ο κόσμος ήταν αθώος και μας άνοιγαν. Καμιά φορά τους πετυχαίναμε σε ώρα φαγητού και μας προσκαλούσαν να φάμε, μας δίνανε λουκούμια και φοντάν, εμείς δεν τα τρώγαμε όλα και τα κρατούσαμε και για την επόμενη μέρα. Λεφτά δεν μας έδιναν. Τότε έκανε κρύο και παγώναμε. Όμως, εμείς δεν χάναμε τίποτα και πηγαίναμε. Χτυπούσαμε την πόρτα του σπίτι και λέγαμε ΠΑΡΕ ΧΑΛΒΑ και μας άνοιγαν.»
Τσικνοπέμπτη
«Τότε μαζευόμασταν στο σπίτι, όλοι η οικογένεια τρώγαμε, πίναμε, χορεύαμε. Την επόμενη μέρα και μετά, επειδή ερχόταν η νηστεία και μέχρι την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς δεν τρώγαμε κρέας. Την Κυριακή κάναμε χάσκα μετά από το τραπέζι (δέναμε ένα σχοινί στον πλάστη και δέναμε και το αυγό και ένας από την οικογένεια το γύριζε γύρω γύρω από το τραπέζι, όποιος έπιανε το αυγό με το στόμα κέρδιζε. Ουσιαστικά με το αυγό βουλώνει το στόμα και δεν τρως, νηστεύεις και την ημέρα της ανάστασης με το κόκκινο αυγό άνοιγε). Το βράδυ της Κυριακής όμως πηγαίναμε στους παππούδες και κάναμε μετάνοιες λέγαμε συχωρεμένα τους φιλούσαμε και το χέρι γιατί από Δευτέρα ξεκινούσε η νηστεία.»
«Την καθαρή Δευτέρα δεν τρώγαμε τίποτα, κρύβαμε τα τηγάνια και τις κατσαρόλες και τρώγαμε φασόλια, φακές, χαλβά, λαγάνα. Για αυτό ζητούσαμε συγχώρεση, γιατί νηστεύαμε και θα πηγαίναμε να μεταλάβουμε. Την καθαρή Δευτέρα φτιάχναμε αετό με εφημερίδα και επειδή δεν είχαμε κόλλα, φτιάχναμε με ζυμάρι αλευρόκολλα. Φυσούσε, δεν φυσούσε αέρας, τρέχαμε για να πετάξει και έπεφτε ˙ μετά ξανά από την αρχή. Πηγαίναμε στην Μελίκη με τα πόδια, ξεκινούσαμε το πρωί και φτάναμε το μεσημέρι την ώρα που γινόταν τα καρναβάλια. Είχαν παρέλαση. Εκεί στην παρέλαση άλλοι βγαίναν με τα γαϊδούρια, μερικοί ντύνονταν μαύροι. Πάνω σε μια πλατφόρμα βγαίναν 3-4 τρακτέρ, άλλοι ντύνονταν διάβολοι πάνω σε ένα ποδήλατο με μια ρόδα. Στον γυρισμό ψάχναμε κάποιο μέσο, να μας γυρίσει, πότε βρίσκαμε, πότε όχι. Ερχόμασταν στο σπίτι, το βράδυ και ό,τι βρίσκαμε τρώγαμε.»
«Ο κόσμος τότε ήταν αθώος και χαρούμενος. Καφενεία, κέντρα και ταβέρνες δεν είχαμε, μαζευόταν μια παρέα στο σπίτι και τρώγαμε ό,τι είχε ο καθένας, για παράδειγμα, σφάζαμε καμιά κότα.»