Επήγες εις την Πόλη, ψυχή μου, είπεν ο παππούς, όταν ετελείωσαν αι περιπτύξεις και τα φιλήματα, και εστέγνωσαν τα δάκρυά μου. — Επήγες εις την Πόλη.— Είδες πολύν κόσμον!
― Ναι, παππού. Είδα την Συληβριά με το Παραπόρτι αψηλά αψηλά και με κάτι μύλους που έχουν φτερά και γυρίζουν με τον άνεμο!
― Άς τ’ αυτά! Είπεν ο παππούς. Επέρασες από την χώρα, που ψήv’ ο ήλιος το ψωμί; Και είδες τους Σκυλοκεφάλους;
― Όχι, παππού! Δεν τους είδα. Πού είναι αυτοί οι Σκυλοκέφαλοι;
― Νά, κομμάτι παρ’ εδώ από την χώρα, που ψήν’ ο ήλιος το ψωμί. Είπεν ο παππούς, σημειών το «παρ’ εδώ» εις τον ορίζοντα διά δεικτικής χειρονομίας, ως κάμνουν οι γεωγράφοι, όσοι επεσκέφθησαν τα μέρη περί ων διδάσκουσι.
― Απ’ εμπρός είναι άνθρωποι ―εξηκολούθησεν ο παππούς― και από πίσω σκύλοι. Απ’ εμπρός μιλούν και από πίσω γαυγίζουνε. Απ’ εμπρός σε καλοπιάνουν και από πίσω σε τρώνε! Γι’ αυτό, ψυχή μου, καλύτερα που δεν επήγες.
― Ω! βέβαια καλλίτερα! είπον εγώ. Καλύτερα που δεν μ’ έφαγαν κ’ επήγα στην Πόλη με το καΐκι. Να ιδής δα, παππού, και την θάλασσα! Έτσι ώς πάνου γεμάτη νερό! και μέσα στο νερό τα καΐκια. Φσσσσσσσ! Φσσσσσσσ περπατούν με τα πανιά φουσκωμένα!
― Άς τ’ αυτά! Είπεν ο παππούς πάλιν. Επέρασες από της θάλασσας τον αφαλό και είδες το νερό που γυρίζει γύρω, γύρω, γύρω, σαν που γυρίζ’ η γιαγιά σου η Χατζίδενα την άρμη στον «μπακήρα», και γίνεται μια τρύπα μέσ’ στην μέση;
― Όχι, παππού, δεν το είδα!
― Ώχ! ψυχή μου! Δεν είδες τίποτε λοιπόν!
― Και πού είναι αυτό, παππού;
― Αυτό είναι, έτσι κομμάτι παρ’ εδώ, είπεν ο παππούς δεικνύων εις τον ορίζοντα διά της χειρός — εκεί όπου ευρίσκεται η Φώκια, η μάνα τ’ Αλεξάνδρου. Αυτήν την είδες κάν την είδες;
Όχι, παππού! δεν την είδα!
Άχ! ψυχή μου, ανεστέναξε βαθύτερον ο παππούς, τίποτε δεν είδες! τίποτε!
― Και πώς είναι η Φώκια, παππού;
― Νά έτσι ―είπεν ο παππούς χειρονομών ούτως, ως εάν είχεν την Φώκιαν ενώπιόν του και μοι ώριζεν ανατομικώς τα μέλη της. ― Από τον αφαλό και πάνου είναι η εμορφότερη γυναίκα, από τον αφαλό και κάτω είναι το φοβερώτερο ψάρι. Κάθεται στον πάτο της θάλασσας. Μα κει που σκιαχθή κανένα καράβι που περνά από πάνω, κάνει μία χοπ! και βγαίνει στην επιφάνεια· κάνει μια χαπ! και αρπάζει το καράβι με το χέρι της και το σταματά. Απαί, φωνάζει τον καπετάνο και τον ερωτά: Αλέξανδρος ο βασιλεύς ζη και βασιλεύει; Τρεις φοραίς τον ερωτά, ψυχή μου, και τρεις φοραίς ο καπετάνος σαν της ειπή πως ζη και βασιλεύει, τον αφήνει και πάγει στην δουλειά του. Σαν της ειπή πως δεν ζη, τον βουλά και τον πνίγει!
Και αναποδίσας την κάλτσαν της γιαγιάς και σείσας αυτήν ούτως, ώστε να πέση το εντός αυτής κουβάριον, μοι έδειξε πώς ναυαγούν τα πλοία ο παππούς, και ―Γιαυτό, επρόσθεσε— καλλίτερα, ψυχή μου, που δεν την είδες.
― Ώ, βέβαια καλλίτερα, παππού! Γιατί, διες, πώς θα επήγαινα στην Πόλη σαν ιπνίγομουν; Να ιδής δα παππού, τί μεγάλη που είναι η Πόλη, και τί λογής λογής άνθρωποι που είν’ αυτού και χανούμισσαις και βασιλοπούλ…
― Άς τ” αυτά!!! διέκοψεν ο παππούς πάλιν, ως εάν ωμίλουν περί πραγμάτων κοινών και τετριμμένων. Είδες τον τόπο, που είναι οι άνθρωποι οι μαρμαρωμένοι;
― Όχι, παππού! Δεν τον είδα!
― Αάχ! ψυχή μου! Τίποτε δεν είδες στην ζωή σου, τίποτε!
― Και πού είν’ αυτό, παππού;
― Αυτό, είπεν ο παππούς ως άνθρωπος συγκεντρών την μνήμην του, αυτό είναι βαθειά μέσα σ’ ένα δάσος. Μέσα σ’ ένα σπήλαιο. Έτσι καθώς έμβης απ’ αυτήν την μεριά, βλέπεις όλους τους ανθρώπους που έγειναν μάρμαρο. Γιατί αυτού μέσα είναι μια μάγισσα, που όποιον διή πως περνά, και τον αγαπήση, τον παραπλανά να έμβη αυτού μέσα και τον κάμνει μάρμαρο και τον έχει αυτού πέρα στημένο, για να μη της φύγη. Όποτε θέλει αυτή, παίρνει το αθάνατο νερό και του στάζει τρεις κόμβους επάνω στην κορφή, και εκεί στην στιγμή το μάρμαρο μαλακόνει και γίνεται άνθρωπος εμμορφότερος από πρώτα. Τότε κάθεται και τρώγει και πίνει και διασκεδάζει μαζί του· σαν διασκεδάση κ’ ύστερα, μια τον βλέπει καλά καλά στα μάτια και τον κάμνει πάλι μάρμαρο. Γιαυτό, ψυχή μου, καλλίτερα που δεν την είδες!—
Ποτέ δεν αμφέβαλον ότι ο παππούς μου ήτο πολύπειρος, κοσμογυρισμένος άνθρωπος. Αλλ’ οπωσδήποτε επέστρεφον και εγώ από το μακρότερον ―μετά τον Άγιον Τάφον― ταξείδιον, από την Πόλιν. Είχον ιδεί τόσα και τόσα πράγματα. Ενόμιζον λοιπόν, ότι έφερον μετ’ εμαυτού αφηγητικήν ύλην, ικανήν να ενασχολήση επί τινας τουλάχιστον ημέρας την προσοχήν, αν ουχί τον θαυμασμόν του γέροντος. Αλλ’ ότε τον ήκουσα να προφέρη ούτως ακαταδέκτως και περιφρονητικώς εκείνο το «Άς τ’ αυτά!», να διακόπτη τα σπουδαιότερά μου θέματα, ως εάν ήσαν μηδέν δι’ αυτόν, και να αντικαθιστά ταύτα δι’ ιδίων τόσον θαυμαστών, τόσον αγνώστων εις εμέ διηγημάτων, έπτυξα κατησχυμένος υπό το μέγεθος της ανεξαντλήτου κοσμογνωσίας αυτού και δεν ετόλμησα πλέον να είπω τίποτε.
Μετά πολλήν ώραν σιωπής, καθ’ ην ησθανόμην τον παππούν θριαμβεύοντα επί της απειρίας μου, ύψωσα εκ νέου τους οφθαλμούς προς αυτόν:
― Πολλά ταξείδια θα έκαμες εις την ζωήν σου! τω είπον. Και επρόφερα τας λέξεις μετά θαυμασμού, πολλής μετέχοντος της κολακείας.
Ο παππούς εξαφνίσθη. Προφανώς η ερώτησις τω ήλθεν απροσδόκητος. Επί τινας στιγμάς με ητένισεν ως άνθρωπος σιγηλά διαμαρτυρόμενος κατά τινος συκοφαντίας. Είτα, ― Εγώ; είπεν, Εγώ ταξείδια; Η γιαγιά σου, η Χατζίδενα!
[πηγή: Γεώργιος Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμ. Παν. Μουλλάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996, σ. 188-191]