Εγώ απλώς ήθελα να νιώσω ελεύθερος…
Όλοι λένε πως η ελευθερία είναι κάτι που κατακτιέται, κάτι που κάποιος έχει όταν δεν βρίσκεται υπό δουλεία, όταν δεν τον εκμεταλλεύονται για τις υπηρεσίες και το σώμα του, κάτι που έχουμε εμείς ως λαός και ως χώρα, κάτι που έχουν αρκετοί και κάτι που χάνουν κάθε χρόνο ακόμη περισσότεροι.
Εμένα όμως δεν με ενδιαφέρει να είμαι ελεύθερος.
Εγώ μόνο θέλω να νιώσω ελεύθερος.
Γιατί ποιο το νόημα να είσαι ελεύθερος όταν μέσα σου νιώθεις φυλακισμένος; Ποιο το νόημα να χαμογελάς ενώ υποφέρεις; Ποιο το νόημα να ζεις όταν αργοπεθαίνεις; Ποιο; Υπάρχει; Κι αν υπάρχει, μπορώ να το δω;
Δέκα, είκοσι, τριάντα πέντε πινελιές και άλλες τόσες μηδαμινές μουντζούρες πάνω σε έναν ολόλευκο καμβά γεμάτο ποτάμια από μπλε τρίχες.
Δέκα, είκοσι, τριάντα πέντε χρόνια μέσα σε μια φυλακή δίχως σίδερα. Κι ο χρόνος μετράει.. και μετράει.. και μετράει και δεν σταματάει. Δεν σταματάει ο άτιμος, δεν δείχνει λίγο έλεος. Δεν ξέρει να σταματάει, όπως ούτε και εκείνοι… Πόσα χτυπήματα να αντέξω, πόσες κλωτσιές, πόσα ψέματα και πόσες επιταγές; Πόσες λεπίδες να αγοράσω και με πόσους επιδέσμους να με επικαλύψω;
Πόσους πες μου πόσους… Πόσους… έχω χάσει το μέτρημα, πες μου σε ικετεύω και θα το κάνω. Ό,τι μου πεις θα κάνω. Δεν θα ξανά αντιμιλήσω. Μην με χτυπάς άλλο, δεν θα ξαναμιλήσω…
Φοβάμαι και τρέμω αντικρίζοντας τα ήρεμα, τα (κάποτε) μπλε και γεμάτα ζωή ποτάμια που διαγράφονται στο χάρτινο δέρμα μου να μετασχηματίζονται σε κόκκινες, οικτρά παχύρευστες και εκφοβιστικές κλωστές από ατσάλι. Όμως εγώ δεν είμαι φτιαγμένος από μπρούντζο αλλά κόβομαι με ένα φύλλο αθώο χαρτί και καίγομαι σε μια φωτιά δίχως φλόγα.
Ίλιγγος με πιάνει στην ιδέα του να σπάσω τους αόρατους δεσμούς μου και να φύγω ξαφνικά. Ό,τι είχα έφυγε και ό,τι πρόκειται να έχω θα φύγει κι αυτό, ό,τι και αν κάνω. Τι κι αν αντιμιλήσω; Τι κι αν σωπάσω; Ποιος θα ακούσει αυτές τις ανυπόστατες, άναρθρες κραυγές, ποιος θα με ακούσει;
Κι αυτά τα καταγάλανα ποταμάκια δεν πρόκειται ποτέ να αγγίξουν ξανά ξηρά, μα μόνο θα βουλιάζουν σε αυτήν, την δίχως μορφή, κόκκινη λάσπη που αργά, αργά και βασανιστικά θα τα καταπιεί.
Και τότε, ίσως τότε, απλά ίσως, να νιώσω ελεύθερος.
Ίσως να βρω το νόημα, ίσως να ανέβω σε ένα ύψος και να δω τον κόσμο και για μια φορά να με δει κι αυτός, να με κοιτάξει και να μην μιλήσει, να με κοιτάξει και να μην με κάψει, να με κοιτάξει βουβά όπως τον κοιτάω εγώ αυτά τα τριάντα πέντε χρόνια φυλακής… απλά να με κοιτάξει… σαν να υπάρχω, σαν να έχω υπόσταση, σαν να ζω…
Για μια φορά να γίνω φανερός, για μια φορά να υπάρξω, κι ας μην ξανά υπάρξω ούτε σε κάποιου την πιο τρελή φαντασίωση, ας με λιώσει η πανώλη, ας γίνω πίνακας των σκοτεινών χρόνων, ας γίνω ένα έλος γεμάτο βούρκο, ας κολλήσω την καρδιά μου σε γυαλί φτιαγμένο από τον μπρούντζο που με έφτιαξαν αυτοί…
Το τελευταίο σκουπίδι ας αποκτήσει την ελάχιστη αξία, για πρώτη και τελευταία φορά, ας γίνει η σκουριά μετάξι και ας μείνει ένα από τα χίλια αυτά ποτάμια μου καθαρό, ας μείνει ένα μικρό φλεβίδιο ζωντανό…
Ίσως τότε να νιώσω ελεύθερος.
Απλά ίσως.
Ίσως τότε, κάθε χτύπημα να αξίζει. Κάθε χλευασμός να γίνει υποφερτός. Και κάθε εαυτός που με βασάνιζε, να δοκιμάσει να με αγαπήσει. Κάθε υποψία ότι υπάρχω να δοκιμαστεί. Και κάθε φορά που θα ακούγεται το όνομά μου, να υπάρχει κάποιος που να υπόσχεται πως θα ξανά ακουστεί.
Κι ας είμαι εγώ ο τελευταίος που δεν θα το ακούσει ποτέ ξανά.
Αλλά κανείς άλλος, κανείς να μην ξεχάσει το όνομά του ξανά. Κανείς να μην υποβιβάσει έτσι, αυτά τα δυνατά ποτάμια από χρυσό και διαμάντι που κρύβει μέσα του. Κανείς να μην βυθίζεται σε λάκκους από αίματα και πόνο. Και κανένας, να μην τον κάνει να ξεχάσει πως υπάρχει, αλλά αντίθετα με εμένα, να τον ανεβάσει, να τον μετατρέψει σε αναγεννησιακό πίνακα γεμάτο με το αρχοντικό, ναυτικό μπλε που εμένα μετέτρεψαν σε μπλε μαρέν…
Κι ίσως τότε να νιώσω ελεύθερος.
Τότε που θα ξέρω, ότι κανείς δεν θα περάσει ό,τι πέρασα εγώ, όσο ζούσα, αλλά ποτέ δεν ένιωθα, ελεύθερος…
Χριστίνα Αγγελή