Πάντοτε είχα αδυναμία στην λατέρνα…
Ήμουν μικρό κοριτσάκι όταν άκουσα για πρώτη φορά την λατέρνα να περνά από το παλαιό λιμάνι και να χάνεται μέσα στα γραφικά καντούνια του νησιού. Θυμάμαι να ακούω την μελωδία με προσοχή να σεργιανίζει τα σοκάκια και να χαϊδεύει τα φύλλα των δέντρων, σαν αεράκι που σε φιλά απαλά στο μάγουλο όταν έχει μελτέμια η θάλασσα.
Απομόνωνα τον εαυτό μου και βυθιζόμουν στα όνειρά μου τα οποία έτρεχαν το ένα πίσω από το άλλο σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παίξουν κρυφτό με τις σκέψεις μου. Μπορούσα να σταματήσω για λίγο τον χρόνο και να βγω έξω από τον εαυτό μου, σαν μια εξωσωματική εμπειρία, να αναλογιστώ τα λάθη μου ως άτομο και να εστιάσω στα συναισθήματα της στιγμής. Μετά από λίγα λεπτά που ξεχείλιζαν νηνεμία και ομαλότητα, η λατέρνα έπαιρνε από το χέρι την μελωδία της και μαζί, εξαφανίζονταν.
Ποτέ δεν έμαθα πού πήγαιναν. Ή αν υπάρχουν ακόμη. Με θλίβει που δεν βλέπω συχνότερα στους δρόμους να περιφέρεται μια λατέρνα και να γεμίζει με χρώμα την άχρωμη ζωή των παιδιών που μεγαλώνουν. Ίσως να είναι κρυφή απόλαυση αυτή η λατέρνα. Να μην έχει τελικά τόσο μεγάλη σημασία. Δεν ξέρω. Θαρρώ όμως πως η μουσική δεν γνωρίζει σύνορα και στερείται ελλείψεων. Χωρίς εκείνη, κανένα συναίσθημα δεν θα είχε νόημα ύπαρξης, πόσο μάλλον τίτλου, αξίας ή ονόματος.
Αν ο έρωτας δεν είχε περιγραφεί μέσα από «Το βαλς των χαμένων ονείρων» και η μοναξιά δεν είχε ως παιδαγωγό της τον Chopin, τότε ο θυμός και η αγνοία δεν θα κατείχαν καμία θέση στο λεξιλόγιο αυτού του κόσμου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν γνώρισαν ποτέ τους την λατέρνα. Ντρέπομαι εκείνους που ενώ την γνώρισαν, την ξέχασαν. Δίνω όμως το χέρι, σε όσους την αγάπησαν και την κράτησαν για πάντα στην καρδιά τους, όλοδική τους, δίχως να πουν κουβέντα.
Πάντοτε είχα αδυναμία στους ανθρώπους που έκρυβαν τα συναισθήματά τους γιατί φοβόντουσαν ότι θα κλαπούν. Ίσως να είμαι κι εγώ ένας από αυτούς.
Δεν ξέρω. Θα δείξει.
Καθημερινά, χάνουμε κάποιον στιγμιαία, με το πέρασμα ενός λεπτού.
Φτάνει μονάχα ένα λεπτό για να σημάνει την λήξη μιας σχέσης, ένα δευτερόλεπτο για να διακοπεί η επικοινωνία μεταξύ μας.
Συχνά, χάνουμε κάποιον στο άκουσμα μιας λέξης.
Ακόμη συχνότερα, χάνουμε κάποιον χωρίς καν να το αισθανθούμε, πόσο μάλλον να το εκφράσουμε με λέξεις.
Γυρνάμε μια μέρα στα παλιά, οπισθοδρομούμε και το μάτι μας πέφτει πάνω στο όνομά του, η μνήμη μας παλεύει να ξεσκονίσει εκείνα τα πληγωμένα ράφια και τότε, καταλαβαίνουμε.
Κάποιες φορές δεν καταλαβαίνουμε τι χάνουμε όταν δεν έχουμε αυτό που θέλουμε.
Κάποιες φορές δεν καταλαβαίνουμε τι έχουμε ακόμη κι όταν το έχουμε.
Το τραγικό είναι, να μην καταλαβαίνουμε τι είχαμε, ούτε όταν το είχαμε, αλλά ούτε και όταν το χάσαμε.
Εσύ καταλαβαίνεις τι έχεις, όταν το έχεις, πριν το χάσεις;
Και εάν καταλαβαίνεις, κάνεις κάτι για να μην το χάσεις;
Αν ο μόνος τρόπος να μην το χάσεις είναι να του δείξεις πως το θες, τότε γιατί κρύβεις τα συναισθήματά σου ελπίζοντας να νοηθούν;
Κι αν το κάνεις αυτό, τότε είσαι σίγουρος πως νιώθεις;
Αν ο μόνος τρόπος να το κρατήσεις είναι να υπερβείς τον εαυτό σου και να αφεθείς, τότε γιατί σφίγγεις πιο πολύ γύρω από το σώμα σου το νήμα της κλωστής;
Κι αν το κάνεις αυτό, τότε είσαι σίγουρος πως θες τελικά να λύσεις τον γόρδιο δεσμό;
Αν ο μόνος τρόπος να με έχεις είναι να μου δείχνεις ότι με έχεις, τότε γιατί δεν το κάνεις;
Κι αν δεν το κάνεις αυτό, τότε είσαι σίγουρος πως με έχεις;
Δεν ρωτώ τον εαυτό μου, διότι ξέρω την απάντηση.
Ξέρω πως με έχεις περισσότερο από όσο με είχε ποτέ ο ίδιος μου ο εαυτός.
Ξέρω ότι σε επούλωσα περισσότερο από όσο επούλωσα τα τραύματα που προκάλεσα μόνη μου στον εαυτό μου.
Ξέρω πως σε αγαπάω περισσότερο από όσο αγαπάω το οξυγόνο που μπαινοβγαίνει στους πνεύμονές μου.
Ξέρω ότι σε έχω.
Εσύ όμως, το ξέρεις;
Αγγελή Χριστίνα