ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΕΥΕ

Στο πλαίσιο δράσης που πραγματοποιήθηκε στο σχολείο μας για τα Δικαιώματα των Ζώων, στις 4 Απριλίου 2025 οι μαθητές και οι μαθήτριες έγραψαν ιστορίες σε ομάδες. Μια από τις ιστορίες που ξεχωρίσαμε και δημοσιεύουμε την εφημερίδα μας είναι η ακόλουθη.

Ο ΠΛΙΚ- ΠΛΟΥΚ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΓΚΟΡΓΚΟ ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή πολιτεία κατοικούσε ο μικρός Πλικ- Πλούκ με τους γονείς του και την αγαπημένη του γιαγιά. Ήταν  πολύ αγαπημένοι και πολύ εργατικοί, εκτός από τον Πλικ- Πλούκ που ακόμα και το όνομά του βαριόταν να πει. Αλλοτε έλεγε πως τον λένε Πλικ και άλλοτε Πλούκ , αλλά ποτέ Πλίκ- Πλούκ γιατί μέχρι να πει όλο το όνομά του τον έπαιρνε ο ύπνος.

Ο Πλικ -Πλούκ αργούσε να ξυπνήσει για να πάει σχολείο και πολλές φορές δεν πήγαινε καθόλου στο σχολείο επειδή βαριόταν. Αν και αγαπούσε τη γιαγιά του και ήθελε να τη βοηθά στις δουλειές του σπιτιού, βαριόταν τόσο πολύ που ξεχνούσε να τη βοηθήσει. Οι γονείς του έλειπαν όλη μέρα στη δουλειά και αυτός έμενε όλη τη  μέρα στο κρεβάτι. Κοιτούσε το ταβάνι και ονειρευόταν μια ζωή γεμάτη δράση και περιπέτεια, αλλά πότε δεν αποφάσιζε να κατεβάσει τα πόδια του από το κρεβάτι και να βγει από το σπίτι.

Το σπίτι του Πλικ- Πλούκ ήταν στην άκρη μιας μεγάλης πλατείας. Αυτή η πλατεία ήταν η αγαπημένη όλων στη μικρή πολιτεία. Κάθε απόγευμα , όταν ο καιρός ήταν καλός, μικροί και μεγάλοι έκαναν τη βόλτα τους στη μεγάλη πλατεία. Τα παιδιά έπαιζαν μπάλα, έκανα ποδήλατο ή έτρωγαν παγωτό και οι μεγάλοι συζητούσαν ή έκαναν ό, τι κάνουν γενικώς οι μεγάλοι. Όλοι ήταν κάθε απόγευμα στη μεγάλη πλατεία, εκτός από τον Πλικ- Πλούκ που ήταν στο κρεβάτι του και κοιτούσε το ταβάνι. Ήθελε πολύ να πάει και να παίξει με τα άλλα παιδιά, αλλά βαριόταν απίστευτα.

Πότε πότε επισκεπτόταν τον Πλικ Πλουκ ο παπαγάλος, που τον έλεγαν Γκόργκο. Είχε έρθει από τα μακρινά νησιά της Καραϊβικής, εκεί που είναι πάντα καλοκαίρι. Ένας γέρος ναυτικός όταν επέστρεψε από τα ταξίδια του έφερε μαζί του και τον αγαπημένο του Γκόργκο. Ο Γκόργκο ήταν ο μοναδικός φίλος του Πλικ- Πλούκ. Ερχόταν στο παράθυρο του Πλικ- Πλούκ, το χτυπούσε με το ράμφος του, « τακ- τακ»  και ο Πλικ – πλούκ που είχε δέσει ένα σκοινί στο χερούλι του παραθύρου , τραβούσε το σκοινί, άνοιγε το παράθυρο και ο Γκόργκο έμπαινε στο δωμάτιο. Ο Γκόργκο καθόταν  για λίγο και έλεγε τα νέα της πολιτείας στον Πλικ – πλούκ , αλλά δεν μπορούσε να κάθεται ακίνητος για πολύ ώρα, γι’  αυτό γρήγορα πετούσε μακριά.

Μια μέρα ο Γκόργκο ήρθε πολύ αναστατωμένος στο δωμάτιο του Πλικ –Πλούκ. Είχε συμβεί κάτι τρομερό στη μικρή πολιτεία. Όλα τα παιδιά της πολιτείας είχαν εξαφανιστεί, η μεγάλη πλατεία ήταν άδεια, δεν ακούγονταν φωνές και γέλια και κανείς δεν ήξερε πού είχαν πάει τα παιδιά. Ο Γκόργκο είπε τότε στον Πλικ- Πλούκ: «Πλικ- Πλούκ πρέπει να σηκωθείς, επιτέλους! Πρέπει να βρούμε τα παιδιά!» «Γιατί, εγώ;» ρώτησε ο Πλικ- πλούκ. «Ας πάει κάποιος άλλος» , συνέχισε. «Έλα, τώρα! Πρέπει να με βοηθήσεις! Μόνο εσύ μπορείς!» «Και γιατί, παρακαλώ;» ρώτησε ο Πλίκ- Πλούκ. «Γιατί είσαι το μοναδικό παιδί στην πολιτεία! Κάτι θα σκεφτείς!» είπε ο Γκόργκο. «Εγώ θα πετάω και θα κοιτώ από ψηλά και εσύ θα περπατάς και θα ψάχνεις για ίχνη» , εξήγησε ο Γκόργκο. « Αποκλείεται να βγω από το σπίτι» , απάντησε ο Πλίκ Πλούκ. «Βαριέμαι απίστευτα». «Τότε, αν δεν σηκωθείς, θα σε γαργαλήσω στις πατούσες με το ράμφος και τα φτερά μου, μέχρι να σηκωθείς», είπε ο Γκόργκο. Αν κάτι δεν άντεχε ο Πλικ- Πλούκ ήταν το γαργαλητό και κυρίως στις μικρές και τρυφερές πατούσες του. Έτσι, σηκώθηκε!

Και πράγματι, ποιος θα το περίμενε! Μόλις στάθηκε στα δυο του πόδια, άρχισε να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να βρει τα παιδιά. Αφού ντύθηκε, βγήκε από το σπιτι. Στην εξώπορτα τον περίμενε ο Γκόργκο, ο παπαγάλος. Και οι δυο τους ξεκίνησαν. Δρόμο έπαιρναν, δρόμο έαφηναν. Μέχρι που έφτασαν στην άκρη της πολιτείας, στην αρχή του μεγάλου δάσους. Εκεί πρόσεξαν ίχνη πολλών ποδιών στο βρεγμένο χώμα- ευτυχώς είχε βρέξει το προηγούμενο βράδυ. Ακολουθώντας τα ίχνη με αγωνία και ενθουσιασμό, οδηγήθηκαν στην σπηλιά του Δράκου- ήταν μια παλιά μεγάλη σπηλιά με αυτό το όνομα. Εκεί βρήκαν όλα τα παιδιά. Μόλις μπήκε ο Πλικ- Πλούκ στη σπηλιά, το πιο μεγαλόσωμο παιδί σηκώθηκε και αγκάλιασε τον Πλικ- Πλουκ. «Επιτέλους, μας βρήκες! Σηκώθηκες από το κρεββάτι σου! Ποτέ δεν ξέχασα πως κάποτε ήσουν ο καλύτερός μου φίλος! Χάθηκες στα σκοτάδια της βαρεμάρας, αλλά τώρα είσαι κοντά μας! Ώρα για παιχνίδι!»

Έτσι, λοιπόν, όλα τα παιδιά με γέλια και χοροπηδητά βγήκαν από τη σπηλιά του Δράκου, έτρεξαν στην πλατεία της πολιτείας και άρχισαν το παιχνίδι. Και ο Πλικ- Πλούκ δεν ξαναπήγε στο κρεβάτι του παρά μόνο όταν νύχτωσε για να κοιμηθεί κατάκοπος από το παιχνίδι, αλλά και ευτυχισμένος που είχε τόσο καλούς φίλους και τον Παπαγάλο Γκόργκο πάντα δίπλα του.

Συγγραφική ομάδα (Ελένη, Ιωάννα, Κατερίνα, Μαρία)

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης