Λευκωσία (διήγημα της μαθήτριας Βαλεντίνη Κέκιρτς)

Το διήγημα, που ακολουθεί,  γράφτηκε από τη μαθήτρια της Α Λυκείου Βαλεντίνη Κέκιριτς, στα πλαίσια συμμετοχής της  στον 8ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό «Κύπρος, Ελλάδα, Ομογένεια: εκπαιδευτικές γέφυρες» (2021-2022).

Λευκωσία
Στην Οδύσσεια του Ομήρου ο Οδυσσέας αφηγείται την ιστορία στον βασιλιά Αλκίνοο. Τα
αφηγήθηκε όλα έτσι όπως έγιναν όμως; Τι και εάν ο Οδυσσέας δεν αφηγήθηκε ένα
σημαντικό μέρος της ιστορίας του γιατί προτίμησε να το κρατήσει για τον εαυτό του; Μια
ιστορία παραλίγο αγάπης και θυσίας.
«Βάλτε κερί στα αυτιά σας και μένα δέστε με στο κατάρτι σύντροφοι!» αναφωνώ.
Τα κύματα της θάλασσας χορεύουν δίχως μουσική υπόκρουση καθοδηγούμενα από τον
άνεμο. Εν τέλει, χτυπούν το καράβι ή το προσπερνούν συνεχίζοντας το ταξίδι τους ώσπου
να βρουν στεριά και να ξεβράσουν σε μίαν ακρογιαλιά. Άραγε θα φτάσουν κάποια από
αυτά στην Ιθάκη; Ίσως μεταφέρουν ένα κοχύλι το οποίο θα φτάσει στα χέρια της
Πηνελόπης. Ίσως το κάνει περιδέραιο και το κρεμάσει γύρω από τον λαιμό της. Στο πίσω
μέρος του μυαλού μου κρύβονται αναμνήσεις. Καλοκαιρινά απογεύματα στην παραλία.
Μάζευε κοχύλια όσο εγώ χάζευα το πέλαγος. Ανίδεοι και οι δύο. Τυφλά ερωτευμένοι. Στο
ίδιο πέλαγος όπου ζούσαμε τις πιο όμορφες εμπειρίες, άνοιξα πανιά για την καταραμένη
Τροία. Στο ίδιο πέλαγος όπου περάσαμε τα πιο όμορφα απογεύματα, έρχομαι αντιμέτωπος
με τον ίδιο τον Ποσειδώνα εδώ και χρόνια. Η αγάπη για την θάλασσα έγινε κατάρα. Αυτό
που αγαπήσαμε κατάφερε να μας χωρίσει. Δεν γνωρίζω πια εάν η γυναίκα μου συνηθίζει
ακόμη να περπατάει στην άμμο. Ελπίδα όμως μου δίνει ο ορίζοντας. Εκεί βρίσκεται η
πατρίδα, το σπίτι, ο Τηλέμαχος, η Πηνελόπη.
«Αφέντη, είστε σίγουρος για αυτή σας την απόφαση; Με κερί στα αυτιά, εάν κάτι πάει
στραβά, φοβάμαι πως δεν θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε. Είναι επικίνδυνο.»
«Έχω ακούσει ιστορίες ναυτικών για αυτά τα τέρατα . Δαίμονες με κεφάλι γοητευτικής
γυναίκας και σώμα αρπακτικού πτηνού. Η φωνή τους γλυκιά, γεμάτη ξόρκια και μαγεία.
Ακούγοντάς τες, τις ερωτεύεσαι. Θες να τις ακολουθήσεις, όμως ο θάνατος δεν αργεί. Δεν
είναι τόσο γλυκός όσο η μελωδία τους. Επώδυνος και βασανιστικός. Θέλω να τις ακούσω.
Το ταξίδι μας, σύντροφοι, ήταν γεμάτο εκπλήξεις. Αντικρίσαμε πράγματα τα οποία θα
φοβέριζαν οποιονδήποτε κοινό θνητό. Θέλω να έχω χαραγμένη τη μελωδία τους στο νου
μου. Να δω με τα ίδια μου τα μάτια και να ακούσω τα ίδια μου τα αυτιά εάν οι ιστορίες
είναι αληθινές. Και αν ο Δίας αποφασίσει πως η μοίρα μου είναι μία σειρήνα που
ερωτεύτηκα να μου φάει την καρδιά απλόχερα θα της χάριζα, ας γίνει»
Δεν λαμβάνω καμία απάντηση. Μόνο σιωπή. Ολοφάνερα ανήσυχοι με κοιτούν και
διστακτικά κουνούν καταφατικά τα κεφάλια τους. Δεν τους κατηγορώ όμως. Οι σειρήνες
είναι επικίνδυνα, χωρίς αισθήματα τέρατα. Η Κίρκη μας ενημέρωσε για αυτές στο νησί της.
Καθώς έβλεπα τον τρόμο να σχηματίζεται στα πρόσωπα των συντρόφων μου, εγώ γέμισα
το μυαλό μου με ερωτήματα. Τα βράδια γύρω από τη φωτιά μας διηγούνταν ιστορίες. Ήταν
συναρπαστικές. Τις παρακολουθούσα με προσοχή ενώ πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου
να τις συγκρίνω με τις ιστορίες που άκουγα στην Τροία. Έτσι μέσα μου άναψε η φλόγα της
περιέργειας. Μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο. Τώρα όμως βρίσκεται στο
μεγαλείο της. Όσο πλησιάζουμε, τόσο περισσότερο τη νιώθω να δυναμώνει.
Οι σύντροφοι ακολουθούν τις εντολές μου. Με τη βοήθεια δύο ανδρών δένομαι στο
κατάρτι. Σηκώνω το κεφάλι μου και αντικρίζω ένα κομμάτι στεριάς να σμίγει με τη
θάλασσα. Αυτό είναι. Το νησί Ανθεμόεσσα ή αλλιώς γνωστό ως «Η νήσος των Σειρήνων».
Καθώς πλέουμε προς αυτό, ο ήλιος δύει. Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Σαν βελούδινο πέπλο
απλώνεται πάνω από τα κεφάλια μας. Το βλέμμα μου προσηλώνεται στην έκρηξη
χρωμάτων. Άπειρες αποχρώσεις μου κόβουν την ανάσα. Παρατηρώ χρώματα που δεν είχα
ξαναδεί ποτέ. Χρώματα χωρίς δικό τους όνομα. Κρίμα, κάποια από αυτά αξίζουν μία δική
τους ξεχωριστή ονομασία. Όπως αυτή η απόχρωση του μπλε. Ή μήπως είναι απόχρωση του
μωβ; Μπορεί να είναι και τα δύο αυτά μαζί ίσως και κανένα. Το ενδιαφέρον όμως είναι πως
ο κάθε άνθρωπος θα το περιέγραφε διαφορετικά. Με τον τρόπο που το βλέπει, από την
δική του οπτική γωνία εάν μόνο σήκωνε το κεφάλι του, το παρατηρούσε και το θαύμαζε.
Την σκέψη μου διακόπτουν οι άντρες πάνω στο καράβι που μου φωνάζουν να κοιτάξω.
Μισοκλείνω τα μάτια μου για καλύτερη το δυνατόν όραση και τις βλέπω. Οι δύο σειρήνες
να πετούν προς το μέρος μας. Είναι ακόμη μακριά. Δεν μπορώ να ακούσω το τραγούδι
τους. Ο ήχος των κυμάτων συνοδεύεται από μία βουή. όσο πλησιάζουν όμως, η βουή
μετατρέπεται σε μελωδία. Πριν καν το καταλάβω, έχουν φτάσει σε ένα σημείο όπου μπορώ
πλέον να ξεχωρίσω τα σώματά τους από τα ανθρώπινα κεφάλια τους. Δυστυχώς ο ήλιος
έχει κρυφτεί περνώντας μου την ικανότητα της διάκρισης των χαρακτηριστικών τους. Ένα
πράγμα γνωρίζω όμως, το ανθρώπινο μέρος τους είναι ελκυστικό. Δεν τραγουδάνε και αυτό
μου κάνει εντύπωση. Απλώς μουρμουρίζουν μία ωδή καθώς πετάνε γύρω από το κατάρτι.
Σαν μελαγχολικές σιλουέτες χορεύουν γύρω μου. Νιώθω πως με κοιτούν και αναλύουν την
ψυχή μου ή διαβάζουν τις σκέψεις μου. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθώ να μην μπορώ να
μελετήσω τα πρόσωπά τους. Προσπαθώ μα το μόνο που καταφέρνω είναι να ζαλίζομαι.
Περιστρέφονται τόσο γρήγορα γύρω μου που κουράζομαι. Πονούν τα μάτια μου και
ασυναίσθητα τα κλείνω. Δεν αργώ να τα ανοίξω. Βλέπω μπροστά μου τη μία από τις δύο
σειρήνες ακίνητη να με κοιτάει. Το βλέμμα μου καρφώνεται στα μάτια της. Νιώθω πως
είναι μπλε. Ανοίγει το στόμα της και σχηματίζει μία νότα. Στη συνέχεια άλλη μία και άλλη
μία. Μαγεμένος την ακούω και την κοιτάζω. Δεν απορώ για το πού βρίσκεται η άλλη
σειρήνα μέχρι που αρχίζω να νιώθω ελεύθερος. Τα σχοινιά που είναι γύρω μου και με
κρατάνε δεμένο, πέφτουν. Μέσα σε μία στιγμή βρίσκομαι στον αέρα και απομακρύνομαι
από το καράβι. Μία σειρήνα με έχει αρπάξει με τα πόδια της. Είμαι το θήραμά τους. Δεν
αντιδρώ. Έχω την επιλογή να προσπαθήσω να δραπετεύσω. Προτιμώ όμως να νιώσω το
δροσερό άνεμο στο πρόσωπό μου καθώς χαζεύω τα τρομοκρατημένα πρόσωπα των
συντρόφων μου να χάνονται στο σκοτάδι. Κλείνω ξανά τα μάτια μου για να απολαύσω για
τελευταία φορά το θαλασσινό αεράκι πάνω στο κορμί μου.
Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς βρέθηκα εδώ. νιώθω τον καυτό ήλιο να χαϊδεύει όλο μου το
σώμα. Νιώθω τη ζεστή άμμο ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών μου και τα δροσερά κύματα
της θάλασσας να γαργαλούν τα πόδια μου. Ο ήχος του κελαηδήματος των πουλιών σε
συνδυασμό με το πέλαγος με ωθούν να χαλαρώσω τους μυς μου. Δεν τολμώ να ανοίξω τα
μάτια μου. Τα γεγονότα με τις σειρήνες έρχονται σαν αστραπές στο νου μου. Με απήγαγαν.
Είμαι ζωντανός. Ίσως δραπέτευσα και έπεσα στο νερό, έχασα τις αισθήσεις μου και
ξέβρασα σε ένα νησί. Πώς όμως θα βρω το καράβι; Είμαι σίγουρος πως οι σύντροφοι με
ψάχνουν. Πιθανότατα υποψιάζονται πως είμαι νεκρός. Γνωρίζω όμως πως ακόμη και με
αυτή την σκέψη, γυρεύουν να με βρουν. Δεν πρόκειται να αφήσουν το άψυχο κορμί μου να
περιπλανιέται στη Μεσόγειο. Σκοπός μου είναι να φτάσω στην Ιθάκη είτε ζωντανός είτε όχι.
Αναλύω πιθανά σενάρια και προσπαθώ να βρω λύσεις. Αποφασίζω πως πρέπει να
σηκωθώ και να εξερευνήσω το κομμάτι στεριάς όπου βρίσκομαι. Μπορεί το μέρος να είναι
γεμάτο κινδύνους και εγώ ένα χαλαρώνω στην άμμο χωρίς σπαθί ή δόρυ για να αμυνθώ.
Πρέπει λοιπόν να αυτοσχεδιάσω ένα όπλο και να αναζητήσω τρόφιμα και πόσιμο νερό.
Ακουμπώ τους αγκώνες μου στο έδαφος και σηκώνω τους ώμους και το κεφάλι μου.
Διστακτικά ανοίγω τα μάτια μου για πρώτη φορά από όταν μυστήρια βρέθηκα σε αυτό το
μέρος. Δυσκολεύονται να προσαρμοστούν και να συνηθίσουν το δυνατό φως που εκπέμπει
ο ήλιος. Το πρώτο πράγμα που αντικρίζω είναι το ονειρωδώς γαλήνιο, χωρίς τελειωμό
πέλαγος. Η θάλασσα ήρεμη και καταγάλανη σμίγει με τη χρυσαφένια άμμο γεμάτη
χρωματιστά βότσαλα. Κοιτάζω στα δεξιά μου. Αμέτρητα δέντρα βρίσκονται σε μικρή
απόσταση από την παραλία. Είναι καταπράσινα όμως οι φυλλωσιές τους ασημίζουν καθώς
έρχονται σε επαφή με τις ακτίνες του ήλιου. Ο χαλαρός άνεμος κουνά ελαφρά τα κλαδιά
τους στα οποία πολλά είδη πτηνών κελαηδούν ή παρατηρούν γύρω τους. Είναι πανέμορφο.
Εάν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, θα άφηνα τον εαυτό μου να χαλαρώσει και να
απολαύσει την ομορφιά που με περιβάλλει. Όμως νιώθω πως κάποιος κίνδυνος
παραμονεύει και χωρίς λόγο μου κόβεται η ανάσα. Έχω το αίσθημα πως κάποιος με
κοιτάζει. Αρχίζω να πανικοβάλλομαι χωρίς να έχει συμβεί κάτι προς το παρόν. Είναι όλα στο
μυαλό μου. Λέγοντας ψέματα στον εαυτό μου πως είμαι ασφαλής, γυρίζω το κεφάλι μου
προς τα αριστερά.
«Εσύ πρέπει να ‘σαι ο πολυμήχανος Οδυσσέας, γιος του Λαέρτη, βασιλιάς της Ιθάκης.
Κυκλοφορούν φήμες για σένα σε ολόκληρο τον κόσμο. Συζητούν όλοι για την ευφυΐα σου
και το κοφτερό μυαλό σου. Νομίζω όμως πως υπερβάλλουν λίγο. Ώρες ολόκληρες σε
χαζεύω όμως δεν παρατήρησες καν την παρουσία μου. Δεν είναι και τόσο έξυπνο αυτό, δεν
νομίζεις; Να ξυπνάς σε ένα άγνωστο μέρος απροστάτευτος και να αράζεις κάτω από τη
ζεστασιά. Σκαρφίστηκες σχέδιο να εισβάλουν οι Αχαιοί στην Τροία. Κατέστρεψες ένα
ολόκληρο κράτος που θεωρούνταν ανίκητο λόγω του ψηλού τείχους που το αγκαλιάζει, μα
θα άφηνες ένα άγριο θηρίο να σε φάει ζωντανό επειδή επέλεξες να χαλαρώσεις.»
Η μία από τις δύο σειρήνες στέκεται μόλις λίγα εκατοστά μακριά μου. Συγκεκριμένα είναι
η ίδια που το βράδυ της απαγωγής στεκόταν απέναντί μου και μου αποσπούσε την
προσοχή. Είναι η ίδια που μου τραγούδησε. Ακόμα και όταν δεν τραγουδά, η φωνή της
είναι μελωδία. Ενώ λοιπόν τα λόγια της ήταν δηλητήριο καθώς έκρινε τις πράξεις μου όση
ώρα με παρατηρούσε και λέγοντας πως οι φήμες για την ευφυΐα μου είναι υπερβολές, στα
αυτιά μου ηχούσαν σαν ραψωδία που μιλά για τον έρωτα ένα ανοιξιάτικο πρωινό.
Αρχίζω να την παρατηρώ. Το δέρμα της είναι μελαμψό και γυαλίζει καθώς οι ακτίνες του
ήλιου το χαϊδεύουν απαλά. Το σχήμα του προσώπου της είναι στρογγυλό, ένα μεγάλο
μέρος του όμως καλύπτεται από μαλλιά. Ανοιχτόχρωμα καφέ σαν το χρώμα του κορμού
μιας μουριάς πέφτουν ίσια στους ώμους της. Στις άκρες ξανθαίνουν ομοιόμορφα και
δείχνουν καλοχτενισμένα. Τα μάγουλά της είναι ροδοκοκκινισμένα γεμάτα φακίδες που
θυμίζουν αστέρια στο νυχτερινό ουρανό. Εάν την άγγιζα, θα τα ένωνα με το δάχτυλό μου
σχηματίζοντας αστερισμούς. Τα τόξα των φρυδιών της είναι ζωηρά μα καλογραμμένα. Η
μύτη της είναι και αυτή γεμάτη πιτσιλιές. Με τις άκρες των χειλιών της χαμογελά.
Κερασένια σαρκώδη χείλη που ψιθυρίζουν ξόρκια. Το βλέμμα μου ταξιδεύει στα μάτια της.
Μεγάλα γκριζογάλανα μάτια συναντούν τα κάστανα ταλαιπωρημένα δικά μου. Τα δικά της
είναι άγρια και σκοτεινά. Διακρίνω μέσα τους καταιγίδες και φουρτούνες. Αστραπές και
βροντές. Θάνατο και απελπισία. Γνωρίζω πως ίσως πνιγώ, όμως λαχταρώ αυτό τον θάνατο.
Λαχταρώ να πνιγώ στις τρικυμίες της.
Έρχεται η σειρά μου να μιλήσω. Στέκομαι παρά μόνο να την κοιτάζω. Εκατοντάδες
ερωτήσεις γυροφέρνουν στο μυαλό μου παλεύοντας για το ποια θα ειπωθεί πρώτη. Πού
βρίσκομαι; Γιατί βρίσκομαι εδώ; Γιατί είμαι ζωντανός ακόμη; Τι μπορεί μία σειρήνα να
θέλει από μένα; Φοβάμαι μήπως ξεστομίσω μια λάθος ερώτηση και την εξοργίσω. Για μία
στιγμή σκέφτομαι να σχολιάσω το ότι με είπε ανόητο, αυτό όμως ίσως οδηγήσει σε βέβαιο
θάνατο.
«Ονομάζομαι Λευκωσία», συνεχίζει και νιώθω ανακούφιση που δεν χρειάστηκε τελικά να
μιλήσω ακόμη. «Είμαι σίγουρη πως απορείς για ποιο λόγο βρίσκεσαι εδώ, γιατί είσαι
ζωντανός και τι θέλω από σένα.»
Μένω έκπληκτος. Μα είναι αδύνατον να μου διαβάσει τις σκέψεις. Δειλά κουνώ το
κεφάλι μου δίνοντάς της περιθώριο να συνεχίσει.
«Δεν γνωρίζω ούτε η ίδια. Νιώθω πως κάτι με τράβηξε σε σένα. Ίσως η θέλησή σου να
ακούσεις το τραγούδι μου ενώ γνώριζες τους κινδύνους. Ίσως οι φήμες γύρω από το όνομα
σου μου κίνησαν την περιέργεια να μάθω για τον κόσμο μακριά από εδώ. Για την Τροία, για
τους Λωτοφάγους, για τους Λαιστρυγόνες και τον Κάτω Κόσμο. Δεν βρίσκεσαι σε κίνδυνο.
Έτσι θέλω να ελπίζω τουλάχιστον. Η Αγλαόπη δεν συμφωνεί με το να βρίσκεσαι εδώ. Έχει
δίκιο. Γνωρίζει όμως τον εγωισμό που έχω μέσα μου.»
Η φωνή της είναι χρωματιστή μα δυσκολεύομαι να αποτυπώσω τα συναισθήματα που
κρύβει. Διακρίνω όμως μίσος, λύπη και κυρίως απελπισία. Όχι όμως μίσος για την Αγλαόπη
που υποθέτω πως είναι η άλλη σειρήνα, μα για τον εαυτό της και τις πράξεις της. Μάλλον η
απαγωγή θνητών και ειδικότερα το να μένουν ζωντανοί δεν είναι κάτι που συμφωνεί το
άλλο τέρας. Δεν γνωρίζω το λόγο και δεν θα τον μάθω. Δεν γνωρίζω καν τι μου επιφυλάσσει
το μέλλον. Θα γυρίσω στην Ιθάκη ή θα μείνω εδώ για πάντα με τη Λευκωσία; Όσο το
σκέφτομαι, πιάνω τον εαυτό μου να νιώθει πως η δεύτερη επιλογή δεν είναι φρικτή.
Για δεύτερη φορά χάνω τα λόγια μου. Το καταλαβαίνει μιας και η αμηχανία στον αέρα
είναι αντιληπτή. Μιλάει ξανά.
«Σήκω, πάμε να φάμε κάτι. Έχω την εντύπωση πως πεινάς πολύ»
«Ναι, εάν μπορούσα θα έτρωγα τον κόσμο ολόκληρο»
Συνειδητοποιώ πως για πρώτη φορά ακούει την φωνή μου. Γελάει λίγο και την κοιτάζω.
Είναι πανέμορφη. Μου δίνει το χέρι της για να με βοηθήσει να σηκωθώ και διστακτικά
απλώνω το δικό μου. Το άγγιγμα στέλνει ρίγος σε όλο το κορμί μου και ανατριχιάζω. Το χέρι
της είναι απαλό και ταιριάζει απίστευτα με το δικό μου. Το να την αγγίζω φαίνεται σωστό,
σαν να είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Στέκομαι όμως στα πόδια μου και σαν
χάνεται η επαφή, το χέρι μου γίνεται κρύο και νιώθει άδειο.
Την ακολουθώ καθώς κατευθυνόμαστε προς το δάσος. Αυτή τη φορά παρατηρώ το σώμα
της. Είναι τρομακτική η όψη της. Τα μοναδικά ανθρώπινα στοιχεία πάνω της είναι το
κεφάλι της, τα χέρια της και το στήθος της. Από την μέση των πλευρών της και κάτω είναι
πουλί. Στην πλάτη της επίσης απλώνεται ένα ζευγάρι φτερών. Δεν παύει όμως να είναι
γοητευτική.
Φτάνουμε στο δάσος και με οδηγεί σε ένα ποτάμι. Σκύβω και ενώνοντας τα χέρια μου
σχηματίζοντας μία χούφτα, φέρνω το δροσερό νερό στα χείλη μου. Ξεδιψώ και
χρησιμοποιώντας ξανά τα χέρια μου πλένω το πρόσωπό μου. Σηκώνομαι, την κοιτάζω και
της χαμογελάω. Γυρνάει προς την αντίθετη κατεύθυνση σαν να κρύβει το πρόσωπο της.
Μήπως δεν θέλει να την δω να χαμογελά; Μήπως τα μάγουλά της άναψαν; Ή μήπως
ένιωσε αμήχανα; Δεν το σκέφτομαι πολύ αφού με φωνάζει να την βοηθήσω να μαζέψει
καρπούς και μανιτάρια. Το δάσος είναι μαγευτικό. Δεν μοιάζει με την Ιθάκη. Εκεί υπάρχει
ξηρασία. Εδώ η βλάστηση είναι πυκνή και το τοπίο καταπράσινο. Ξεχωρίζουν μόνο τα
διάφορα είδη φρούτων και λουλουδιών σε χρώμα. Δείχνει πως δεν έχει αφήσει ποτέ το
αποτύπωμά του κάποιος άνθρωπος εδώ. Δεν υπάρχουν ούτε ναοί, ούτε βωμοί, ούτε
ανάκτορα, ούτε οικίες. Κανένα ίχνος πως περπάτησε κανείς ποτέ σε αυτό το έδαφος.
«Οδυσσέα δύει ο ήλιος και πρέπει να πάμε μερικούς από τους καρπούς στην Αγλαόπη.
Ακολούθα με.»
Φτάνουμε σε μία σπηλιά. Φαίνεται άδεια. Πράγματι είναι άδεια. Πού είναι η Αγλαόπη;
Μπορεί να επιτίθεται σε κάποιο καράβι. Ελπίζω να μην είναι αυτό των συντρόφων μου.
Μπορεί να με ψάχνουν. Εύχομαι πως όχι. Πρέπει να γυρίσουν στην πατρίδα. Πριν λίγες
μέρες ήθελα να γυρίσω και εγώ. Προσευχόμουν στους θεούς του Ολύμπου να πατήσω την
άμμο της Ιθάκης. Να κρατήσω στην αγκαλιά μου την Πηνελόπη και να γνωρίσω τον γιο μας.
Πλέον όμως κοιτάζω την Λευκωσία και ξεχνάω για το πού άνοιξα πανιά.
Ακούω ένα δυνατό φτερούγισμα. Γυρίζω το κεφάλι μου και αντικρίσω την Αγλαόπη.
Προσγειώνεται στο έδαφος και με κοιτάζει. Τα μαλλιά της είναι καστανά και σε αντίθεση με
αυτά της Λευκωσίας, είναι σπαστά και άγρια. Δεν έχει ούτε φακίδες ούτε ροδοκοκκινισμένα
μάγουλα. Τα μάτια της είναι και αυτά καστανά. Δεν έχουν λάμψη, μόνο μίσος.
«Λευκωσία, δεν έπρεπε να φέρεις τον θνητό εδώ. Δεν φτάνει που τον φέρνεις στο νησί μας
αλλά τον φέρνεις και στην σπηλιά μας. Μας έθεσε σε κίνδυνο. Εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο
τόσο ενώ τον γνωρίζεις λίγες ώρες. Εξαιτίας σου θα πεθάνουμε. Αυτός εδώ ο άνθρωπος
είναι ο θάνατός μας.»
Λέει με άγρια φωνή και πετάει μακριά. Η Λευκωσία δεν προλαβαίνει να της απαντήσει.
Νιώθω φόβο μα ανακουφίζομαι μιας και δεν μου έκανε κακό. Είχε τη δυνατότητα να με
σκοτώσει επιτόπου. Δεν το έκανε. Με φοβάται. Είπε πως ο ερχομός μου στο νησί θα είναι ο
θάνατος τους. Δεν έχω σκοπό όμως να τις σκοτώσω. Άραγε το γνωρίζει η Λευκωσία αυτό;
«Η Αγλαόπη έχει άδικο. Δεν πρόκειται να σας κάνω κακό. Το γνωρίζεις αυτό, έτσι;»
«Ναι Οδυσσέα, το γνωρίζω. Μα δεν φοβάται εσένα, φοβάται την κατάρα. Ξέρεις, εγώ και η
Αγλαόπη ότι ήμασταν η συνοδεία της Περσεφόνης, κόρης της Δήμητρας. Μα πάνω από όλα
ήμασταν φίλες της. Ήμασταν άνθρωποι και όχι απαίσια τρομακτικά τέρατα.
Τραγουδούσαμε, τρέχαμε στα λιβάδια, κοιτάζαμε τα αστέρια. Αγαπούσαμε την Περσεφόνη
όπως και αυτή εμάς. Στην αρχή ήταν καθήκον μας να την προσέχουμε όμως γίναμε
αχώριστες φίλες. Ένα απόγευμα, ο Άδης την απήγαγε. Η Δήμητρα εξοργισμένη που δεν
καταφέραμε να την σώσουμε, μας μεταμόρφωσε σε τέρατα. Μας έδωσε φτερά για να την
ψάξουμε χωρίς αποτέλεσμα όμως. Αλήθεια, προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε την
Περσεφόνη μα δεν τα καταφέραμε. Ήταν φρικτό. Ακόμα νιώθουμε τύψεις. Η Δήμητρα δεν
μας μεταμόρφωσε πίσω ως τιμωρία. Επιπλέον μας καταράστηκε. Εάν ποτέ περάσει
ναυτικός, ακούσει το τραγούδι μας και επιζήσει, εγώ και η Αγλαόπη θα βρούμε τραγικό
θάνατο. Για αυτό φοβάται. Διότι είσαι εδώ τώρα ζωντανός. Μόνο και μόνο η σκέψη
ακούγεται γελοία. Σκότωσα τον εαυτό μου και την μοναδική μου φίλη διότι είμαι
εγωίστρια.»
Ενώνω όλα τα κομμάτια. Με μιας, όλα τα ερωτήματά μου απαντήθηκαν. Καταλαβαίνω
τον λόγο που βρίσκομαι εδώ ζωντανός. Καταλαβαίνω τον πόνο της κοπέλας απέναντι μου.
Της λείπει το να είναι άνθρωπος. Με είδε και συνειδητοποίησε πως υπάρχει ελπίδα έστω
και για μερικές ώρες να νιώσει άνθρωπος. Μα πόσο άδικο; Να ζεις μια καθημερινότητα και
εξαιτίας ενός λάθους, να ριχθεί πάνω σου μια απαίσια κατάρα. Να ζεις ανέμελα την
εφηβική σου ηλικία και να χάνονται όλα μέσα σε μια στιγμή. Η κατάρα της Δήμητρας είναι
σκληρή. Κανένας θνητός δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Άδη. Είναι θεός. Η
Λευκωσία έχασε ολόκληρη την ζωή της. Πάρθηκαν μακριά της όλα εκείνα που αγάπησε.
Όλα εκείνα που δεν πρόλαβε να ζήσει. Μα ένα πράγμα δεν κατάφερε να χάσει, την ελπίδα.
Νιώθει νοσταλγία για ό,τι είχε. Περισσότερη νοσταλγία όμως νιώθει για όσα δεν έζησε. Δεν
ταξίδεψε, δεν ερωτεύτηκε. Άραγε είδε τον έρωτα σε μένα; Ή είδε μόνο την ευκαιρία να
μάθει για τους πολιτισμούς που είδα στα ταξίδια μου; Σε αντίθεση με την Λευκωσία, η
Αγλαόπη έχασε την ελπίδα της. Η μιζέρια και η απελπισία έβαψαν μαύρη την καρδιά της.
Την πέτρωσαν. Ίσως έχασε την θέληση να γίνει άνθρωπος ξανά ενώ η Λευκωσία σκότωσε
τον εαυτό της μόνο για την αίσθηση. Νόμιζα οι σειρήνες δεν είχαν συναισθήματα. Είναι
απλά δαίμονες. Όμως, όταν την κοιτάζω στα μάτια, εκτός από φουρτούνες και τρικυμίες,
βλέπω μια αγνή καρδιά. Οι καταιγίδες στα μάτια της είναι η αδικία που νιώθει. Εάν τα
πράγματα ήταν διαφορετικά, ίσως έμενε άνθρωπος. Ίσως την συναντούσα τυχαία και την
ερωτευόμουν.
Μου χαμογελάει αλλά είμαι σίγουρος πως δεν είναι αληθινό χαμόγελο. Θέλει να κρύψει
τον πόνο της. Θέλει να δείξει δυνατή. Θεωρεί πως δεν ταιριάζει σε ένα τέρας να είναι
ευαίσθητο και εύθραυστο σαν γυαλί. Έχει νυχτώσει πλέον και ξαπλώνουμε στην άμμο
κοιτάζοντας τα αστέρια.
«Είναι άδικο όλο αυτό.» της λέω.
«Τι εννοείς;»
«Έπρεπε πιο νωρίς να γνωριστούμε, σε άλλες συνθήκες και να ερωτευτούμε.»
«Οδυσσέα, δεν το εννοείς αυτό.» μου ανταποκρίνεται. «Δεν είσαι ερωτευμένος μαζί μου.
Είσαι μαγεμένος ακόμη από το τραγούδι μου. Ό,τι νιώθεις είναι μια ψευδαίσθηση, ένα
ψέμα. Είμαι ένα τέρας, δεν μπορείς να με αγαπήσεις. Έχεις μια γυναίκα και μια πατρίδα
που σε περιμένουν.»
Δεν ξέρω πως να απαντήσω σε αυτό.
«Σου αρέσει να κοιτάζεις τα αστέρια;» την ρωτάω.
«Ναι, είναι πράγματι υπέροχα.»
«Σου τα χαρίζω.»
Ένιωσα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν και βαθύς ύπνος με κυρίευσε.
Ξυπνάω ακούγοντας μουρμουρητά. Αντικρίζω μπροστά μου δύο γυναικείες φιγούρες μα
δεν μπορώ να αναγνωρίσω ποιες είναι. Η μια είναι σίγουρα η Λευκωσία, η άλλη όμως;
Τρίβω τους οφθαλμούς μου και αντικρίζω μια ψηλή, όμορφη γυναίκα. Το δέρμα της είναι
χλωμό και κάνουν αντίθεση με τα πορτοκαλί μαλλιά της και τα πράσινα μάτια της.
«Γιε του Λαέρτη, είμαι η Αφροδίτη. Βρίσκομαι εδώ γιατί μπορώ να αλλάξω την μοίρα σας.
Μπορώ να μετατρέψω την Λευκωσία σε άνθρωπο και να σηκώσω την κατάρα της
Δήμητρας. Οι μοίρες καθώς ύφαιναν, είδαν πως μεταξύ σας γεννήθηκε κεραυνοβόλος
έρωτας. Φτάνει μόνο να το θέλετε και οι δύο. Εάν συμφωνήσετε, περιμένω να θυσιάσετε
προς το όνομα μου πέντε βόδια.»
Πέφτω στα γόνατα προς τιμήν της θεάς. Φωτίζεται η ψυχή μέσα στα σπλάχνα μου. Έχω
την ευκαιρία να ζήσω μαζί της. Η Λευκωσία θα ζήσει όσα δεν έζησε. Ίσως τελικά, η μοίρα να
μην είναι τόσο άδικη.
«Ναι θεά Αφροδίτη. Το επιθυμώ αυτό.»
«Εγώ όχι.»
Κοιτάζω με περιέργεια την Λευκωσία και σηκώνω το φρύδι μου. Δεν περίμενα αυτή της την
απάντηση. Όχι; Μα νόμιζα ήθελε την καθημερινότητα της πίσω. Νόμιζα ήθελε να τρέξει στα
λιβάδια, να αγαπήσει, να κάνει φίλες, να ταξιδέψει, να μάθει να υφαίνει, να ερωτευτεί, να
κάνει παιδιά, να πεθάνει και να φτάσει στον Κάτω Κόσμο και ξέροντας πως έζησε την ζωή
που τόσο ονειρευόταν.
«Έχεις μια γυναίκα και έναν γιο. Έχεις μια ολόκληρη πατρίδα. Έχεις την τιμή σου. Θα
πεθάνεις και δεν θα σε θυμάται κανείς εάν ζήσεις μαζί μου. Θα νομίζουν πως πέθανες στην
θάλασσα. Δεν με γνωρίζεις καν.»
«Ποια τιμή; Ποια Πηνελόπη και ποια Ιθάκη;» βρίσκω τον εαυτό μου να θυμώνει.
«Είναι για το καλό σου Οδυσσέα. Θεά Αφροδίτη, ευχαριστούμε για την πρόταση και την
γενναιοδωρία σου, αλλά δεν ενδιαφερόμαστε.»
Πριν προλάβω να μιλήσω, η θεά αναπηδά και χάνεται στους ουρανούς. Νιώθω αδικημένος.
Νιώθω πως αυτή η απόφαση με πληγώνει μα βαθιά στην καρδιά μου γνωρίζω πως είναι το
σωστό. Κοιτάζω την Λευκωσία και βλέπω ένα δάκρυ να κυλά. Πάω να την αγγίξω μα δεν το
κάνω μέχρι να μου δώσει έγκριση πως με αφήνει. Κουνά απαλά το κεφάλι της και σκουπίζω
το δάκρυ από το γεμάτο αστέρια μάγουλο της. Είναι περίεργο, σωστά; Να νιώθω τόσο
δεμένος με το άτομο απέναντι μου ενώ δεν το γνωρίζω καλά. Δεν γνωρίζω τις ιστορίες της
όπως και αυτή τις δικές μου. Δεν γνωρίζω τα ενδιαφέροντα της, το αγαπημένο της φρούτο,
το αγαπημένο της λουλούδι. Δεν θα τα μάθω ποτέ και αυτό με πονά βαθύτατα.
«Θέλεις ακόμη να είσαι μαζί μου; Τώρα που τα μάγια λύθηκαν;» με ρωτά με δειλή φωνή.
«Ναι, θέλω. Ίσως όμως σε μίαν άλλη ζωή να είμαστε μαζί. Ίσως στον Κάτω Κόσμο σε βρω.
Αγαπάω την γυναίκα μου όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, μα το να είμαι μαζί σου απλά
δείχνει σωστό. Λες και έτσι θα έπρεπε να είναι τα πράγματα.»
Δεν μου απαντάει μα ξέρω πως τις άρεσαν τα λόγια μου. Είμαστε σε απόσταση αναπνοής.
Κοιτάζω τα χείλη της.
«Μου δίνεις την άδεια να σε φιλήσω;» την ρωτάω χωρίς δεύτερες σκέψεις.
«Ναι.»
Χωρίς να το σκεφτώ, κλείνω τα μάτια μου και τα χείλη μου σμίγουν απαλά με τα δικά της
όπως η θάλασσα με το νερό. Όπως ο άνεμος με τα φύλλα των δέντρων. Χιλιάδες
πεταλούδες εμφανίζονται στο στομάχι μου και νιώθω σαν μικρό παιδί. Τα χείλη μας
χωρίζουν.
Δειλά ανοίγω τα μάτια μου. Δεν βρίσκεται μπροστά μου. Ή μάλλον, βρίσκεται αλλά όχι
έτσι όπως ήμασταν μόλις δευτερόλεπτα πριν. Είμαι δεμένος στο κατάρτι και οι σειρήνες
πετούν γύρω μου. Νιώθω πως γύρισα στο βράδυ της απαγωγής. Πραγματικά γύρισα στο
βράδυ της απαγωγής. Τα ονειρεύτηκα όλα; Ήταν ένα ψέμα; Ήταν κάποιο σενάριο που
έκανα στο μυαλό μου ακούγοντας το τραγούδι; Απελπισμένα, ψάχνω τα μάτια της
Λευκωσίας. Θέλω να φωνάξω μα δεν μπορώ. Δεν έχω την δύναμη να το κάνω αυτό. Απλά
τις κοιτάζω να περιστρέφονται γύρω μου. Δεν μπορώ να καταλάβω καν εάν τραγουδάνε
αφού στο μυαλό μου ακούω την ίδια ερώτηση ξανά και ξανά.
Συνειδητοποιώ πως σιγά σιγά, οι σειρήνες δεν κάνουν κύκλους από το κατάρτι τόσο πολύ
όσο πριν. Σημαίνει μάλλον πως απομακρυνόμαστε από το νησί τους. Με όση δύναμη μου
έχει απομείνει, την κοιτάζω στα μάτια. Αυτό που αντικρίζω, απαντάει στο ερώτημα μου.
Βλέπω μέσα στα μάτια της μια γαλήνια θάλασσα. Έναν ουρανό δίχως σύννεφα και
καταστροφές. Ξέρω πως δεν θα πνιγώ, μα λαχταρώ τον πνιγμό. Δεν ήταν όλα ένα ψέμα ή
μια οφθαλμαπάτη ή ένα να συμβάν που δημιούργησε το μυαλό μου. Έγινε στα αλήθεια.
Ήμουν στο νησί της, την άγγιξα και την φίλησα.
Μου χαμογελάει ξανά ψεύτικα όπως έκανε τότε έξω από την σπηλιά. Γυρνάει και αρχίζει
να πετά μακριά. Την βλέπω να χάνεται στον ορίζοντα και στην μοίρα βασίζομαι πως κάπου,
κάπως, κάποτε την ξαναδώ. Μα δεν θα γίνει, άκουσα το τραγούδι της και είμαι ζωντανός.
Θα πεθάνει.
[…]
Πέρασαν 20 χρόνια από τότε. Βρίσκομαι στην Ιθάκη και λίγες μέρες πριν η Πηνελόπη
άφησε την τελευταία της πνοή. Κοιτάζω τον Τηλέμαχο να γίνεται βασιλιάς και νιώθω
περηφάνεια. Από σήμερα, θα γίνει επίσημα ένας. Στην Ιθάκη επικρατεί γιορτή. Το παλάτι
είναι γεμάτο με καλεσμένους από όλα τα βασίλεια του κόσμου. Ο γιος του πολυμήχανου
Οδυσσέα παίρνει τον θρόνο του. Είναι θλιβερό μιας και δέκα χρόνια πολέμησα και άλλα
δέκα περιπλανιόμουν σαν το φάντασμα στην θάλασσα. Δεν ευχαριστήθηκα την πατρίδα
αλλά ξέρω πως ο γιος μου είναι άξιος κυβερνήτης.
Καθόμαστε στο τραπέζι να φάμε. Κατσίκια, βόδια, κοτόπουλα και όλων των ειδών
λαχανικά γεμίζουν το τραπέζι. Ακούγονται φωνές και λύρες. Γύρω μου κάθονται άνθρωποι
που τους βλέπω για πρώτη φορά. Κάποιοι φοράνε μάλιστα περίεργους χιτώνες και
μανδύες. Ένας όμως άντρας μου τραβάει την προσοχή και περιμένω να συστηθεί. Φοράει
έναν μπλε μανδύα με κόκκινες ραφές. Όταν το κάνει όμως, δεν συγκρατώ ούτε όνομα, ούτε
από που προέρχεται. Μόνον μια πληροφορία συγκρατώ για αυτόν. Είναι βασιλιάς ενός
κράτους με το όνομα Λευκωσία.
«Λευκωσία; Ακουστό το όνομα.» ακούγεται η φωνή μου για πρώτη φορά σήμερα στο
τραπέζι.
«Ναι, έτσι λεγόταν μια από τις σειρήνες. Την ξέβρασε νεκρή το κύμα και την θάψαμε. Για
αυτό ονομάσαμε έτσι την περιοχή, ως τιμήν της. Κυκλοφορούν φήμες για μια κατάρα που
κουβαλούν οι σειρήνες. Μόνο η Λευκωσία όμως βρέθηκε νεκρή. Αναφορές μας λένε πως η
άλλη είναι ζωντανή και πολλοί έχουν δει και μια τρίτη σειρήνα με το όνομα Θελξιέπεια. Δεν
πιστεύω όμως σε αυτές τις φήμες. Ήταν τέρατα, δεν θα μιλούσαν σε άνθρωπο. Πιο πιθανό
να τον κατασπάραζαν.»
Κουνώ το κεφάλι μου καταφατικά μη θέλοντας να δείξω εξοργισμένος. Τραγική ειρωνεία,
ε; Γελάω στον εαυτό μου ξέροντας την ιστορία. Την έζησα. Αυτοί όμως δεν θα το μάθουν
ποτέ. Δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν για αυτήν. Τώρα βεβαιώθηκα πως είναι νεκρή. Εάν ήταν
ζωντανή, ίσως έπαιρνα ένα καράβι και την έψαχνα. Ίσως της έλεγα τις ιστορίες της Τροίας,
τις περιπέτειες στο νησί των Κυκλώπων, τα μαγικά που έκανε η Κίρκη. Ίσως έπαιρνα έναν
λωτό και τον έτρωγα για να ξεχάσω. Δεν θέλω να την ξεχάσω όμως. Δεν μπόρεσα με λέξεις
να περιγράψω τι ένιωσα για αυτήν. Φοβάμαι πως δεν θα το κάνω ποτέ. Θα μείνει ένα
μυστικό. Ίσως σε μίαν άλλη ζωή. Άμα όμως μου δινόταν η ευκαιρία, θα πνιγόμουν στις
φουρτούνες και στις τρικυμίες των ματιών της

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης