Λογοτεχνική Συλλογή, Σταματίνα Χρυσούλα
(Θλίψη χωρίς πλαίσιο)
Βάναυση αυγή
Ο έρωτας αναδύθηκε από τους πάγους
Αναίτια. Απρόσμενα.
Τους έλιωσε.
Ξεσκέπαστο, γυμνό χώμα
Απροστάτευτο.
Δολοφονημένη νύχτα στο αέναο ηλιοβασίλεμα
Μα το χώμα περίμενε
Περίμενε.
Ήλιος και έρωτας. Μόνο.
Τα σύννεφα πότε θα επέστρεφαν
Δίχως βαρύτητα
Άνθρωποι μετέωροι στην στρατόσφαιρα ρέουν
Ταραχοποιοί αλλόκοτων υψομέτρων
Και σε ταυρομαχίες έμπλεξαν ξανά
Με ταύρους αόρατους και καρδιά πληγωμένη
στης λήθης τον κυκλώνα
Σε ετούτο τον αιώνα του διχασμού
Με τους δαίμονες ‘στήσαν χορό
Τυχαία βέβαια κάποτε θα δεις
Προσγειωμένους τους μετέωρους ανθρώπους
Στις Ρώμης να κυκλοφορούν τα στενά
Και η Ρώμη φλέγεται
Και σαν τα χέρια τους άπλωσαν τότε
Τους εφήμερους ρωμαίους να αγγίξουν
δεν κατόρθωσαν.
Ίσως από τον καπνό, ίσως από τις φλόγες
ποτέ τους να ειδωθούν δεν μπορούν
Ή κι’ ίσως στάχτη γίνηκαν και οι ίδιοι
Άνευ σημασίας εν τέλει
Και η σφεντόνα πίσω τους εκτοξεύει στη στρατόσφαιρα
Τι εδώ;
Τι εκεί;
Παντού ασφυκτιούν
Παντού ταράζονται
Εκείνοι.
Οι άνθρωποι δίχως πλανητική βάση.
Μεταστροφή
Ήταν Τετάρτη. Από τότε που μετακόμισαν εδώ δεν είχε πάψει να είναι Τετάρτη. Ωστόσο υπήρχε κάτι το γοητευτικό στην ασφάλεια της Τετάρτης. Έσκυψε. Πέρασε κάτω από τα κλαδιά του δέντρου, πήδηξε πάνω από το κενό στο πεζοδρόμιο, προσπέρασε μια ψόφια μαύρη γάτα.
- Καλημέρα.
Μια ψιλή φωνή έλεγε καλημέρα.
Μία ψόφια μαύρη γάτα; Γύρισε πίσω. Είχε τα πόδια της τεντωμένα ώστε η κοιλιά της είχε φουσκώσει φανερώνοντας μερικές λευκές τρίχες, κάτω από τον ήλιο της αυγής το τρίχωμα της λαμπύριζε. Με τα δάκτυλα του ακολουθούσε την ράχη της.
- Καλημέρα.
Ανασήκωσε το κεφάλι του.
Μια φλέβα διαγράφονταν στο κούτελο της κοπέλας που του χαμογελούσε. Πετάρισε τα βλέφαρα του μερικές φορές πριν σηκωθεί. Μια ψόφια μαύρη γάτα. Η δική του μαύρη γάτα με τα ναζιάρικα νιαουρίσματα της και το υπεροπτικό της περπάτημα. Αναστέναξε, χαιρέτησε την κοπέλα όπως και εχθές.
- Τι κάνεις; Είσαι καλά;
Η ίδια ψιλή φωνή.
- Καλά;
Και σκέφτηκε το μικρό ασθενικό γατάκι που είχε τρυπώσει πριν από χρόνια σπίτι τους.
Βεβαίως και είμαι καλά, δηλαδή η γάτα μου πέθανε.
Φούσκωσε τα μάγουλα του. αλλά καλά, εσύ; Απάντησε καταφατικά, φυσικά και ήταν καλά μα …
- Δεν χρειάζεται να λυπάσαι τώρα για τέτοια, ήταν απλώς μια γάτα.
Το βλέμμα της αμέσως χάθηκε κάπου πίσω, μα…
- Δεν είχε πανέμορφα τα άνθη της αμυγδαλιάς;
Ποία αμυγδαλιά; Στράφηκε και εκείνος προς τα πίσω. Προς το δέντρο που είχε προσπεράσει. Α ώστε αμυγδαλιά ήταν, πότε άνθισε έτσι;
- Πανέμορφα.
Και συνέχισε ο καθένας τον δρόμο του. Τα δύο αγόρια που καθόντουσαν στο παγκάκι, πήραν τις τσάντες τους και έφυγαν. Άρα σε λίγο θα εμφανίζονταν στο απέναντι πεζοδρόμιο ο θυρωρός της πολυκατοικίας του. Να ‘τος. Εκείνος απέστρεψε το βλέμμα του και προχώρησε γρηγορότερα. Πριν το καταλάβει, τον σκουντούσε στον ώμο ρωτώντας τον πώς είναι. Ποτέ δεν ήταν αρκετά γρήγορος.
- Μια χαρά, αν βρήκα τι γάτα μου; Τι σημασία έχει ήταν απλώς μια γάτα.
Χαμογέλασε, κλότσησε ένα πετραδάκι που δεν υπήρχε και χαμογέλασε περισσότερο. Εσύ; Έγειρε τότε μπροστά και άκουσε την καθημερινή φλυαρία γνέφοντας, καμιά φορά σχολιάζοντας κάτι. Μα αυτό είναι συγκλονιστικό, απάντησε τελικά. Όμως τα φρύδια του θυρωρού ανασηκώθηκαν. Μήπως τελικά δεν ήταν συγκλονιστικό;
- Παραλίγο να το ξέχναγα ,αναφώνησε, σε έψαχνα γιατί, άκου…
Η Μαριάνα έφυγε,
μου ζήτησε να σου πω πως κουράστηκε.
Όχι, η Μαριάνα δεν ήταν η οικιακή βοηθός του, ούτε ποτέ είχε απαιτήσει από εκείνη να κάνει κάτι. Ήταν μάλλον η ερωμένη του. Ευχαρίστησε και συνέχισε το δρόμο του. Αγνάντευε τον ουρανό και το στομάχι του άδειο γουργούριζε. Από πότε είχε να φάει; Τράβηξε το μανίκι του, το ρολόι του έλεγε πως σε λίγο θα έπρεπε να είναι στο εστιατόριο και να πλένει πιάτα. Ίσως μπορούσε να ξεκλέψει καμία πατάτα. Μαζί τρώγανε κάθε βράδυ πατάτες τηγανιτές. Ίσως την κούρασαν οι πατάτες.
Χαμογέλασε στο κενό. Ήταν απλώς μια ερωμένη. Η καπαρντίνα του ανέμιζε όπως κατηφόριζε μα δεν είχε αέρα. Σταμάτησε. Έγειρε σε ένα τοίχο και ενώ πάλευε να καταλαγιάσει το λαχάνιασμα του χαμογελούσε στους περαστικούς. Έμεινε έτσι αρκετή ώρα, πότε κοιτώντας προς την γάτα, πότε προς το διαμέρισμα του αλλά πάντα επέστρεφε στην αμυγδαλιά. Δεν ήταν πανέμορφη; Έτριψε τον λαιμό του. Ένας άντρας με στολή ναυτικού τράβηξε την προσοχή του. Ξεχώριζε ανάμεσα στο πλήθος, ή ακριβέστερα εξείχε. Κοκκίνιζαν τα μαλλιά του κάτω από το καπέλο; Ξεκόλλησε από τον τοίχο και σήκωσε το χέρι του. Κοκκίνιζαν πράγματι. Ο ναυτικός ήρθε στο μέρος του. Εκείνος κατέβασε το χέρι, το έβαλε στην τσέπη, τέντωσε τους ώμους του, και προσπάθησε να μην χαμογελάσει, έμπλεξε τα δάχτυλα στα μαλλιά του. Τα ξέμπλεξε πάλι για να τον χαιρετήσει.
- Πώς και από τα μέρη μας;
Άραξε το πλοίο στην πόλη για μερικές ημέρες και βρήκε μια ευκαιρία να περάσει από την μέρη του.
- Ενδιαφέρον, ενδιαφέρον, πώς πάει η ζωή σου, τα νέα σου; Είναι ωραία στο καράβι; Είσαι καλά αλλά βιάζεσαι;
Βιάζεται; Πόσος καιρός!
- Μήπως θα το βράδυ… εμ… θα έχεις χρόνο το βράδυ;
Έχει κανονίσει με τους υπόλοιπους. Φυσικά και έχει κανονίσει, τι σκεφτόταν;
- Χάρηκα, γεια.
Και συνέχισε τον δρόμο του. Ήταν απλώς ένας παλιός φίλος. Παρακάτω η δεύτερη αμυγδαλιά δεν ήταν εκεί, γονάτισε πάνω από τον πριονισμένο κορμό. Ταλαντευόταν στις φτέρνες του. Μα δεν είναι δυνατόν να έκοψαν μια πανέμορφη αμυγδαλιά.
Σηκώθηκε. Παράτησε πίσω του τον ξεσχισμένο κορμό και το δέντρο που είχε υπάρξει κάποτε. Στην επόμενη στροφή του δρόμου ο ήλιος τον χτύπησε καταπρόσωπο. Ζαλίστηκε. Ίσως ζαλιζόταν από πάντα. Ίσως είχε κάποια ασθένεια. Παραπαίοντας έφτασε σ’ ένα παγκάκι αντικριστά στην θάλασσα. Στηρίχθηκε πλάι του, ενώ ο τόπος γύρω του στροβίλιζε.
Στροβίλιζε.
Αναγούλιασε μα του ήταν αδύνατο να ξεράσει. Ο κόσμος σταθεροποιήθηκε και τελικά όλα τα παγκάκια είχαν τη θέα της θάλασσας. Πήγε να κάτσει αλλά ξανασηκώθηκε. Χάιδεψε τα ξύλα από κάτω του, τραχιά, ξεφλουδισμένα. Μια ακίδα τρύπησε τον αντίχειρα του. Ανασήκωσε τους ώμους του και έβαλε λίγη πίεση στο άγγιγμα του. Λύγισε τα γόνατα του, κάθισε αλλά δεν αφέθηκε. Δεν έσπασε.
Κάθισε εντελώς. Δεν έσπασε ούτε τότε. Χαμογέλασε μα αμέσως βύθισε το κεφάλι στις παλάμες του. Του έφερνε πονοκέφαλο η βοή του πλήθους. Οι βεβιασμένες κουβέντες που σε φευγαλέες πρωινές συναντήσεις αντάλλασαν δίχως χειραψία, δίχως αγγίγματα, βυθισμένος ο καθένας στην δική του
Τετάρτη.
Κάποιος φώναξε ένα όνομα. Ξανά και ξανά. Μια φωνή επιθετική, γεμάτη ένταση. Σήκωσε το βλέμμα του.
Ένας άντρας με γραβάτα και τα χέρια στη μέση έγερνε πάνω από το πρόσωπο του.
- Δεν με ακούς που σε φωνάζω τόση ώρα; είπε. Εμένα; Μάλλον με μπερδέψατε κύριε.
Απάντησε πώς δεν τον είχε μπερδέψει καθόλου και πότε σκόπευε να πάει στο μαγαζί και τέλος πάντων τι νόμιζε ότι έκανε εκεί αραχτός στο παγκάκι;
- Λυπάμαι αλλά δεν είμαι αυτός που ψάχνετε κύριε, εγώ δεν είμαι αραχτός σε κανένα παγκάκι μα πρώτιστος δεν έχω λόγο να δουλεύω σε κανένα μαγαζί.
Έλεγε πως θα τον απολύσει και πως δεν ανεχόταν να τον κοροϊδεύουν έτσι; Όπως επιθυμούσε ούτως ή άλλως δεν είχε σημασία. Ο άντρας τέντωσε το χέρι του, το κατέβασε πάλι, έκανε αναστροφή. Εξαφανίστηκε. Αναστέναξε και έφυγε και εκείνος. Κι’ όμως σήμερα ήταν Τρίτη. Περπάταγε για ώρα κάτω από την γυμνή λάμψη του ήλιου ανάμεσα σε ανθρώπους με λουλουδάτα ρούχα και λουλουδάτες εκφράσεις. Κούμπωσε το πανωφόρι του. Μια γριά παράμερα τον έδειξε με την μαγκούρα της.
-Καλησπέρα σας.
–Τι κάνεις αγόρι μου;
-Τίποτα εσείς;
-Καλά είμαι και εγώ. Δεν είναι όμορφος ο καιρός;
- Δεν νομίζω. Θα βρέξει.
Και την εγκατάλειψε. Και τότε αποκολλήθηκε.
Από το πλήθος.
Ο πεζόδρομος έστριβε, απομακρυνόταν από την θάλασσα. Εκείνος συνέχιζε ευθεία. Σκαρφάλωνε στα βράχια, γαντζωνόταν με τα χέρια από εσοχές και εξογκώματα.
Με τα δάχτυλα του ένιωθε την πέτρα. Αυτό ήταν μια βεβαιότητα.
Με τα δάχτυλα του ένιωθε. Έπαψε να κινείται εντελώς και δεν ανέβαινε πλέον.
Δεν υπήρχε πιο πάνω.
Πήδηξε.