Παγκορινθιακός διαγωνισμός λογοτεχνίας 2024

Μια αληθινή φιλία

(Με αυτό το διήγημα η μαθήτριά μας από τη Β΄γυμνασίου Μαριλίτα Παπαργυρίου συμμετείχε στον παγκορινθιακό διαγωνισμό λογοτεχνίας που διοργανώνει το Γενικό Λύκειο Βέλου)

Μια φορά και έναν καιρό περίπου 14 χρόνια πριν, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι ονόματι Μπέτυ. Η Μπέτυ ήταν το αποτέλεσμα ενός κεραυνοβόλου έρωτα μεταξύ δυο γειτόνων που ξεκίνησε όταν ο ένας αντίκρισε τον άλλο τυχαία στον δρόμο. Σε εκείνο το δρόμο από τον οποίο δεν είχαν περάσει ποτέ στο παρελθόν, ανταμώθηκαν οι ματιές εκείνων των δύο ανθρώπων που προορίζονταν ο ένας για τον άλλον.

Την ημέρα που θα ερχόταν στο κόσμο η Μπέτυ  ο πάππους της έσπευσε στο κέντρο κακοποιημένων ζώων και ζωών και υιοθέτησε ένα σκυλάκι. Ύστερα έτρεξε στο νοσοκομείο και περίμενε υπομονετικά την εγγονή του να κάνει την πρώτη της εμφάνιση στον κόσμο. Όταν ο Μπίλυ αντίκρισε την εγγονή του για πρώτη φορά δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια του.

Με ανυπομονησία την περίμενε να έρθει στο σπίτι. Όταν αυτή ήρθε στο σπίτι, ο Μπιλυ έφερε σε επαφή την εγγονή του με το σκυλάκι που μόλις πριν λίγες μέρες είχε υιοθετήσει. Η Μπέτυ ένιωσε κάτι σαν χάδι από το σκυλί και αν και ήταν μόλις μερικών ημερών, αυτή η τρυφερότητα την έκανε να ψελλίσει την πρώτη της λέξη: «μάγια». Ο Μπίλυ το ένιωσε σαν σημάδι και έτσι ονόμασε το σκυλάκι Μάγια. Η Μπέτυ καθώς μεγάλωνε δενόταν όλο και περισσότερο με την Μάγια.

Όταν ο παππούς της ο Μπίλυ απεβίωσε, εκείνη ήταν μόλις επτά ετών. Το μόνο που της είχε απομείνει από εκείνον ήταν αυτή η σκυλίτσα. Η Μπέτυ έβαλε την σκυλίτσα μέσα στο σπίτι της. Η Μάγια μέχρι τότε καθόταν έξω γιατί φοβόντουσαν τις ζημιές που θα έκανε. Η Μπέτυ έμενε ξύπνια μέχρι αργά το βράδυ περιγράφοντας της πώς ήταν η μέρα της όπως ακριβώς συνήθιζε να κάνει και με τον παππού της. Περνούσαν τα χρόνια, η Μπέτυ μεγάλωνε και μεγάλωνε και η Μάγια μαζί της. Τα δυο αυτά πρόσωπα είχαν περάσει μαζί τόσα πολλά πράγματα και η Μπέτυ έτσι όπως ένιωθε ασφάλεια και αγάπη από τη Μάγια έτσι και αυτή την υπερασπιζόταν τη σκυλίτσα της. Άπειρες φορές είχε γλυτώσει την Μάγια από κάποια τιμωρία που θα της επέβαλαν οι μεγάλοι, όπως για παράδειγμα, να καθόταν ένα ολόκληρο βράδυ έξω μόνη της. Έτσι, όταν η Μάγια ξήλωνε τα μαξιλάρια του καναπέ ή γρατζουνούσε τα έπιπλα ή μασουλούσε τα παπούτσια, η Μπέτυ έλεγε ότι το είχε κάνει εκείνη. Η μαμά της Μπετυ καταλάβαινε ότι της έλεγαν ψέματα αλλά το κατάπινε αφού την συγκινούσε το πόσο δεμένη είναι η κόρη της με την σκυλίτσα.

Όταν η Μπετυ έκλεισε κοντά τα δέκα, στην υγεία της παρουσιάστηκαν κάποια σοβαρά προβλήματα. Ύστερα από πολλές εξετάσεις και  συνεχείς επισκέψεις στους γιατρούς η Μπέτυ διαγνώστηκε με καρκίνο στον πνεύμονα. Μία πολύ σπάνια ασθένεια για ένα κοριτσάκι δέκα ετών. Όταν η Μπέτυ έκλεισε τα δώδεκα, είχε ήδη χάσει τα μαλλιά της από τις χημειοθεραπείες και είχε αλλάξει πολύ. Είχε χάσει αρκετά κιλά και η στάση της απέναντι στους γύρω της έδειχνε μια επιθετικότητα. Ίσως γιατί ντρεπόταν για την εμφάνισή της. Σε όλους ντρεπόταν και σε όλους ήταν επιθετική εκτός από την Μάγια. Μόνο με την Μάγια ήταν ο εαυτός της. Ένιωθε χαρούμενη και έπαιζε μαζί της κάτι που βοήθαγε τους γονείς της να τρέφουν ελπίδες ότι θα τα καταφέρει. Ένα κρύο βράδυ του Αύγουστου η Μπέτυ υπέστη ένα αθόρυβο επεισόδιο αλλά επώδυνο και επικίνδυνο. Εάν η Μάγια δεν ένιωθε δίπλα της την Μπέτυ να τρέμει και ύστερα να παγώνει, η Μπέτυ θα είχε πεθάνει ακαριαία στο κρεβάτι της εκείνο το βράδυ. Η Μάγια όμως γάβγισε τόσο δυνατά που κατάφερε να ξυπνήσει τους γονείς της Μπέτυ ώστε να την πάνε στο νοσοκομείο όπου έμεινε για τους υπόλοιπους τρεις μήνες . Η Μάγια είχε αντιληφτεί τι συνέβαινε και είχε κατασκηνώσει έξω από το νοσοκομείο. Περίμενε την Μπέτυ να βγει τρέχοντας, να την πάρει και να πάνε στο σπίτι τους για να παίξουν. Ύστερα από τρεις μήνες μάχης η Μπέτυ παρέδωσε τα όπλα στον εχθρό της ανακηρύσσοντας τον νικητή και βγήκε πετώντας από το νοσοκομείο. Φορούσε ένα λευκό φορεματάκι, φτερά και ένα φωτοστέφανο με το οποίο μπορούσε να φωτίσει όλες τις σκοτεινές γωνιές του πλανήτη.

Η Μάγια για όλη την υπόλοιπη σκυλίσια ζωή της έμεινε έξω από το νοσοκομείο περιμένοντας την Μπέτυ να σπρώξει τις βαριές σιδερένιες πόρτες τρέχοντας για να πάει να παίξει μαζί φωνάζοντας από την χαρά της νίκης. Δυστυχώς, αυτό το όνειρο δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα και παρέμεινε μόνο μια βαθιά και σταθερή επιθυμία της Μάγιας.

Η τραγική αλλά και συγκινητική ιστορία μεταξύ της Μάγιας και της Μπέτυς βγήκε στο πρωτοσέλιδο της τοπικής εφημερίδας και όλοι μάθανε για το τέλος των δυο κολλητών. Όλοι οι κάτοικοι της περιοχής θαύμασαν την πίστη των σκυλιών προς τα αφεντικά τους ακόμα και εάν αυτά είναι παιδιά. Έτσι αποφάσισαν να χαρίσουν ένα μαρμάρινο άγαλμα της Μάγιας και της Μπέτυ να είναι αγκαλιασμένες και να φοράνε χρυσά στεφανάκια πάνω από το κεφάλι τους. Το άγαλμα αυτό χαρίστηκε στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν η Μπέτυ και στόλισε την κεντρική αίθουσά του. Οι νοσηλευόμενοι είχαν τη συνήθεια κάθε φορά που πέρναγαν από μπροστά του να κάνουν μια όμορφη ευχή. ‎Πίστευαν ότι η αγάπη της Μάγια και της Μπέτυ είχε τέτοια δύναμη που θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης