Μια μαρτυρία από τα παλιά

Παλιά, όταν ήμουν μικρή στο χωριό μου στην Εθιά το σταφύλι ήταν πολύ σημαντική καλλιέργεια. Όταν θέλαμε να φυτέψουμε αμπέλι, κατέβαινε ο πατέρας μου στον Κάμπο της Μεσσαράς για να βρει ένα τόπο να τον οργώσει. Τότε δεν υπήρχαν τρακτέρ, έτσι χρησιμοποιούσαμε δύο βόδια (βούγια) για να οργώνουμε. Τα δέναμε μεταξύ τους με κλαδιά συκιάς, τα οποία είναι πολύ ευλύγιστα και τα δέναμε σε ένα εργαλείο, τον λεγόμενο «βωλόγερνο», ο οποίος σερνόταν από τα βόδια στο χωράφι, σπάζοντας τους βώλους του χώματος κάνοντάς το αφράτο και καλλιεργήσιμο. Όταν λοιπόν οργωνόταν το χωράφι, σειρά είχε η φύτευση του αμπελιού. Τα αμπέλια μας είχαν μεγάλη έκταση για αυτό και χρειαζόταν πολλή δουλειά και πολλά χέρια για να φυτευτεί. Όταν φυτεύαμε λοιπόν, μαζευόταν όλο το σόι να βοηθήσει, και κάναμε κάτι σα γλέντι, σφάζοντας και ένα αρνί για να τους ταΐσουμε όλους. Η διαδικασία πήγαινε ως εξής: Πρώτα ο πατέρας μου άπλωνε ένα σύρμα στο χώμα και έβαφε με κόκκινη μπογιά τα σημεία όπου δίπλα θα σκάβαμε για να φυτεύουμε, και το χρησιμοποιούσαμε για κάθε σειρά έτσι ώστε να είναι ομοιόμορφα. Χρειάζονται πέντε για κάθε στάδιο: Ο ένας έσκαβε την τρύπα, ο άλλος έβαζε μέσα το κληματάκι, ο άλλος την κάλυβε με χώμα, ο άλλος την πότιζε και ο τελευταίος έσπρωχνε με μια μεταλλική ράβδο χώμα κάτω από τις ρίζες έτσι ώστε να μη γίνει λίμνη από κάτω και σαπίσει το φυτό. Αυτό γινόταν τουλάχιστον μια μέρα ολόκληρη, και φυτεύαμε μέχρι και 15 σειρές με ρίζες! Τα κλήματα τα δικά μας ήταν χαμηλά στο έδαφος, διότι δεν είχαμε την τεχνογνωσία του σήμερα να στήσουμε τους πασσάλους που βάζουμε τώρα.  

Όταν τέλειωνε το φύτεμα όμως η δουλειά δεν είχε τελειώσει, διότι στο χρονικό διάστημα των τριών με τεσσάρων χρόνων μέχρι το αμπέλι να βγάλει σταφύλια, έπρεπε να τακτικά να πηγαίνουμε να το κλαδεύουμε. Επίσης, λόγω της έλλειψης των σύγχρονων φαρμάκων, ψεκαστικών, κλπ, ποτέ δεν ήμασταν σίγουροι αν το αμπέλι θα ζήσει.  

Έτσι λοιπόν, όταν έβγαζε πάλι το αμπέλι σταφύλια, γινόταν ο γνωστός «τρύγος», και μαζευόταν πάλι όλη η οικογένεια, άντρες, γυναίκες, αγόρια, κορίτσια, θείοι, θείες, για να «τρυγήσουμε», δηλαδή να μαζέψουμε τα σταφύλια. Τα βάζαμε σε κάσες οι οποίες ανάλογα το αμπέλι μπορεί να έφταναν και τις 20, και είχαμε διάφορες ντόπιες ποικιλίες σταφυλιών. Με τη βοήθεια γαϊδουριών , μεταφέραμε τα σταφύλια στο χωριό μας.  

Για να αρχίσουμε την παρασκευή κρασιού, πρώτα έπρεπε να βγάλουμε τον μούστο, και επειδή δεν είχαμε εργοστάσια και μηχανές, τα βάζαμε σε ένα πατητήρι, και ξυπόλυτα τα παιδιά τα πατούσαμε για να βγει ο χυμός τους. Τον μούστο τον βάζαμε σε ξύλινα βαρέλια για να γίνει με τον καιρό η ζύμωση και να γίνει κρασί. Κάθε σπιτικό στο χωριό μας εκείνη την εποχή είχε δύο με τρία βαρέλια. Τα φλούδια των σταφυλιών που έμεναν στο πατητήρι, τα πηγαίναμε στο καζάνι του χωριού, το οποίο ήταν από χαλκό, για να βράσουν και να γίνει η απόσταξη της ρακής. 

Το κρασί όπως και η ρακή, ήταν ένα ποτό το όποιο πίνουνταν συχνά σε γλέντια, γάμους, βαπτίσεις, κα. Στην οικογένειά μου δεν πίναμε πολύ κρασί, γι’ αυτό και ο πατέρας μου το πουλούσε. Έβαζε μια ποσότητα μέσα σε δερμάτινα φλασκιά και με το γαϊδουράκι του πήγαινε και το πουλούσε. Τη ρακή συνήθως την πουλούσε σε χωριά πάνω στα Αστερούσια Όρη ή στον Τσούτσουρο κοντά, όπου τον υποδέχονταν μεγάλη χαρά οι χωριανοί. Το κρασί, πήγαινε με το γαϊδούρι μέχρι και στη Νέα Αλικαρνασσό να το πουλήσει, που κι εκεί έγινε γνωστός στους ντόπιους για το κρασί του.  

Το κρασί λοιπόν ήταν ένα σημαντικό μέρος της ζωής μας, τότε που ήθελε πολύ πιο πολύ κόπο και δουλειά για να φτιάξουμε το τελικό προϊόν.  

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑΓΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΣΙΛΑ (Β5)

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης