Η αδερφή μου δεν θα χτυπήσει ποτέ το κουδούνι

Συντάκτης άρθρου: Αντρέια Τσιουχάν (μαθήτρια Α Λυκείου)

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μία διασκευή του ομώνυμου διηγήματος από το βιβλίο «Γάντι σε ξύλινο χέρι» του Μάνου Κοντολέοντα.

Κάποτε ήταν ένα αγοράκι που του άρεσε να διαβάζει παραμύθια και μυθιστορήματα.Το χειμώνα καθόταν δίπλα στη σόμπα και τα καλοκαίρια στον ίσκιο της κληματαριάς και διάβαζε.Κι έτσι καθώς ρούφαγε τις σελίδες,όλο και πιο πολύ χωνόταν σε κάποιους κόσμους περασμένους.Τα βράδια το αγόρι ξάπλωνε στο κρεβάτι του και με κλειστά μάτια ταξίδευε μέσα στις ζωές των άλλων και τις έκανε δικές του.Μια μέρα το αγόρι ζήτησε από τον πατέρα του να τον πάει στον κινηματογράφο,αλλά ο πατέρας του ,του αρνήθηκε. «Όχι», του είπε.Ο πατέρας του δεν το συνήθιζε να του χαλάει το χατήρι,τον αγαπούσε πολύ.Ο μικρός με τη σειρά του τον λάτρευε,δεν είχε αδέρφια,ήταν μοναχοπαίδι,ο χαϊδεμένος των γονιών του.Αναρωτιόταν αν του ζήταγε πολλά και δεν κατάλαβε γιατί του αρνήθηκε.Το αγόρι επέμενε,βούρκωσε,θύμωσε,πικράθηκε και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Εκεί τον βρήκε η μητέρα του.

-«Θες να παίξουμε ντόμινο;»,του πρότεινε και ο μικρός αρνήθηκε.Η μητέρα κάθισε δίπλα του,πήρε μέσα στις παλάμες της το κεφάλι του.Του κράτησε το πηγούνι.

-«Λοιπόν…πρέπει να μάθεις!» του είπε.Κι έμαθε.Εκείνο το απόγευμα κάποιου Οκτώβρη η μητέρα του είπε το μυστικό του πατέρα του.

Χρόνια πριν – λέει- πολύ πριν γεννηθεί αυτός και πριν ακόμα οι γονείς του να γνωριστούνε, ο πατέρας του ζούσε σ ένα νησί και ήτανε παντρεμένος με άλλη γυναίκα κι είχε ένα παιδί,ένα κορίτσι,που τη λέγανε Άννα.Ζούσανε πολύ ευτυχισμένα.Είχανε ένα μεγάλο διώροφο σπίτι με κήπο και ήτανε κοντά στο γιαλό.Η Αννα ήτανε μικρή, πέντε,έξι,εφτά χρονών.

-«Κι αυτή η Άννα»,διέκοψε το αγόρι τη μητέρα του, «ήταν…» και κόμπιασε,Πώς να το πει; Η μητέρα κατάλαβε.

-«Ναι!Ήταν η αδερφή σου!», του είπε.Ο πατέρας του ήταν και δικός της πατέρας.Ο μικρός άκουγε.Ηταν πάντα καθισμένος στο κρεβάτι του,κι είχε ξεχάσει τον κινηματογράφο και την πίκρα του.

-«Λοιπόν;» ρώτησε τη μητέρα του. «Λοιπόν;»

Ο πατέρας του αγάπαγε την κορούλα του όσο αγαπά κι αυτόν.Και τότε το αγόρι ρώτησε τη μητέρα του τι έγινε και δε ζει πια μαζί τους.Η μητέρα του έσκυψε το κεφάλι της.Η φωνή της έγινε πιο χαμηλή και πιο λυπημένη,έτσι του φάνηκε.

Μια μέρα,ακριβώς σαν και σήμερα,χρόνια πριν,η Αννούλα ζήτησε από τον πατέρα της να την πάει στον κινηματογράφο.Εκείνος όμως δεν μπορούσε,είχε κάποια δουλειά.Η μικρή επέμενε,έβαλε τα κλάματα…Ο πατέρας του τη λυπήθηκε,κι έτσι κανόνισε να τη στείλει στο κινηματογράφο με τη μητέρα της.Αυτός θα πέρναγε από κει αργότερα,όταν θα χε τελειώσει τη δουλειά του.

-«Λοιπόν;»,ανυπομονούσε να μάθει ο μικρός.

Έτσι η Αννούλα κι η μητέρα της πήγανε στον κινηματογράφο.Ήτανε,απ ό,τι είχε ακούσει , ένα παλιό κτίριο,ξύλινο,κι είχε πάει κόσμος πολύς.Ώσπου μια στιγμή η μητέρα του σταμάτησε για να πάρει ανάσα.Το χέρι της χάιδευε το δικό του.Ώσπου μια στιγμή,δεν ξέρει κανείς τι έγινε, μέσα στην αίθουσε ξέσπασε φωτιά!… Η φωνή της μητέρας έτρεμε.Τα μάτια του μικρού είχαν γουρλώσει.

-«Φωτιά!», ψέλλισε.

-«Ναι.Κι ο κόσμος μέσα στον κινηματογράφο τρόμαξε,όλοι σηκωθήκανε,τρέξανε στις πόρτες,οι φλόγες καίγανε τα πάντα,οι καπνοί τους πνίγανε και οι πόρτες ήτανε στενές, φρακάρανε από την πρώτη στιγμή».

-«Και μετά;»,ρώτησε ο μικρός.Η μητέρα κούνησε το κεφάλι.

-«Μετά…» κόμπιασε. «Οι πιο πολλοί καήκανε!Ανάμεσά τους η πρώτη γυναίκα του πατέρα και η Αννούλα».Η μητέρα είχε βουρκώσει.

-«Κι ο πατέρας πού ήτανε; Τι έκανε;» ρώτησε ο μικρός.Η φωνή του ήταν βραχνή.Ήθελε κι αυτός να κλάψει.

Ο πατέρας του ήταν έξω από τον κινηματογράφο.Βοηθούσε,μαζί με άλλους,όσους ήταν μέσα να σωθούνε,όμως δεν μπόρεσε να σώσει τους δικούς του. Μετά από όλα  αυτά ο πατέρας του έφυγε από το νησί,άφησε το σπίτι και τη δουλειά του και ήρθε εδώ.Αργότερα προσπάθησε να συνεχίσει τη ζωή του και τα κατάφερε.Πέρασε καιρός, γνώρισε τη μητέρα του,την αγάπησε και την παντρεύτηκε.Μετά ήρθε κι αυτός στη ζωή τους. Κι έτσι έμαθε ο μικρός την ιστορία του πατέρα του,είχε βουρκώσει,κούνησε το κεφάλι του και καταλάβαινε.Όμως και κάτι ακόμα ένιωσε,μετά απ όλα αυτά που του είπε η μητέρα του.

Στη συνέχεια το αγόρι σκεφτόταν πολύ όλα αυτά,κι άρχισε να πιστεύει πως δεν γίνεται,η αδερφή του δεν είχε καεί,με κάποιο τρόπο θα χε σωθεί και πως ακόμα ζούσε!Κάπως θα γινε και σώθηκε από την πυρκαγιά,ίσως να είχε αμνησία ή να είχε καεί στο πρόσωπό της.Και θα ήτανε δίπλα του,το κρεβάτι της θα ήταν κοντά στο δικό του. Και όσο πιο πολύ τα σχεδίαζε όλα αυτά, τόσο και πιο πολύ τα πίστευε το αγόρι,μέχρι που ήταν σίγουρος πως η αδερφή του θα χτυπούσε το κουδούνι.Θα χτύπαγε το κουδούνι,θ άνοιγε αυτός και θα καταλάβαινε πως ήταν η αδερφή του, «Αννουλα!» θα της φώναζε. «Αννούλα,αδερφή μου!». Θα την αγκάλιαζε και θα κλαιγε στην αγκαλιά της. Όνειρα!Ήθελε να τα πιστέψει και τα πίστεψε.Χρόνια ζούσε με την παράλογη ελπίδα πως η αδερφή του θα χτυπήσει το κουδούνι.Για χρόνια.Τελικά συνειδητοποίησε ότι η αδερφή του δεν θα χτυπήσει ποτέ το κουδούνι.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης