Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Τα γεγονότα που καθόρισαν τον κόσμο

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Τα γεγονότα που καθόρισαν τον κόσμο

του Σταματάκου Παναγιώτη

υπό την καθοδήγηση της ιστορικού Κασσιανού Ζωίτσας

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε την πιο δαπανηρή και εκτεταμένη ένοπλη σύγκρουση στην ανθρώπινη ιστορία, της οποίας οι επιπτώσεις έγιναν άμεσα εμφανείς. Εξ αυτών αξίζει να γίνει μνεία στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων, στο Σχέδιο Πείνας που είχε σκοπό την εξολόθρευση των Σοβιετικών και στον εν γένει αγώνα για την εξόντωσή τους, στη ρίψη ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι και – σε ελληνικά σύνορα – στην απηνή κατοχή του 1941 – 1944 (ιδιαίτερα του χειμώνα 1941 – 1942), στο Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων και στην εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή το 1944.

Η ηττημένη στον Μεγάλο Πόλεμο (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) Γερμανία αναγκάστηκε να δεχθεί τους ειδεχθείς – γι’ αυτή –  όρους που προέβλεπε η Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), με την οποία τερματίστηκε ο Α΄ Παγκόσμιος. Αυτή η συνθήκη κήρυττε τη Γερμανία – η οποία είχε αποκλειστεί από τις διαπραγματεύσεις – υπαίτια για τον πόλεμο. Της επέβαλε να πληρώσει υπέρογκες πολεμικής αποζημιώσεις σε αρκετές χώρες και προέβλεπε την παραχώρηση του 1/8 των εδαφών της μαζί με 5.000.000 Γερμανούς πολίτες σε άλλες χώρες και τη μεταβίβαση των γερμανικών αποικιών στη νεοϊδρυθείσα Κοινωνία των Εθνών (πρόγονος του ΟΗΕ) [αποικίες της Γερμανίας: Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική (σημερινή Ναμίμπια), Γερμανική Ανατολική Αφρική (σημερινή Τανζανία), Καμερούν, Τόγκο, Γερμανική Νέα Γουινέα (Βόρεια Νέα Γουινέα) και τα Νησιά Βίσμαρκ, Σαμόα, Νησιά του Ειρηνικού (Νησιά Μάρσαλ, Καρολίνες, Μαριάνες, Παλάου)]

Στην πολιτική του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP) αναφερόταν ότι, για να γίνει η Γερμανία ξανά κυρίαρχη δύναμη, ανακτώντας όλα τα απολεσθέντα εδάφη, θα έπρεπε να πληρώσουν το τίμημα αυτοί που ευθύνονταν για την κατακρήμνισή της. Φυσικά, γινόταν λόγος για τους Γάλλους και περισσότερο για τους Εβραίους, οδηγώντας στην κυριάρχηση του αντισημιτισμού, κατάσταση που αργότερα προκάλεσε αποτρόπαιες εκτελέσεις και άφησε μελανή κηλίδα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Παρά την αρχική ειρηνική φρασεολογία που χρησιμοποίησε ο Αδόλφος Χίτλερ, ήταν μία προσωπικότητα με ιμπεριαλιστικές και ναζιστικές τάσεις, έμπλεη διαθέσεων επιβολής ολοκληρωτισμού και μεστή τόσο εθνικιστικών όσο και ρατσιστικών αντιλήψεων, που επιστεγαζόταν από μια ευρύτερη παραφροσύνη. Όχι μόνο ανέτρεψε τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αφού επανεξοπλίστηκε παρά την απαγόρευση που όριζε η συνθήκη, αλλά και κατέλαβε στις 7 Μαρτίου 1936 την αποστρατικοποιημένη Ρηνανία (= περιοχή στην οποία απαγορεύεται η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων, όπλων ή στρατιωτικών εγκαταστάσεων, σύμφωνα με διεθνείς συνθήκες ή συμφωνίες. Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919, η Γερμανία δεν είχε το δικαίωμα να διατηρεί στρατό ή οχυρώσεις στην περιοχή).

Εκτός αυτού, ο Χίτλερ επεδίωκε την αναβίωση του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Μεγαλείου. Δηλαδή, την επέκταση της εις βάρος των άλλων χωρών, προωθώντας την ιδέα του Ζωτικού Χώρου (Lebensraum). Έτσι, απέβλεπε στην κατάκτηση χωρών – κυρίως Ανατολικών – για να γίνει η Γερμανία μεγάλη και κυρίαρχος δύναμη ξανά.

Στις 12 Μαρτίου του 1938, η Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία σε μια κίνηση που ονομάστηκε Anschluss (Άνσλους), χωρίς αντίσταση. Επιπλέον, οι επεκτατικοί σχεδιασμοί μετουσιώθηκαν σε πράξη και με τη Συμφωνία του Μονάχου (30 Σεπτεμβρίου 1938). Επιτράπηκε στη Γερμανία να προσαρτήσει την περιοχή της Σουδητίας, που ανήκε στην Τσεχοσλοβακία, χωρίς ένοπλη σύγκρουση, στην οποία κατοικούσαν 3.500.000 Γερμανοί. Επίσης, αυτή η συνθήκη υποχρέωνε τον Χίτλερ να τηρήσει ειρηνική στάση. «Όπως αποδείχθηκε όμως πολύ σύντομα, ο Χίτλερ εξαπάτησε τους υπόλοιπους συνέδρους κερδίζοντας ουσιαστικά περισσότερο χρόνο για την αρτιότερη προετοιμασία της πολεμικής εκστρατείας που είχε προ πολλού, σχεδιάσει σε βάρος τους», σύμφωνα με τον Στέφανο Χελιδόνη, δημοσιογράφο. Και πράγματι, τον Μάρτιο του 1939 ο Χίτλερ κατέλαβε ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία απουσία οποιασδήποτε παρέμβασης από την Αγγλία ή τη Γαλλία.

Στις 23 Αυγούστου 1939 υπογράφθηκε το Σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ (ή Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης). Με το σύμφωνο αυτό, οι δύο χώρες είχαν ως απαράβατο όρο να μην επιτεθεί η μία στην άλλη για μια περίοδο 10 ετών. Επίσης, καθεμία έπρεπε να μείνει ουδέτερη, σε περίπτωση που η άλλη εμπλακεί σε πόλεμο. Αυτό έδωσε το ελεύθερο στη Γερμανία να επιτεθεί στην Πολωνία, εξασφαλίζοντας την αποχή της Σοβιετικής Ένωσης από οποιαδήποτε προσπάθεια παρακώλυσης των σχεδίων του Χίτλερ. Παρ” όλα αυτά, στις 22 Ιουνίου 1941 ο Χίτλερ παραβίασε το σύμφωνο αυτό και επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα). Ο Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ante Portas.

Όμως, σε αυτό το σύμφωνο υπήρχε και το μυστικό πρωτόκολλο, το οποίο όριζε τις σφαίρες επιρροής των δύο χωρών στην Ανατολική Ευρώπη. Η Πολωνία θα διαιρούνταν μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, ενώ οι βαλτικές χώρες (Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία) και εν μέρει η Φινλανδία θα ανήκαν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Η Γερμανία θα καταλάμβανε τη δυτική Πολωνία, ενώ η Σοβιετική Ένωση θα έπαιρνε τον έλεγχο της ανατολικής. Το σύμφωνο αυτό είχε σημαντικές συνέπειες, καθώς μόλις λίγες ημέρες μετά την υπογραφή του, η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία (1η Σεπτεμβρίου 1939), γεγονός που σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακολούθησε η σοβιετική εισβολή στην ανατολική Πολωνία, σε εφαρμογή του μυστικού πρωτοκόλλου.

Πράγματι, η Γερμανία, έχοντας σε πλήρη ετοιμότητα τις στρατιωτικές δυνάμεις και μη θέλοντας να καθυστερεί την επέκτασή της σε συνδυασμό με τις πολιτικές φιλοδοξίες του Χίτλερ, τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939 εξαπέλυσε επίθεση εναντίον της Πολωνίας. Η Πολωνία δεχόταν επίθεση πανταχόθεν (αεροπορική και χερσαία επίθεση – με ταυτόχρονη δράση τεθωρακισμένων δυνάμεων). Στις 17 Σεπτεμβρίου, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Πολωνία από τα ανατολικά. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος γράφει την πρώτη του πράξη.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, δύο ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, η Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν επίσημα τον πόλεμο στη Ναζιστική Γερμανία. Η κήρυξη του πολέμου ήταν η άμεση συνέπεια της παραβίασης της κυριαρχίας της Πολωνίας από τη Γερμανία, καθώς οι δύο χώρες είχαν εγγυηθεί την ασφάλεια της Πολωνίας.

Η περίοδος από τις 3 Σεπτεμβρίου 1939 μέχρι τις 10 Μαΐου 1940, γνωστή ως Παράξενος Πόλεμος (ή Γελοίος Πόλεμος ή Ψεύτικος Πόλεμος. Στα αγγλικά «Phoney War» και στα γαλλικά «Drôle de Guerre»), χαρακτηρίζεται από την έλλειψη σημαντικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στο δυτικό μέτωπο, παρά το γεγονός ότι η Βρετανία και η Γαλλία είχαν κηρύξει πόλεμο στη Γερμανία. Οι βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για πόλεμο και οχυρώνονταν, ενώ ο γερμανικός στρατός συνέχισε τις προετοιμασίες του χωρίς να επιτεθεί άμεσα.

Στις 30 Νοεμβρίου 1939, η Σοβιετική Ένωση επιτέθηκε στη Φινλανδία, ξεκινώντας τον Χειμερινό Πόλεμο (Winter War). Αυτή η σύγκρουση προέκυψε λόγω των απαιτήσεων της Σοβιετικής Ένωσης για εδαφικές παραχωρήσεις από τη Φινλανδία, οι οποίες αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της ασφάλειας των σοβιετικών συνόρων κοντά στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη). Η Φινλανδία αρνήθηκε να παραχωρήσει τα εδάφη που ζητούσαν οι Σοβιετικοί, με αποτέλεσμα η Σοβιετική Ένωση να ξεκινήσει την εισβολή. Παρόλο που η Σοβιετική Ένωση διέθετε συντριπτική αριθμητική και στρατιωτική υπεροχή, οι Φινλανδοί κατάφεραν να αντισταθούν σθεναρά, χρησιμοποιώντας την τεχνική του ανταρτοπόλεμου και εκμεταλλευόμενοι το σκληρό χειμερινό κλίμα και το δύσβατο τοπίο. Ο Χειμερινός Πόλεμος διήρκεσε μέχρι τον Μάρτιο του 1940, όταν οι δύο πλευρές υπέγραψαν τη Συνθήκη Ειρήνης της Μόσχας στις 12 Μαρτίου 1940. Με τη συνθήκη αυτή, η Φινλανδία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει σημαντικά εδάφη στην ΕΣΣΔ (Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστών Δημοκρατιών. 1922 – 1991. Περιελάβανε την Ρωσία, την Ουκρανία, την Λευκορωσία, την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και τη Γεωργία. Γνωστή ως Σοβιετική Ένωση), όπως η περιοχή της Καρελίας, αλλά διατήρησε την ανεξαρτησία της.

Αυτή η περίοδος αναμονής και φαινομενικής αδράνειας τερματίστηκε απότομα στις 10 Μαΐου 1940, όταν η ναζιστική Γερμανία εξαπέλυσε την Επιχείρηση Γκελμπ (Fall Gelb), την επίθεση κατά της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο). Η επίθεση αυτή οδήγησε στην γρήγορη κατάρρευση της γαλλικής άμυνας και στην κατοχή της Γαλλίας από τις γερμανικές δυνάμεις τον Ιούνιο του 1940.

Στις 9 Απριλίου 1940 οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Δανία. Μέσα σε λίγες ώρες, η Δανία παραδόθηκε και συμφώνησε σε όρους συνθηκολόγησης με την προϋπόθεση ότι θα διατηρούσε κάποιον βαθμό εσωτερικής αυτονομίας υπό γερμανική κατοχή. Στη συνέχεια εισέβαλαν στη Νορβηγία, όπου συνάντησαν αντίσταση, με τις Βρετανικές και τις Γαλλικές δυνάμεις κάνουν επίσης απόβαση για να βοηθήσουν τους Νορβηγούς. Ωστόσο, η χώρα έπεσε και αυτή υπό γερμανικό έλεγχο. Οι βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν. Στις 9 Ιουνίου 1940, η νορβηγική κυβέρνηση αναγκάστηκε να υπογράψει ανακωχή και να παραδοθεί στη Γερμανία. Η κατοχή της Νορβηγίας από τη Γερμανία διήρκεσε μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945.

Μετά την εξασφάλιση της Νορβηγίας, οι Γερμανοί άρχισαν να εποφθαλμιούν τη Γαλλία. Έτσι, εξαπέλυσε την επίθεση κατά της Γαλλίας στις 10 Μαΐου 1940, στο πλαίσιο της Επιχείρησης Γκελμπ (Fall Gelb). Αντί να επαναλάβουν την τακτική του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή την ευθεία επίθεση μέσω της οχυρωμένης γαλλικής γραμμής Μαζινό, οι γερμανικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν μια απρόσμενη τακτική. Εισέβαλαν μέσω του Βελγίου και του Λουξεμβούργου και πέρασαν από τα πυκνά δάση των Αρδεννών, που θεωρούνταν αδιάβατα από τους Γάλλους στρατηγούς. Στις 14 Μαΐου η Ολλανδία παραδόθηκε. Στις 27 Μαΐου συνθηκολόγησε και το Βέλγιο. Στις 5 Ιουνίου ξεκίνησε νέα επίθεση των Γερμανών κατά της Γαλλίας. Στις 14 Ιουνίου 1940, οι Γερμανοί κατέλαβαν το Παρίσι και στις 22 Ιουνίου 1940 η Γαλλία συνθηκολόγησε επίσημα, υπογράφοντας την ανακωχή της Κομπιέν, στην ίδια περιοχή όπου είχε υπογραφεί η συνθηκολόγηση της Γερμανίας το 1918 (ήταν ο προστάδιο της Συνθήκης των Βερσαλλιών).

Στις 10 Ιουνίου 1940, η Ιταλία, υπό την ηγεσία του Μπενίτο Μουσολίνι, κήρυξε πόλεμο εναντίον της Βρετανίας και της Γαλλίας. Αυτή η κίνηση ακολούθησε την ταχεία νίκη της Γερμανίας κατά της Γαλλίας, καθώς ο Μουσολίνι επιδίωκε να επωφεληθεί από την κατάσταση και να εδραιώσει την επιρροή της Ιταλίας στην Ευρώπη. Αυτή η επιχείρηση απέτυχε και η Ιταλία υπέστη πολλές αιματηρές ήττες (η Ιταλία επιτέθηκε στη Γαλλική Ριβιέρα και στην Βόρεια Αφρική, που ήταν αποικία των Άγγλων, αλλά απέτυχε).

Μετά την πτώση της Γαλλίας, ο Χίτλερ επιθυμούσε να εξασφαλίσει την αεροπορική υπεροχή, προτού προχωρήσει σε μια πιθανή απόβαση στη Βρετανία. Η Γερμανία σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει την αεροπορία της, για να καταστρέψει τις βρετανικές αεροπορικές δυνάμεις και τα στρατηγικά σημεία, όπως οι αεροπορικές βάσεις και οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Η Μάχη της Βρετανίας (Μάχη της Αγγλίας), λοιπόν, που διεξήχθη από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο 1940, ήταν μια κρίσιμη αεροπορική σύγκρουση μεταξύ της Γερμανικής Λουφτβάφε και της Βασιλικής Αεροπορίας (RAF) της Μεγάλης Βρετανίας. Τελικά, η Γερμανία δεν κατάφερε να αποκτήσει την απαραίτητη αεροπορική υπεροχή. Η επιτυχία της RAF αποτέλεσε σημαντική ψυχολογική νίκη για τη Βρετανία και τους Συμμάχους, αποδεικνύοντας ότι η Γερμανία δεν ήταν αήττητη.

Ελληνικό Μέτωπο

Εξαιτίας της αντίληψης περί δημιουργίας μίας μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – όπως συνέβαινε κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. , οπότε η Ρώμη είχε επεκταθεί σε όλον τον Μεσογειακό και Ευρωπαϊκό χώρο, από την Ισπανία και τη Βρετανία μέχρι τη Γαλλία και τον Δούναβη και είχε κατακτήσει τη Βόρεια Αφρική (συμπεριλαμβανομένης της Καρχηδόνας και της Αιγύπτου) και τη ένα κομμάτι της Μέσης Ανατολής (Αρμενία και Μεσοποταμία) – Ο Μουσολίνι απέβλεπε και στην ενσωμάτωση της Ελλάδας, ακολουθώντας μία γεωπολιτική στρατηγική. Επιπλέον, η Ιταλία ήθελε να ενισχύσει την θέση της ως σύμμαχος της Γερμανίας και να μην την αφήσει να επισκιάζει την Ιταλία, έχοντας ήδη υποστεί ήττα στην εκστρατεία εναντίον της Γαλλίας.

Η πρώτη σοβαρή αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας συνέβη, όταν η Ελλάδα συμφώνησε για τις οικονομικές κυρώσεις στην Κοινωνία των Εθνών (1935) εναντίον της Ιταλίας λόγω της επίθεσης της τελευταίας στην Αιθιοπία. Έπειτα, στις 6 Δεκεμβρίου 1935, η Ελλάδα δήλωσε ανοικτά την υποστήριξή της στην Μεγάλη Βρετανία σε περίπτωση πολέμου μεταξύ της Ιταλίας και της Αγγλίας. Στις 7 Απριλίου 1939, ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλβανία. Τον Μάιο του 1940, ο Μεταξάς, σε συνέντευξή του, ανέφερε ότι «είμεθα ουδέτεροι εφ΄όσον χρόνον θέλει η Αγγλία να είμεθα ουδέτεροι», υπαινισσόμενος ότι η Ελλάδα είναι στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας.

Στην Ιταλία είχε ήδη ξεκινήσει νωρίς μια εκστρατεία προπαγάνδας κατά της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζονταν προκλητικές ενέργειες εναντίον της. Αυτές περιλάμβαναν πτήσεις ιταλικών αεροσκαφών στον ελληνικό εναέριο χώρο και επιθέσεις σε ελληνικά πλοία. Το αποκορύφωμα αυτών των ενεργειών αποτέλεσε ο τορπιλισμός της Έλλης. Στις 15 Αυγούστου 1940, ιταλικό υποβρύχιο βύθισε στην Τήνο το ελληνικό πολεμικό πλοίο Έλλη. Υπήρξαν 9 νεκροί και 24 τραυματίες. Αν και πολλά στοιχεία έδειχναν ότι ο ένοχος ήταν η Ιταλία, ο Μεταξάς τήρησε ήπια στάση. Ο πόλεμος, ωστόσο, ήταν αναπόφευκτος.

Λίγο μετά τις 03:00 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, η Ιταλική Κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Μπενίτο Μουσολίνι, απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο στην Αθήνα μέσω του Ιταλού Πρέσβη, Εμανουέλε Γκράτσι. Ο Γκράτσι παρέδωσε το τελεσίγραφο προσωπικά στον Ιωάννη Μεταξά στην οικία του στην Κηφισιά. Το έγγραφο ζητούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου να καταλάβει στρατηγικής σημασίας σημεία στην Ελλάδα, όπως λιμάνια και αεροδρόμια, για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ανεφοδιασμού του στην προετοιμασία για την εκστρατεία στην Αφρική.

Ο Μεταξάς, αφού εξέτασε προσεκτικά την ιταμή απαίτηση των Ιταλών, απάντησε στα γαλλικά: «Alors, c’est la guerre» (Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο). Ο Μεταξάς, παρά το αρνητικό πρόσημο που άφησε στην ιστορία, εξέφρασε το συναίσθημα του ελληνικού λαού για πλήρη ελευθερία. Το διάγγελμα που απηύθυνε ήταν: «Ὅλον τό Ἔθνος ἄς ἐγερθῆ σύσσωμον. Ἀγωνισθῆτε διά τήν Πατρίδα, τάς γυναίκας, τά παιδιά σας καί τάς ἱεράς μας παραδόσεις»

Στις 05:30 τα ξημερώματα, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (ή Πόλεμος του ΄40 ή έπος του ΄40) με την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο. Οι Ιταλικές δυνάμεις, με περίπου 150.000 στρατιώτες, επιτέθηκαν από την Αλβανία, προσπαθώντας να καταλάβουν τη βόρεια Ελλάδα. Αν και προχωρούσαν γρήγορα, συνάντησαν σφοδρή αντίσταση από τον ελληνικό στρατό, που αν και ευάριθμος, ήταν πολύ πιο αποφασισμένος.

Από τις 31 Οκτωβρίου εκδηλώνεται η αντεπίθεση των Ελλήνων, η οποία έχει μεγάλη επιτυχία. Περίπου στα μέσα Νοεμβρίου, είχαν ανακαταλάβει τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου, ενώ με την άφιξη των εφεδρειών που διέταξε ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, κατόρθωσαν να επιτύχουν αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών ως τα μέσα Νοεμβρίου.

Η Μάχη της Χειμάρρας (13-22 Δεκεμβρίου 1940) ήταν μια σημαντική στρατιωτική σύγκρουση. Αυτή η μάχη σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της αντεπίθεσης του Ελληνικού Στρατού, η οποία ακολούθησε την αποτυχημένη ιταλική εισβολή στην Ελλάδα. Η μάχη έλαβε χώρα στη Χειμάρρα, μια στρατηγικά σημαντική περιοχή στην Αλβανία. Ο ελληνικός στρατός, εκμεταλλευόμενος το ηθικό και τη στρατηγική του υπεροχή, επιτέθηκε στις ιταλικές θέσεις. Τελικά, κατάφερε να καταλάβει τη Χειμάρρα, σημειώνοντας μια σημαντική νίκη έναντι των Ιταλών. Μετά τη νίκη αυτή, ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι παραδέχθηκε ότι ένα από τα αίτια της ιταλικής ήττας ήταν το υψηλό φρόνημα και η αποφασιστικότητα των ελληνικών στρατευμάτων. Η Μάχη της Χειμάρρας επιβεβαίωσε τη στρατηγική υπεροχή των Ελλήνων και ενίσχυσε το ηθικό του Ελληνικού Στρατού, επηρεάζοντας θετικά την εξέλιξη του πολέμου κατά τη διάρκεια του 1941.

Καθώς βρετανικά βομβαρδιστικά και μαχητικά αεροσκάφη επιτέθηκαν στις δυνάμεις της Ιταλίας, οι Έλληνες ολοκλήρωσαν την κινητοποίησή τους και αντεπιτέθηκαν με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους για να απωθήσουν τους Ιταλούς πίσω στην Αλβανία – μια προέλαση που κορυφώθηκε με την επιτυχημένη κατάληψη του Περάσματος της Κλεισούρας τον Ιανουάριο του 1941 (6 με 11 Ιανουαρίου), μερικές δεκάδες χιλιόμετρα εντός των αλβανικών συνόρων. Το Πέρασμα της Κλεισούρας είναι μια στρατηγικά σημαντική περιοχή που συνδέει την Ελλάδα με την Αλβανία. Ο έλεγχος αυτού του περάσματος ήταν κρίσιμος για την προμήθεια και τις μεταφορές στρατευμάτων.

Η Εαρινή Ιταλική Επίθεση (ή Επιχείρηση Αλβανίας) από τις 9 Μαρτίου 1941 έως τις 23 Απριλίου 1941 ήταν μια στρατηγική επιχείρηση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας, που ακολούθησε την αποτυχημένη ιταλική εκστρατεία το 1940. Στόχος της ήταν να καταλάβει περιοχές της βόρειας Ελλάδας και να ενισχύσει τη θέση των Ιταλών στον πόλεμο, εκμεταλλευόμενη τη γερμανική στρατηγική υποστήριξη. Οι Ιταλικές δυνάμεις επιτέθηκαν την άνοιξη του 1941, προτού οι γερμανικές δυνάμεις καταλάβουν την Ελλάδα. Η επίθεση ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου 1941, με μια συντονισμένη προσπάθεια των ιταλικών στρατευμάτων να προχωρήσουν στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες των ελληνικών δυνάμεων που είχαν αποδυναμωθεί από την προηγούμενη πολεμική περίοδο.  Η επιχείρηση ολοκληρώθηκε στις 23 Απριλίου 1941 με την αποτυχία των Ιταλών να επιτύχουν τους στρατηγικούς τους στόχους. Η αποτυχία αυτή, σε συνδυασμό με την επερχόμενη γερμανική επιχείρηση στην Ελλάδα, κατέδειξε την αδυναμία του ιταλικού στρατού και τον περιορισμένο του ρόλο στον πόλεμο. Μετά την αποτυχία των Ιταλών και την προετοιμασία των Γερμανών, η Ελλάδα βρέθηκε υπό γερμανική κατοχή, που καθόρισε την κατάσταση της χώρας για τα επόμενα χρόνια.

Στις 6 Απριλίου 1941, η Γερμανία εξαπέλυσε την Επιχείρηση Μαρίτα (ή αλλιώς Operation Marita), μια μεγάλης κλίμακας εισβολή στην Ελλάδα. Οι γερμανικές δυνάμεις, που ξεκίνησαν από τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, επιτέθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα με σκοπό να καταλάβουν στρατηγικά σημεία γρήγορα. Οι Γερμανοί, με την τακτική του Blitzkrieg, προχώρησαν γρήγορα μέσω των ελληνικών συνόρων και κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου 1941, αναγκάζοντας τις ελληνικές δυνάμεις της γραμμής Μεταξά να υποχωρήσουν. Αυτές, που είχαν ήδη εξαντληθεί από τις μάχες με τους Ιταλούς, δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την πίεση των πολύ ισχυρότερων γερμανικών στρατευμάτων. Η ταχύτατη προέλαση των γερμανικών δυνάμεων, σε συνδυασμό με την είσοδό τους από πολλαπλές κατευθύνσεις, οδήγησε στην κατάρρευση του ελληνικού μετώπου.

Η Αθήνα έπεσε στις 27 Απριλίου 1941 και η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, ενώ οι βρετανικές δυνάμεις που είχαν στείλει ενισχύσεις αναγκάστηκαν να αποσυρθούν προς την Κρήτη. Μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι γερμανικές δυνάμεις προχώρησαν στη Μάχη της Κρήτης τον Μάιο του 1941. Η γερμανική εισβολή στη νήσο Κρήτη έγινε κυρίως μέσω αεροπορικών επιθέσεων και αποβάσεων αλεξιπτωτιστών, στη μεγαλύτερη αερομεταφερόμενη επιχείρηση του πολέμου. Η μάχη ήταν σφοδρή και διήρκεσε μέχρι τις 1 Ιουνίου 1941, με τους Γερμανούς τελικά να καταλαμβάνουν την Κρήτη, παρά τη γενναία αντίσταση των ελληνικών, βρετανικών και συμμαχικών δυνάμεων, καθώς και των ντόπιων κατοίκων.

Μετά την πτώση της Κρήτης, όλη η Ελλάδα τέθηκε υπό τριπλή κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα [Γερμανική κατοχή στις πιο σημαντικές στρατηγικά περιοχές, όπως η Αθήνα και η Κρήτη. Ιταλική κατοχή στη νότια και κεντρική Ελλάδα, καθώς οι Ιταλοί διατήρησαν τον έλεγχο μεγάλου μέρους της χώρας παρά τις αποτυχίες τους στις προηγούμενες εκστρατείες. Βουλγαρική κατοχή στη βόρεια Ελλάδα (ανατολική Μακεδονία και Θράκη)]. Η τριπλή κατοχή είχε ως αποτέλεσμα μεγάλη φτώχεια, πείνα και σφοδρή καταπίεση για τον ελληνικό λαό, με πολλές περιοχές να υφίστανται σφαγές και καταστροφές από τα κατοχικά στρατεύματα. Ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα ήταν ο Μεγάλος Λιμός (1941-1942), όπου χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από την πείνα λόγω της αρπαγής των αποθεμάτων τροφίμων.

Παρά την κατοχή, η Εθνική Αντίσταση οργανώθηκε και αναπτύχθηκε, με κύριες αντιστασιακές οργανώσεις όπως το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και τον ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Η αντίσταση οδήγησε σε πολλές επιθέσεις κατά των δυνάμεων κατοχής, με αποκορύφωμα την ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου τον Νοέμβριο του 1942 (25 Νοεμβρίου), μια κοινή επιχείρηση ΕΑΜ-ΕΔΕΣ που έπληξε τις γερμανικές γραμμές ανεφοδιασμού.

Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική και ιταλική κατοχή έλαβε χώρα στις 12 Οκτωβρίου 1944, όταν οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να αποχωρούν από την πρωτεύουσα. Αυτό σηματοδότησε το τέλος της Κατοχής, η οποία είχε ξεκινήσει τον Απρίλιο του 1941, όταν η Ελλάδα κατακτήθηκε από τις δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία, Ιταλία και αργότερα η Βουλγαρία).

Η ιταλική κατοχή σε μεγάλο μέρος της Ελλάδας ξεκίνησε μετά την ήττα της Ιταλίας στη μάχη της Ελλάδας και την επέμβαση της ναζιστικής Γερμανίας. Ωστόσο, η Ιταλία συνθηκολόγησε τον Σεπτέμβριο του 1943, και μετά από αυτό το γεγονός, οι γερμανικές δυνάμεις ανέλαβαν πλήρως τον έλεγχο των περιοχών που είχαν καταλάβει οι Ιταλοί.

Με την απελευθέρωση της Αθήνας, ξεκίνησε η αποχώρηση των Γερμανών από την υπόλοιπη χώρα, ωστόσο η περίοδος μετά την απελευθέρωση στιγματίστηκε από εσωτερικές συγκρούσεις, που οδήγησαν στον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949).

Εισβολή στη Σοβιετική Ένωση

Ο Χίτλερ, αφού εξασφάλισε το δυτικό μέτωπο και τα Βαλκάνια, ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου 1941 την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα με την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Οι Σοβιετικοί αιφνιδιάστηκαν πιστεύοντας ότι η γερμανική τακτική του κεραυνοβόλου πολέμου δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική. Παρά το γεγονός ότι διέθεταν μεγάλο αριθμό αρμάτων μάχης και αεροπλάνων, ο εξοπλισμός τους ήταν ξεπερασμένος τεχνολογικά, με ελλιπή θωράκιση και οπλισμό, καθιστώντας τους ευάλωτους σε πιο εξελιγμένα γερμανικά οχήματα και αεροσκάφη. Τον Δεκέμβριο του 1941, οι γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στις πύλες της Μόσχας, ωστόσο, οι Σοβιετικοί αντεπιτέθηκαν. Ο Κόκκινος Στρατός (ο στρατός της Σοβιετικής Ένωσης) κατάφερε να αποκρούσει την γερμανική επίθεση και να σταθεροποιήσει το μέτωπο. Το 1942, η μάχη του Στάλινγκραντ (Ιούλιος 1942 – Φεβρουάριος 1943) αποτέλεσε το σημείο καμπής στον πόλεμο. Οι Σοβιετικοί, μετά από μια σφοδρή πολιορκία, νίκησαν τους Γερμανούς και άρχισαν να ανακτούν εδάφη, αλλάζοντας την πορεία του πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο. Η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα κατέληξε σε καταστροφική ήττα για τη ναζιστική Γερμανία, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους για την κυριαρχία του Χίτλερ στην Ευρώπη.

Μετά την κρίσιμη καμπή του πολέμου με τη σοβιετική νίκη στη Μάχη του Στάλινγκραντ, η πορεία των γεγονότων στο Ανατολικό Μέτωπο άρχισε να αλλάζει δραματικά εις βάρος των γερμανικών δυνάμεων. Στη μάχη του Κουρσκ (Ιούλιος-Αύγουστος 1943) η Γερμανία επιχείρησε να ανακτήσει την πρωτοβουλία με μια μεγάλη επίθεση στην περιοχή του Κουρσκ, η οποία περιλάμβανε τη μεγαλύτερη αρματομαχία στην ιστορία. Ωστόσο, οι Σοβιετικοί προετοιμάστηκαν καλά, και η γερμανική επίθεση απέτυχε, επιφέροντας ανεπανόρθωτη φθορά στη Βέρμαχτ (το όνομα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων). Μετά το Κουρσκ, ο Κόκκινος Στρατός ανέλαβε την πλήρη πρωτοβουλία των επιχειρήσεων. Οι Σοβιετικοί απελευθέρωσαν σταδιακά τα κατεχόμενα εδάφη τους και συνέχισαν να προωθούνται δυτικά, απελευθερώνοντας τις μεγάλες πόλεις της Σοβιετικής Ένωσης.

Μέχρι το τέλος του 1944, οι Σοβιετικοί είχαν ανακαταλάβει όλη τη Σοβιετική Ένωση και είχαν προελάσει στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία και η Ουγγαρία. Η Γερμανία αναγκάστηκε να υποχωρήσει συνεχώς, αδυνατώντας να αναπληρώσει τις απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και εξοπλισμό. Η προέλαση των Σοβιετικών κορυφώθηκε με την εισβολή τους στη Γερμανία και την πολιορκία του Βερολίνου. Στις 2 Μαΐου 1945, η γερμανική πρωτεύουσα έπεσε στα χέρια των Σοβιετικών, ενώ ο Χίτλερ αυτοκτόνησε λίγες μέρες νωρίτερα, στις 30 Απριλίου.

Η άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας ήρθε στις 8 Μαΐου 1945, σηματοδοτώντας το τέλος του Β” Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Η Σοβιετική βγήκε νικήτρια από τον πόλεμο στο Ανατολικό Μέτωπο, αλλά με τεράστιο κόστος, τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε υλικές καταστροφές. Η σύγκρουση αυτή άνοιξε το δρόμο για την ψυχροπολεμική διχοτόμηση της Ευρώπης μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού μπλοκ.

Συνέπειες

Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων ήταν μια από τις πιο φρικτές γενοκτονίες στην ανθρώπινη ιστορία, κατά την οποία εξοντώθηκαν περίπου 6 εκατομμύρια Εβραίοι από το ναζιστικό καθεστώς μέσω μαζικών εκτελέσεων, στρατοπέδων συγκέντρωσης και στρατοπέδων εξόντωσης. Το Σχέδιο Πείνας (Hunger Plan) ήταν ένα άλλο κτηνώδες σχέδιο των Ναζί, το οποίο στόχευε στην εσκεμμένη πρόκληση πείνας στους Σοβιετικούς πληθυσμούς, με στόχο να αποδυναμώσει και να εξολοθρεύσει τον σοβιετικό λαό, ειδικά στα κατεχόμενα εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης. Το σχέδιο αυτό οδήγησε σε εκατομμύρια θανάτους από πείνα και επιδημίες κατά την διάρκεια της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα». Η ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα («Little Boy») και στο Ναγκασάκι («Fat Man») από τις Ηνωμένες Πολιτείες στις 6 και 9 Αυγούστου 1945 αποτέλεσε μια πρωτόγνωρη επίδειξη καταστροφικής δύναμης, με εκατοντάδες χιλιάδες άμεσα θύματα και ακόμη περισσότερα θύματα μακροπρόθεσμα λόγω της ραδιενέργειας. Συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 200.000 άτομα.

Στην Ελλάδα, η γερμανική Κατοχή από το 1941 έως το 1944 ήταν μια εξαιρετικά σκληρή περίοδος, κατά την οποία ο ελληνικός λαός υπέφερε από εκτελέσεις, πείνα και καταστροφή των υποδομών. Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων τον Δεκέμβριο του 1943, όπου οι Ναζί εκτέλεσαν σχεδόν όλους τους άνδρες του χωριού και κατέστρεψαν την περιοχή, αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά εγκλήματα πολέμου. Παρόμοιο δράμα συνέβη με την εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944, όπου 200 πολιτικοί κρατούμενοι εκτελέστηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής ως αντίποινα για την αντίσταση. Η γερμανική κατοχή στην Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1941 έως τον Οκτώβριο του 1944. Η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο τον Οκτώβριο του 1940, όταν δέχθηκε επίθεση από την Ιταλία (το γνωστό Έπος του ’40), και κατάφερε να αντισταθεί επιτυχώς. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1941, οι δυνάμεις της Ναζιστικής Γερμανίας εισέβαλαν στη χώρα (μετά την αποτυχία των Ιταλών) και την κατέλαβαν γρήγορα. Η Ελλάδα χωρίστηκε σε ζώνες κατοχής, με τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία να κατέχουν διαφορετικά τμήματα της χώρας. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από σκληρά αντίποινα, λιμό (ειδικά το χειμώνα του 1941-1942), αντιστασιακές δράσεις και καταστροφές. Η Κατοχή τελείωσε, όταν οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να αποχωρούν από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944, καθώς ο πόλεμος είχε γυρίσει εναντίον τους. Η επίσημη απελευθέρωση της Αθήνας σημειώθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1944.

 

Πηγές  – Βιβλιογραφία

Βικιπαίδεια – Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

https://encyclopedia.ushmm.org/content/el/article/world-war-ii-in-europe

Σχολικά βιβλία ιστορίας Γ΄ Γυμνασίου και Γ΄ Λυκείου (γενικής παιδείας)

https://www.ime.gr/chronos/14/gr/1940_1945/b_world_war/index.html

Μεγάλες μάχες του Β” Παγκοσμίου πολέμου (ISBN: 9789604231652) – εκδόσεις Σαββάλα

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (Άντονι Μπήβορ, ISBN:9789604462261)

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης