
«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, περπατώντας η Δόξα μονάχη, μελετά τα λαμπρά παλληκάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί, γινωμένο από λίγα χορτάρια πού ‘χαν μείνει στην έρημη γη» Δ. Σολωμός
Από τον Απρίλιο του 1824 οι Ψαριανοί γνώριζαν ότι ο Τουρκικός στόλος με επικεφαλής τον Χοσρέφ Πασά είχε σκοπό να εξολοθρεύσει την Σάμο και μετά να στραφεί εναντίον των Ψαρών. Παρά τις επανειλημμένες, απελπισμένες, δραματικές εκκλήσεις προς την κυβέρνηση καμία ανταπόκριση δεν υπήρξε. Στις αρχές Απριλίου οι προεστοί της Ύδρας και των Σπετσών διαβεβαίωναν τους Ψαριανούς ότι στέλνουν βοήθεια, η οποία όμως μέχρι τις 12 Ιουνίου που ξαναέστειλαν έκκληση οι Ψαριανοί δεν είχε φτάσει. Στις 20 Ιουνίου κατέπλευσε ο τουρκικός στόλος και έγινε η πρώτη απόπειρα απόβασης που μετά από σκληρές συντονισμένες επιχειρήσεις στρατού και στόλου έκαμψαν την αντίσταση των υπερασπιστών του νησιού, οι οποίοι επί τρεις ημέρες αγωνίζονταν σώμα με σώμα με τον εχθρό. Η σφαγή και το ολοκαύτωμα δεν είχε προηγούμενο από τους 30.000 κατοίκους, 18.000 σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Η σπουδαία αυτή ναυτική κωμόπολη μεταβλήθηκε σε ερείπια και όσοι από τους Ψαριανούς δεν σκοτώθηκαν ή δεν αιχμαλωτίστηκαν έφτασαν πρόσφυγες στις Κυκλάδες, στις Σπέτσες, στην Αίγινα και αλλού, ενώ δώδεκα από τα πλοία του Ψαριανού στόλου έπεσαν στα χέρια του εχθρού.