Για την έρευνα συνεργάστηκαν:
Μπουλούτσου Πετρούλα , Μπουρνιάς Μάριος , Πασετσίνικοβ Ρέα , Προκοπίου Γιώργος , Σερδάρη Λήδα , Σερδάρης Κωνσταντίνος, Σκαλτσή Μαριλένα , Σκυλάκου Ιωάννα , Συριανού Έλλη , Συριανού Ανδριανή , Φεζόλι Γκρασιέλα
Η έρευνά μας έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 2022. Προσπαθώντας να διερευνήσουμε το αποτύπωμα που άφησε η πανδημία στη ζωή μας, ζητήσαμε από φίλους και συμμαθητές να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο σε φόρμα google. Λάβαμε 140 απαντήσεις και σας παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα, με τη βοήθεια της συμβουλευτικής ψυχολόγου, κ. Σοφίκας Βουγιούκα, την οποία ευχαριστούμε πολύ:
Στην ερώτηση: «Ποια συναισθήματα βίωσες πιο έντονα λόγω της πανδημίας;» το κυρίαρχο συναίσθημα φαίνεται να ήταν το άγχος με 43,6% και ακολουθεί η μοναξιά με 40% και η κατάθλιψη με 38,6%. Το 32,9% των παιδιών που απάντησαν αισθάνονταν ανησυχία, το 30% απελπισία και το 25,7% απαισιοδοξία. Ο φόβος ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα για το 19,3% των συμμαθητών μας, ενώ 4 παιδιά απάντησαν ότι βαριόντουσαν κατά τη διάρκεια της καραντίνας, 1 παιδί αισθανόταν πλήξη, ενώ ανησυχητικό ήταν ότι 1 παιδί δήλωσε ότι έκανε σκέψεις αυτοκτονίας.
Σχεδόν τα μισά παιδιά από αυτά που απάντησαν δήλωσαν ότι αυτό που τους ανησυχούσε περισσότερο στην πανδημία ήταν μήπως νοσήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα (50,7%), ενώ μόνο το 17,1% ανησυχούσε μήπως νοσήσουν τα ίδια. Επίσης, τα μισά σχεδόν παιδιά ανησυχούσαν για το μέλλον (49,3%) και το 31,4% φοβόταν μήπως δημιουργήσει κενά στα μαθήματα. Το 24,3% επίσης ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο μήπως χάσουν τους φίλους και τις παρέες τους, λόγω της παρατεταμένης καραντίνας.
Όπως μας επιβεβαίωσε η συμβουλευτική ψυχολόγος κ. Σοφίκα Βουγιούκα, «η πλειοψηφία των παιδιών ανέφερε τα συναισθήματα του άγχους, της μοναξιάς, της θλίψης, και της ανησυχίας/ απελπισίας, το οποίο έρχεται σε ταύτιση με τα διεθνή δεδομένα για την επίδραση που είχε στην ψυχική υγεία των παιδιών η πανδημία. Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε τέτοιες καταστάσεις είτε διότι έχουν περιορισμένους μηχανισμούς υποστήριξης είτε διότι δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν τα συναισθήματά τους. Βλέπουμε στην έρευνα να υπάρχει έντονη ανησυχία στα παιδιά για την πιθανότητα νόσησης των ίδιων ή κοντινών ανθρώπων. Η αλλαγή της καθημερινότητας με το κλείσιμο των σχολείων, την διακοπή δραστηριοτήτων και την απουσία κοινωνικών επαφών δημιουργεί στα παιδιά την ανησυχία μήπως αυτό διαταράξει τις κοινωνικές τους επαφές, ενώ επιφέρει και μια γενικότερη ανησυχία και αβεβαιότητα για το μέλλον».
Στην ερώτηση: «Τι με ενοχλούσε περισσότερο στην καραντίνα;» το 53,6% απάντησε η έλλειψη διασκέδασης και το 50% η κοινωνική απομόνωση. Το 36,4% δήλωσε ότι ενοχλούνταν που έπρεπε να στέλνει SMS για να βγαίνει έξω και το 30% που υποχρεώθηκε να μένει πολλές ώρες στο σπίτι. Τέλος, το 27,1% ενοχλούνταν με τις δυσκολίες που παρουσίαζε η μαθησιακή διαδικασία και το 22,1% που απομακρύνθηκε από το σχολικό περιβάλλον.
Οι περισσότεροι έκριναν τα μέτρα που επιβλήθηκαν για την προστασία από τον κορονοϊό απαραίτητα (58,6%), ενώ το 35,7% τα θεώρησαν υπερβολικά. Οι υπόλοιποι, που ήταν πολύ λιγότεροι, δήλωσαν ότι κατά τη γνώμη τους δεν χρειάζονταν.
Από τα μέτρα που επιβλήθηκαν, αυτά που ενόχλησαν τους περισσότερους ήταν η απαγόρευση κυκλοφορίας σε άλλες περιοχές (49,3%) και ο εγκλεισμός στο σπίτι (42,9%). Το 40,7% ενοχλούνταν που έπρεπε να περάσουν από έλεγχο για την είσοδο σε κλειστούς χώρους, ενώ το 32,9% δήλωσαν την κοινωνική αποστασιοποίηση ως το πιο δυσάρεστο γι΄αυτούς μέτρο. Το 29,3% δυσανασχετούσε με τη μάσκα και το 18,6% με τα τεστ και το εμβόλιο.
«Τα ίδια τα παιδιά δηλώνουν ότι από τις αλλαγές που επήλθαν στην καθημερινότητά τους κατά την καραντίνα, τους επηρέασαν περισσότερο αυτές που αφορούν την κοινωνική ζωή, όπως η επαφή με φίλους και η δυνατότητα να διασκεδάσουν, καθώς και τη μαθησιακή διαδικασία. Τα παραπάνω αφορούν και τους πιο βασικούς τομείς της ζωής των παιδιών και των εφήβων», μας είπε η κ. Βουγιούκα.
Παρόλο όμως που οι έφηβοι μαθητές υποχρεώθηκαν να περάσουν πολλές ώρες στο σπίτι, οι μισοί από αυτούς (το 50%) που απάντησαν δήλωσαν ότι ο εγκλεισμός δεν επηρέασε τις σχέσεις με την οικογένειά τους. Οι υπόλοιποι μισοί σχεδόν διχάζονται. Για το 26,4% οι σχέσεις με την οικογένεια βελτιώθηκαν, παρά τις πολλές ώρες αναγκαστικής συνεύρεσης, ενώ για το 23,6% επιδεινώθηκαν.
Η κ. Βουγιούκα επεσήμανε ότι «πολλές οικογένειες κατά τη διάρκεια της καραντίνας βρέθηκαν απομονωμένες στο σπίτι, χωρίς την δυνατότητα να αξιοποιήσουν τους οικείους μηχανισμούς υποστήριξης. Η κατάσταση αυτή μπορεί να εντείνει τυχόν εντάσεις ή να δημιουργήσει τριβές μεταξύ των μελών της οικογένειας. Μην ξεχνάμε ότι πέραν των αλλαγών που βίωσαν τα παιδιά, πολλές αλλαγές, (εργασιακές, κοινωνικές, οικονομικές) επήλθαν και στη ζωή των γονέων, γεγονός που λειτουργεί επιβαρυντικά και στην ψυχική υγεία των γονέων. Ενώ η άλλη όψη του νομίσματος αφορά οικογένειες που λόγω της καραντίνας κατάφεραν να περάσουν χρόνο μαζί, να ‘γνωριστούν’ καλύτερα, να βρουν κοινούς τρόπους αποφόρτισης και έτσι να ενδυναμώσουν τους υπάρχοντες δεσμούς».
Οι τελευταίες δύο ερωτήσεις αφορούσαν την καινούργια μαθησιακή διαδικασία, την οποία βίωσαν οι μαθητές λόγω της πανδημίας. Φαίνεται λοιπόν ότι η τηλεκπαίδευση δεν βοήθησε τους μαθητές, καθώς το 30,7% δήλωσε ότι κατά τη διάρκειά της ούτε παρακολουθούσε τα μαθήματα, ούτε διάβαζε. Το 27,1% έκανε κάποια προσπάθεια, αλλά δυσκολεύτηκε με τα μαθήματα, ενώ το 21,4% παρακολουθούσε τις τηλεδιασκέψεις, χωρίς όμως να μελετάει. Μόνο το 20,7% μελετούσε περισσότερο κατά τη διάρκεια της τηλεκπαίδευσης, με βάση τις απαντήσεις των παιδιών. Έτσι, το συντριπτικό ποσοστό του 77,9% δήλωσε ότι προτιμάει τη δια ζώσης διδασκαλία και μόνο το 22,1% την τηλεκπαίδευση.