Πολιτισμική Πρόσκτηση

Θεωρητικό πλαίσιο

Ο κύριος προβληματισμός που κατέχει σήμερα τις χώρες υποδοχής μεταναστών επικεντρώνεται στο κατά πόσο οι κοινωνίες τους είναι «ώριμες» να δεχτούν το μεγάλο όγκο των μεταναστών και κυρίως κάτω από ποιες προϋποθέσεις και με ποιες ενέργειες είναι δυνατόν οι μετανάστες να ενταχθούν στο κοινωνικό σώμα, ώστε ο κοινωνικός ιστός να είναι αδιάρρηκτος και η συμβίωση με τον γηγενή πληθυσμό ομαλή. Προβληματίζει, δηλαδή, η κοινωνική ένταξη των μεταναστών, η οποία δείχνει πώς μεταβάλλονται οι σχέσεις τους ατομικά αλλά και συλλογικά, σε επίπεδο κοινοτήτων με τον πληθυσμό της χώρας υποδοχής. (Κασιμάτη, 2006: 356). Όλες οι κοινωνίες μεταβάλλονται διαρκώς, άλλοτε με γοργό και άλλοτε με πολύ αργό ρυθμό. Παρόλο που μιλάμε για σύγχρονα κράτη, από τη μία πλευρά και αναπτυσσόμενα, από την άλλη, όλες οι κοινωνίες εκσυγχρονίζονται. Μεταβάλλονται οι θεσμοί, τροποποιούνται οι τεχνολογίες, αλλάζουν ταυτόχρονα και οι ιδεολογίες. Καθώς γίνεται αυτό, αλλάζουν τόσο οι άνθρωποι που τις επινοούν, όσο και ο λαός που τις υφίσταται. Επομένως, ο επιπολιτισμός αποτελεί ένα θεμελιώδες φαινόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως άλλωστε είναι και η κοινωνικοποίηση. Όχι μόνο έχουμε όλοι μας διαμορφωθεί από τους παραδοσιακούς κανόνες και διδασκαλίες που υπάρχουν στην κοινωνία μας (κοινωνικοποίηση και επιπολιτισμός), αλλά και υφιστάμεθα συνεχείς επιδράσεις καθόλη τη διάρκεια της ζωής μας. (Segall, Dasen, Berry, Poortinga, 1996: 344). Το Συμβούλιο της Έρευνας στις Κοινωνικές Επιστήμες των Ηνωμένων Πολιτειών δημιούργησε το 1936 μια επιτροπή στην οποία ανέθεσε την οργάνωση της έρευνας για τα φαινόμενα της πολιτισμικής πρόσκτησης. Η επιτροπή, αποτελούμενη από τους Robert Redfield, Ralph Linton και Melville Herskovits, στο Υπόμνημα για τη μελέτη της πολιτισμικής πρόσκτησης, συμπεριέλαβαν τον ακόλουθο ορισμό: «Η πολιτισμική πρόσκτηση είναι το σύνολο των φαινομένων που προκύπτουν από τη συνεχή και άμεση επαφή μεταξύ ομάδων ατόμων με διαφορετικές κουλτούρες, η οποία επιφέρει μεταβολές στα αρχικά πολιτισμικά πρότυπα της μιας ή και των δύο ομάδων». (Cuche, 2001: 96). Ο όρος επιπολιτισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Herskovits (1948) και αναφέρεται σε όλα τα είδη της μάθησης που συντελούνται στην ανθρώπινη ζωή επειδή είναι απλώς διαθέσιμα για μάθηση (Segall, Dasen, Berry, Poortinga, 1996: 47).   Ο Berry και οι συνεργάτες του (1992, στο Segall, Dasen, Berry, Poortinga, 1996: 344-345)  κατέληξαν σε ορισμένα βασικά συμπεράσματα σχετικά με τον επιπολιτισμό: α) η πολιτιστική μεταβολή και η διεργασία επιπολιτισμού αποτελούν οικουμενικά φαινόμενα και μπορούν να μελετηθούν σε οποιαδήποτε κοινωνία, β) η πολιτιστική επαφή είναι σημαντική πηγή επιπολιτισμού παντού, γ) οι πολιτισμοί επηρεάζουν ο ένας τον άλλον, δ) η διεργασία του επιπολιτισμού λειτουργεί κατά άνισο τρόπο, αντανακλώντας τις διαφορές που υπάρχουν στην ισχύ μεταξύ διαφόρων πολιτισμών, ε) ανάμεσα στις ανίσχυρες, τις αποκαλούμενες κοινωνίες, ορισμένες είναι, ενδεχομένως, περισσότερο επιρρεπείς για μεταβολή από ό,τι άλλες.

Οι μετανάστες υιοθετούν συνήθως κάποιες τακτικές ψυχολογικής προσαρμογής κατά τη διαδικασία του επιπολιτισμού. Οι τακτικές που ακολουθούνται, τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο, σύμφωνα με τον Berry (1997) είναι οι εξής:

  • Στρατηγική της αφομοίωσης: το άτομο απορρίπτει την εθνική του ταυτότητα και ταυτίζεται με τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της χώρας υποδοχής.
  • Στρατηγική της ενσωμάτωσης (ή αλλιώς εναρμόνισης): το άτομο διατηρεί την πολιτιστική του ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά της εθνικής ομάδας στην οποία ανήκει, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει σχέσεις με άτομα και ομάδες της χώρας υποδοχής και γίνεται αναπόσπαστο και λειτουργικό μέρος της κοινωνίας υποδοχής.
  • Στρατηγική του διαχωρισμού: το άτομο εμμένει στην εθνική ταυτότητα, αλλά παράλληλα διατηρεί αρνητικές στάσεις και σχέσεις προς την κοινότητα της χώρας υποδοχής.
  • Στρατηγική της περιθωριοποίησης: το άτομο χάνει την επαφή του με τη δική του πολιτιστική ομάδα και ταυτόχρονα απομονώνεται από την ευρύτερη κοινότητα της χώρας υποδοχής. (Berry, 1997: 9 · Berry, 1994, Berry, Poortinga, Segal & Dasen, 1992 στο Χατζηχρήστου, Γιαβρίμης, Λαμπροπούλου, 2005: 219 · Berry, 1990, 1997 στο Smith & Bond, 2005: 463).

Αναμφίβολα, η μετανάστευση είναι μια πολύ σημαντική αλλαγή στη ζωή ενός ανθρώπου. Ανεξάρτητα από τα αίτια της μετανάστευσης, οι άνθρωποι αφήνουν πίσω τους αγαπημένα πρόσωπα, οικεία περιβάλλοντα και τρόπους ζωής. Επίσης χάνουν τη θέση τους στο άμεσο περιβάλλον τους, στην κοινότητά τους και στη χώρα τους. Έρχονται αντιμέτωποι με νέες αξίες, νέες πρακτικές και τρόπους ζωής, και μπορεί να μη γνωρίζουν γιατί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με συγκεκριμένους τρόπους και πώς θα έπρεπε οι ίδιοι να συμπεριφερθούν. Επίσης, ενδέχεται να νιώθουν ότι έχουν χάσει τον έλεγχο της ζωής και ότι είναι αβοήθητοι. Αυτή η κατάσταση περιγράφεται από τον Oberg (1960) ως «πολιτισμικό σοκ». (Χρυσοχόου, 2005: 62-63). Σε άλλες περιπτώσεις η εμπειρία της μετανάστευσης είναι πιο δύσκολη και επηρεάζει την υγεία των ανθρώπων, οι οποίοι υποφέρουν από «επιπολιτισμικό στρες» (Χρυσοχόου, 2005: 63).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι οι όροι ένταξη και ενσωμάτωση αποτελούν δύο από τους σημαντικότερους όρους της κοινωνιολογικής επιστήμης. Τους συναντάμε από πολύ νωρίς στα θεμέλια της κοινωνιολογικής επιστήμης να περιγράφουν και να αναλύουν τις σημαντικότερες διαδικασίες συμμετοχής ή μη συμμετοχής του ατόμου σε ένα κοινωνικό σύστημα και σε ένα οργανωμένο κοινωνικό σύνολο και ταυτόχρονα να παραπέμπουν στους βασικούς όρους συγκρότησης μιας κοινωνίας. (Παπαδοπούλου, 2006: 299). Στην περίπτωση των μεταναστών, αυτές οι διαδικασίες καθορίζονται από τις συνθήκες ανασύστασης της σχέσης του ατόμου με την κοινωνία υποδοχής και τους όρους συμμετοχής σε αυτή. Η ένταξη του μετανάστη προϋποθέτει την ανάπτυξη ή την εξειδίκευση μέτρων κοινωνικής οργάνωσης από μέρους του κράτους, αλλά και την υιοθέτηση πρακτικών σύμφωνα με τους κανόνες της κοινωνικής οργάνωσης της χώρας υποδοχής από τον μετανάστη. Ακόμα προϋποθέτει την εν μέρει τουλάχιστον αποδοχή των βασικών αξιών και πρακτικών διασφάλισης των όρων αναπαραγωγής της υφιστάμενης κοινωνικής οργάνωσης στη νέα χώρα. Αντίστοιχα, η ενσωμάτωση, σε διάκριση από την αφομοίωση που προϋποθέτει την πλήρη αποδοχή των αξιών της χώρας υποδοχής, καθώς και την πλήρη άρνηση της εκ της γέννησης διαφορετικής εθνοτικής ταυτότητας, προσδιορίζεται κυρίως από την ανασύνθεση των αξιών της χώρας υποδοχής με τη διαμόρφωση ενός νέου μείγματος που συνεπάγεται την ισότιμη παρουσία των διαφορετικών εθνοτικών ταυτοτήτων (Sole C, 2003 στο Δημουλάς, 2006: 246, 247). Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις αποδεχόμαστε ότι όλοι οι τομείς της καθημερινής ζωής του ατόμου που άπτονται του δημόσιου βίου του, αποτελούν τους βασικούς παράγοντες της κοινωνικής ένταξης, ενώ αντίθετα η σφαίρα του ιδιωτικού βίου και οι δραστηριότητες του ατόμου μέσα σ’ αυτήν παραπέμπουν στην κοινωνική ενσωμάτωση που σαφώς υποδηλώνει μια διαφορετική σχέση με τη χώρα υποδοχής και τους κατοίκους της (Μπάγκαβος – Παπαδοπούλου, 2003 · Δημουλάς-Παπαδοπούλου, 2004 στο Δημουλάς, 2006: 247).

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης