Από Κατερίνα Τζ.
Πάμε πίσω στα ΠΑΛΙΑ…
Ο νερουλάς ή νεροκόπος ήταν πλανόδιος πωλητής νερού και αναλάμβανε την τροφοδότηση των σπιτιών , σε πόλεις ή χωριά που δεν είχαν δική τους προμήθεια . Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβόταν περίπου μια δεκάρα τον τενεκέ. Με τον καιρό όμως επειδή οι ανάγκες των ανθρώπων πολλαπλασιάζονταν κουβαλούσε μαζί του κάποιο ζώο , συνήθως γαϊδουράκι , το οποίο το φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια περίπου 30 οκάδων το καθένα . Άλλοι νερουλάδες πάλι χρησιμοποιούσαν βοϊδάμαξες, με τις οποίες μετέφεραν βαρύτερα βαρέλια. Αυτοί πουλούσαν νερό με τον κουβά για οικιακή χρήση (πλύσιμο , καθαριότητα ). Αυτή η δουλειά γινόταν μόνο από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο. Το χειμώνα ο κόσμος έπαιρνε νερό από τα ρυάκια που σχηματίζονταν από τα χιόνια και τις βροχές.
Ο πιο νερουλάς της χώρας μας ήταν ο Σπύρος Λούης από το Μαρούσι. Ήταν συνηθισμένος να κάνει πολλά χιλιόμετρα προκειμένου να μοιράζει νερό, είχε και μεγάλη αντοχή στο τρέξιμο κι έτσι όταν του πρότειναν να λάβει μέρος στον μαραθώνιο δρόμο (στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896) δέχτηκε αμέσως. Μια ιστορία λέει πως όταν κέρδισε την πρώτη θέση , ο τότε βασιλιάς Γεώργιος προσφέρθηκε να του χαρίσει ό,τι δώρο ήθελε. Αυτός σεμνός και προσγειωμένος απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι θέλω μόνο να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό!»