ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
Νόμισμα (ή κέρμα) είναι ένα κομμάτι από σκληρό υλικό, συνήθως μέταλλο, που χρησιμοποιείται από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα για εμπορικές συναλλαγές. Πριν την θέσπιση του χαρτονομίσματος κυκλοφορούσαν νομίσματα από πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσό και άργυρο, τα οποία είχαν σημαντική αξία. Ωστόσο, στις μέρες μας η χρήση των νομισμάτων περιορίζεται σε αγορές μικρής αξίας. Για να αναγνωρίζεται ένα αντικείμενο ως νόμισμα πρέπει να πληροί τις εξής προδιαγραφές.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Αρχικά, η χρήση του μετάλλου ως χρήμα έδωσε λύσεις σε προβλήματα που δημιουργούσε ο αντιπραγματισμός. Είχε αρκετά σταθερή ανταλλακτική αξία, δεν φθειρόταν εύκολα, μπορούσε εύκολα να μεταφερθεί και να αποθηκευτεί. Είχε όμως δύο πολύ σημαντικά μειονεκτήματα
- Ήταν απαραίτητο να ζυγίζεται σε κάθε συναλλαγή.
- Δεν ήταν εύκολο να αποδειχθεί η καθαρότητά του ως μέταλλο.
Τα δύο πολύ σημαντικά, για την εξέλιξη των συναλλαγών, μειονεκτήματα ήρθε να λύσει η πρακτική σύμφωνα με την οποία οι συναλλασσόμενοι έκοβαν μέταλλα με συγκεκριμένη καθαρότητα και συγκεκριμένο βάρος, και τα σημάδευαν με τέτοιο τρόπο ώστε να ξεχωρίζουν από των υπολοίπων. Με την εξέλιξη της πρακτικής αυτής τα σημάδια έγιναν πιο πολύπλοκα, απεικονίζοντας παραστάσεις, έτσι ώστε και να αποτελούν ένα είδος πιστοποίησης για τους συναλλασσόμενους, αλλά και να μην είναι εύκολη η παραχάραξή τους. Έτσι εξελίχθηκαν σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε νομίσματα. Όσο πιο επώνυμος και αξιόπιστος ήταν αυτός που έκοβε και σημάδευε τα νομίσματα αυτά, τόσο πιο εύκολα γίνονταν αποδεκτά στις συναλλαγές. Με την εξέλιξη τον ρόλο του αξιόπιστου ανέλαβαν οι πόλεις και τα κράτη στις οποίες γίνονταν χρήση των νομισμάτων αυτών, κάτι το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα, παρ” όλο που στις περισσότερες περιπτώσεις η ονομαστική τους αξία σήμερα δεν αντιστοιχεί πλέον στην εσωτερική αξία των νομισμάτων ως μέταλλο.
Υπάρχει η άποψη που υποστηρίζει ότι νομίσματα είναι κάποια αντικείμενα τα οποία έχουν κάποιο συγκεκριμένο μέγεθος και σχήμα και χρησιμοποιήθηκαν στις συναλλαγές ως χρήμα. Κάτω από αυτό το πρίσμα η ανακάλυψη τους οφείλεται στους Κινέζους, αφού εκεί βρέθηκαν τέτοια μεταλλικά αντικείμενα που χρονολογούνται γύρω στον 900 π.Χ.[1][2][3]
Η επικρατούσα άποψη όμως είναι ότι για να θεωρηθεί ένα αντικείμενο ως νόμισμα, εκτός των άλλων θα πρέπει να φέρει τυπωμένα πάνω του τα στοιχεία του εκδότη τους. Με αυτή την οπτική, νομίσματα χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Λυδία της Μικράς Ασίας γύρω στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. ήταν φτιαγμένα από κεχριμπάρι, το βάρος τους ήταν συγκεκριμένο, και πάνω σε κάθε ένα από αυτά ήταν τυπωμένες παραστάσεις οι οποίες προσδιόριζαν και παρέπεμπαν ευθέως στον εκδότη τους.
Η αξία του νομίσματος
Η αγοραστική αξία ενός νομίσματος εξαρτάται από την ιστορική του αξία και / ή από την εγγενή αξία του μετάλλου του (για παράδειγμα χρυσός ή άργυρος). Ωστόσο, στη σύγχρονη εποχή, τα περισσότερα νομίσματα είναι κατασκευασμένα από βασικά μέταλλα και η αξία τους συναρτάται από το status τους ως πιστωτικό χρήμα (fiat money). Τούτο σημαίνει ότι η αξία του νομίσματος μεταβάλλεται ανάλογα με την ασκούμενη νομισματική πολιτική και συνεπώς λειτουργεί περισσότερο ως συμβολικό νόμισμα με την ακριβή έννοια της λέξης.
Χαρακτηριστικά των σύγχρονων νομισμάτων
Το οδοντωτό άκρο που παρατηρείται σε αρκετά από τα σύγχρονα νομίσματα σχεδιάστηκε αρχικά για να δείξει ότι δεν έχει αφαιρεθεί πολύτιμο μέταλλο από το νόμισμα. Πριν από τη χρήση οδοντωτών άκρων τα νομίσματα ξύνονταν (ξυρίζονταν είναι η ακριβής έκφραση) από επιτήδειους που συγκέντρωναν μικρές ποσότητες πολύτιμου μετάλλου από την άκρη του νομίσματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένα νομίσματα είναι ραβδόγλυφα στις άκρες τους. Η παρουσία του ραβδόγλυφου δείχνει ότι η άκρη του νομίσματος δεν έχει ξυριστεί. Νομίσματα δίχως οδοντωτό άκρο, όπως η αγγλική στερλίνα σε πολλές περιπτώσεις βρέθηκαν με το μισό βάρος τους από το κανονικό του νομισματοκοπείου από τέτοια επανειλημμένα ξυρίσματα. Αυτή η μορφή υποτίμησης κατά την περίοδο της δυναστείας των Τυδώρ οδήγησε στην ψήφιση του Νόμου του Γκρέσαμ.
Παραδοσιακά, η μία πλευρά του νομίσματος φέρει το πορτραίτο ενός μονάρχη ή κάποιο εθνικό έμβλημα, και ονομάζεται εμπροσθότυπος, κεφάλι ή κορώνα. Η οπίσθια όψη, δηλαδή ο οπισθότυπος, στα Ελληνικά απαντάται στην καθομιλούμενη ως γράμματα. Ωστόσο, τούτος ο κανόνας δεν είναι απαράβατος,
ΔΡΑΧΜΗ
Τoν Απρίλιο του 1867 η Ελλάδα υπογράφει συμφωνία[4] με τη Λατινική Νομισματική Ένωση, ώστε η δραχμή να ακολουθήσει τους κανόνες ισοτιμιών της ένωσης. Όμως λόγω των πολέμων και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε, η δραχμή δεν κατάφερε να προσχωρήσει στην ένωση πριν από το 1910. Αποτέλεσμα της ένταξης αυτής ήταν το γεγονός ότι η δραχμή εξισώθηκε με τα άλλα νομίσματα της Ένωσης, όπως το γαλλικό φράγκο. Σε πολλές εκδόσεις των χαρτονομισμάτων της Εθνικής Τράπεζας η ονομαστική αξία στην πίσω πλευρά του γραμματίου αναγραφόταν στα γαλλικά francs. Πιθανόν για τον λόγο αυτό, τουλάχιστον μέχρι τις δεκαετίες του 70-80, η δραχμή αποκαλούνταν από τον λαό και φράγκο (π.χ. τα κέρματα των 2 δραχμών αποκαλούνταν δίφραγκα).
Κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η δραχμή γνωρίζει τη μεγαλύτερη απαξίωση στην ιστορία της κάτω από την πίεση της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας και του υπερπληθωρισμού που δημιουργήθηκε λόγω των συνθηκών της εποχής. Τυπώθηκαν χαρτονομίσματα με ονομαστική αξία ακόμα και δισεκατομμυρίων δραχμών, των οποίων η ανταλλακτική αξία ήταν μηδαμινή. Το 1944 εκδόθηκε το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία χαρτονόμισμα που κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα. Είχε ονομαστική αξία 100.000.000.000 δρχ., όμως ήταν παντελώς ανυπόληπτο και η ουσιαστική του αξία σχεδόν μηδαμινή. Επρόκειτο για την τελική φάση της κατοχικής οικονομικής κατάρρευσης. Σε σημερινές τιμές και με βάση τη χρυσή λίρα Αγγλίας, η πραγματική αξία του δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τα σημερινά 10 λεπτά του ευρώ. Αποτέλεσμα ήταν να αποσυρθεί λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, έγιναν δύο νομισματικές μεταρρυθμίσεις έτσι, ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει και πάλι ένα σταθερό νόμισμα. Τον Νοέμβριο του 1944 με την πρώτη μετακατοχική νομισματική μεταρρύθμιση η παλιά και υποτιμημένη δραχμή αντικαταστάθηκε με μια νέα με ισοτιμία που ορίστηκε σε 50.000.000.000 δρχ. για καθεμία νέα. Η νέα δραχμή διατηρήθηκε μία δεκαετία έως το 1954, οπότε με τη δεύτερη μετακατοχική μεταρρύθμιση αντικαταστάθηκε ξανά με μία νεότερη με αναλογία 1.000 δρχ. προς μία νέα. Σύμφωνα με το σύστημα ισοτιμιών Μπρέτον Γουντς, στο οποίο είχε ήδη προσχωρήσει η δραχμή από το 1953, το νέο νόμισμα συνδέθηκε με το δολάριο ΗΠΑ με σταθερή ισοτιμία 30 δραχμές προς ένα δολάριο. Το 1973, το σύστημα του Μπρέτον Γουντς καταργήθηκε και η συναλλαγματική ισοτιμία των δυο νομισμάτων έπαψε να είναι σταθερή.
Την 1η Ιανουαρίου 2001 υιοθετήθηκε το ευρώ ως λογιστική μορφή παράλληλα προς τη δραχμή. Την 1η Ιανουαρίου 2002 εισήχθη επίσημα το ευρώ σε κυκλοφορία ως νόμισμα παράλληλα προς τη δραχμή ως την 1η Μαρτίου, οπότε και η ελληνική δραχμή έπαψε να αποτελεί νόμιμο χρήμα στην Ελλάδα.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΥΘΥΜΗΣ ΚΖΟΥΝΙΑΣ
ΠΗΓΗ WIKIPEDIA
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.




