
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια οικογένεια που κατοικούσε στην Ροζούπολη. Αυτή η οικογένεια αποτελούνταν από την μαμά Γιώτα, η οποία ήταν πολύ ευγενική και καλοσυνάτη, τον μπαμπά Γιάννη, ο οποίος ήταν εργατικός και καλόκαρδος, και τα δύο δίδυμα, τον Θωμά και τη Νεφέλη, που τσακώνονταν συνεχώς.
Μια μέρα, λοιπόν, αφού τα 2 αδέλφια είχαν γυρίσει από το σχολείο, φάγανε μεσημεριανό και αποφάσισαν να πάνε να διαβάσουν τα μαθήματα τους για την επόμενη μέρα. Καθώς ξεκίνησαν να διαβάζουν, η Νεφέλη παρατήρησε ότι το αγαπημένο της πράσινο μολύβι, είχε εξαφανιστεί. Υποψιάστηκε, λοιπόν, ότι το είχε πάρει ο αδελφός της και είχε δίκαιο. Ξαφνικά άρχισαν να ακούγονται φωνές και ουρλιαχτά από το παιδικό δωμάτιο και οι γονείς έτρεξαν να δουν τι είχε γίνει. Τα παιδιά τσακώνονταν και οι γονείς προσπαθούσαν να τους χωρίσουν.
Αφού λοιπόν τους χώρισαν, τους τιμώρησαν και άφησαν το γεγονός έτσι, χωρίς καμία άλλη τιμωρία. Το απόγευμα τα παιδιά έπαιξαν χωρίς να τσακωθούν. Το βράδυ έφαγαν το φαγητό τους, έπαιξαν λίγο ακόμα και πήγαν να πέσουν για ύπνο. Ξαφνικά άρχισαν να ακούγονται τσακωμοί από το δωμάτιο των παιδιών και οι γονείς πήγαν να δουν τι συνέβη. Όταν μπήκαν μέσα, αντίκρισαν τα παιδιά να τσακώνονται για ένα λούτρινο αρκουδάκι. Αφού τους χώρισαν για άλλη μια φορά και τους έβαλαν για ύπνο, οι γονείς σκέφτηκαν ότι έπρεπε να κάνουν κάτι, για να σταματήσουν αυτοί οι τσακωμοί.
Την άλλη μέρα το πρωί, τα παιδιά ξύπνησαν, έφαγαν το πρωινό τους και ετοιμάστηκαν, για να πάνε στο σχολείο. Οι γονείς όσο έλειπαν τα παιδία, σκεφτόντουσαν πώς να τους κάνουν να καταλάβουν πως δεν πρέπει να τσακώνονται και ότι πρέπει να είναι αγαπημένοι. Γι΄ αυτό αποφάσισαν να τους χωρίσουν.
Θα έστελναν τον Θωμά στον παππού του και τη Νεφέλη στη θεία της για μια βδομάδα. Όταν τα παιδιά γύρισαν από το σχολείο, οι γονείς τούς ανακοίνωσαν την απόφασή τους. Τα παιδιά στην αρχή ενθουσιάστηκαν που θα χωρίζονταν και θα πήγαιναν στον παππού και στη θεία τους! Αφού ετοίμασαν τα πράγματά τους, ήρθε ο παππούς και η θεία τους και τους πήραν να φύγουν!
Την πρώτη μέρα, όλα κυλούσαν ήρεμα και για τα δύο δίδυμα. Η Νεφέλη πήγε βόλτα με τη θεία της και ο Θωμάς πήγε για ψάρεμα με τον παππού του. Τη δεύτερη μέρα, ο Θωμάς άρχισε να λείπει στην Νεφέλη, αλλά η Νεφέλη δεν είπε κάτι στη θεία της και η μέρα πέρασε όμορφα, όπως η προηγούμενη. Το ίδιο ίσχυε και για τον Θωμά, πέρασε τη μέρα του χαρούμενα. Αφού πέρασαν δύο μέρες, τα αδέρφια άρχισαν να λείπουν ο ένας στον άλλον και άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι τσακώνονταν για ασήμαντα πράγματα. Αυτό παρατήρησε ο παππούς και η θεία και μίλησαν με τους γονείς και αποφάσισαν να τους πάνε πίσω την επόμενη μέρα.
Τα παιδιά μόλις συναντήθηκαν, αγκαλιάστηκαν και ζήτησαν συγγνώμη ο ένας στον άλλον.Βλέποντας αυτό, οι γονείς τους κατάλαβαν ότι είχαν πετύχει τον σκοπό τους που ήταν να τους κάνουν να καταλάβουν ότι πρέπει να είναι μονιασμένοι και ότι δεν πρέπει να τσακώνονται μεταξύ τους. Τέλος, η οικογένεια αυτή ζούσε μονιασμένα, χωρίς καυγάδες και τσακωμούς. Αυτοί ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα.
Σαρδέλη Ευγενία, Σιδεροπούλου Βασιλική,
Φέρρο Γαβριέλλα