Στο πόλεμο του 1940 πολλές μανάδες έπρεπε να αποχαιρετήσουν τους γιους τους που πήγαιναν στον πόλεμο.
Πολύ πριν από το γεγονός ,όλες οι μανάδες έβλεπαν τα παλικάρια τους και τους έδιναν εικόνες της Παναγίας για καλύτερη τύχη πάνω στα βουνά. Όμως τώρα ήρθε η ώρα να τους αποχαιρετήσουν, ήρθε η ώρα να πάνε στα βουνά. Οι μανάδεες είχαν μεγάλη πίστη στα παιδιά όσο κανένας άλλος. Η κυρα-Μάρω άκουγε τον γιο της να της λέει:
-Φεύγω μάνα. Πάω στα βουνά…
-Στο καλό παιδί μου, και Παναγιά μαζί σου.
-Ευχαριστώ μάνα, θα προσπαθήσω όσο πιο πολύ μπορώ να σου στέλνω γράμματα.
Στη συνέχεια έφυγαν για τον πόλεμο. Παρόλο που ο πόλεμος ήταν δύσκολος δε δίσταζαν να πολεμούν. Πολεμούσαν θαρραλέα και γενναία, δεν τους σταματούσε κανείς.
Παράλληλα, οι Ιταλοί είχαν αρχίσει να βομβαρδίζουν. Οι φαντάροι περπατούσαν μέσα στη νύχτα, με το βαρύ χιόνι για να μη τους πάρουν είδηση οι Ιταλοί. Δεν είχαν να φάνε σοκολάτες ή κανονική τροφή, μόνο σταφίδες που ήταν ελάχιστες. Δεν είχαν φως ,παρά μόνο μια μικρή φωτιά αναμμένη.
Συνέχιζαν την πορεία δίχως σταματημό. Είχαν τα ελάχιστα μικρά διαλείμματα για τροφή χωρίς συζητήσεις, αλλά τι να πουν κι αυτοί! Πολλοί άνδρες έχασαν τα αδέρφια τους γιατί ήταν πολύ μακριά και δεν μπορούσαν να περπατήσουν ή επειδή ξύνονταν για ώρες συνεχόμενες από τις ψείρες.
Μόλις ξημέρωνε οι Ιταλοί ξεκινούσαν πάλι τους βομβαρδισμούς και όποιος έπιανε η βόμβα τότε…Μάλιστα ένας φίλος του προπάππου μου σκοτώθηκε σε μια μάχη τότε.
Ευτυχώς στο τέλος όλα πήγαν καλά. Όλοι γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους και οι άνθρωποί τους υποδέχτηκαν με χαρά.
Το κείμενο επιμελήθηκε η Παρασκευή